Θα αρχίσω από μια παραδοχή που μας λέει, πως, αλήθεια είναι αυτό που παρουσιάζεται ως πραγματικότητα το οποίο έχει ευρύτατη κοινωνική αποδοχή.
Είναι φανερό πως στην αναγνώριση της αλήθειας εμπλέκονται και τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων, δηλαδή το πώς την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι. Αυτό έχει να κάνει με την πνευματική συγκρότηση κάθε ατόμου να διακρίνει την πραγματικότητα χωρίς βέβαια να «δεχόμαστε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα»∙ οπότε η λογική της αποδοχής αυτής μπορεί να μας οδηγήσει στη θεωρεία ότι «αυτό είναι καλό» και κατ’ επέκταση στην αποδοχή της σχετικής έκφρασης που λέει: έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Η εκτίμηση ότι η αλήθεια είναι σχετική και ο καθένας ορίζει ως αληθινό την εικόνα που έχει σχηματίσει για την πραγματικότητα, στηρίζεται στα δεδομένα των αισθήσεων, και αυτοί που υποστηρίζουν τη θέση αυτή είναι οι «εμπειριστές» σε αντίθεση με τους «ορθολογιστές» που αναγνωρίζουν ή μάλλον λαμβάνουν υπ’ όψη την «νοητική ενόραση» φτιάχνοντας την αλήθεια όπως ακριβώς φτιάχνουν το ψέμα.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ουσιαστικά υπάρχουν δύο σχολές «αλήθειας»∙ αυτή του «Υλισμού», άποψη η οποία στηρίζεται στα δεδομένα των αισθήσεων και επομένως στην αντικειμενική ύπαρξη∙ η δεύτερη του «Ιδεαλισμού» που έχει σχέση με τη φιλοσοφική θεώρηση που ουσιαστικά στηρίζεται στη θεωρεία του πρώτου ιδεαλιστή φιλοσόφου τού Πλάτωνα, που δίδαξε ότι ο αληθινός κόσμος είναι αυτός που βρίσκεται πέρα από τις αισθήσεις δηλ. στον κόσμο των ιδεών.
Ο κόσμος των ιδεών στην ουσία του, μας αποκαλύπτει την ύπαρξη, χωρίς ουσιαστικά να θεμελιώνει την αλήθεια η οποία σήμερα -όπως προαναφέραμε ήδη- στην ουσία της είναι μια ανθρώπινη κατασκευή και όχι άφθαρτο υπερβατικό είδος με βάσει το οποίο προσπαθεί να οριστεί η ανθρώπινη ζωή ή ορθότερα η ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί, η θήρα του ανέφικτου προκαλεί τη λησμονιά του εφικτού. Ο άνθρωπος ζη, αλλά δεν υπάρχει. Το νόημα της στιγμής όμως το δημιουργεί ο ίδιος, όταν έλκει προς τα πίσω το απρόσιτο τέλος του μέλλοντος και το εμβολιάζει στη φευγαλέα ελπίδα του παρόντος. Η συνέλκυση του τέλους του μέλλοντος έχει νόημα ότι η Στιγμή αντικαθιστά την πραγματικότητα (το παρόν) με τη δυνατότητα (μέλλον) καθ’ ότι η δυνατότητα είναι κάτι αόρατο… Ως «αλήθεια» μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτό που βλέπει και ζη κανείς όταν αναδυθεί από τη λήθη* το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι έξω από τη λήθη που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας. Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθηζούμε σαν πεθαμένοι τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα… έτσι οδηγούμαστε στο να ζούμε μια ζωή νεκρών∙ καθ’ ότι η ζωή των νεκρών είναι η ανάποδη όψη του θανάτου των ζωντανών (Δημ. Λιαντίνης).
Ως έκφραση ενός μέρους της αλήθειας και μάλιστα αδιαμφισβήτητης, είναι ο θάνατος ο οποίος αν και αποτελεί αίνιγμα για τους ζωντανούς, εν τούτοις αποτελεί ή μάλλον οδηγεί τον άνθρωπο σε μια επικοινωνία με το ὂν αναζητώντας το νόημα του ζήν και όπως διερωτάται ο Ρίλκε σ’ ένα ποίημα του
Τι θα κάμεις, θεέ, αν πεθάνω…
…μαζί μου θα χάσεις το νόημά σου.
Γενικότερα όμως ως αλήθεια χαρακτηρίζουμε την ισορροπία ύλης και μορφής. Η ισορροπία αυτή είναι μια κατάσταση εμπόλεμης ειρήνης μεταξύ της ύλης και της μορφής και γνωσιολογικά εκφράζεται ως η διαλεκτική σύνθεση του ιδεαλισμού και του ρεαλισμού, του ορθολογισμού και της εμπειρίας…της θεωρίας και της πράξης, του Είναι και του Γίνεσθαι (βλ. Ε. Μ Παπανούτσου, Γνωσιολογία Αθ. 1973)
Πολλοί έγραψαν σχετικά για την «αλήθεια»∙ άλλοι βλέποντάς την απλά – καθημερινά…όπως ο Λουκιανός (120-180 μ.Χ) που μας γράφει στο έργο του «Πως δει την Ιστορίαν συγγράφειν», πως, η αλήθεια απαιτεί να γράφουμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους λέγοντας «τα σύκα –σύκα και τη σκάφη – σκάφη». Στο ίδιο μήκος κύματος και χωρίς φιοριτούρες, ο Λένιν αποφαίνεται πως αλήθεια είναι ότι συμφέρει τον λαό**. Όμως, οι πεποιθήσεις είναι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι της αλήθειας από το ψέμα… Καθ’ ότι οι πεποιθήσεις που τις χρησιμοποιούμε σαν αλήθειες είναι ένας κινητός στρατός μεταφορών, αντωνυμιών και ανθρωπομορφισμών- εν ολίγοις ένα σύνολο ανθρώπινων σχέσεων που έχουν ενισχυθεί και ωραιοποιηθεί ποιητικά και ρητορικά, οι οποίες μετά από μακριά χρήση μοιάζουν σταθερές, κανονιστικές και υποχρεωτικές για τους ανθρώπους∙ οι αλήθειες είναι παραισθήσεις για τις οποίες κάποιος έχει ξεχάσει ότι είναι αυτό που είναι… και ο άνθρωπος προκειμένου να υπερβεί τον πόνο του κόσμου δεν σημαίνει πως πρέπει να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα ζωής στην οποία δεν θα υπάρχει πόνος (πρβλ. το εκκλ. ένθα ούκ έστι πόνος…) γιατί η εξαφάνιση του πόνου θα εσήμαινε την εκτροπή του φαινομένου της ζωής σε άλλη οντική μορφή. Αν και κατά την επισήμανση τού Μένανδρου «Τ’ αληθές ανθρώποισιν ουχ ευρίσκεται∙ άγει δε προς φως την αλήθειαν χρόνος» καθ’ ότι ο χρόνος γίνεται επιμελής και πάντων κριτής, συμπεραίνουμε πως αλήθεια δεν είναι κάτι στατικό, αναζητείται και «διεκδικείται» και για να την πλησιάσουμε είναι ανάγκη να γίνουμε μνηστήρες της αλήθειας. Και ο τρόπος αναζήτησης της αλήθειας πρέπει να αποτελέσει οιάκισμα βίου μέσα σ’ έναν κόσμο υποκρισίας και ψεύδους.
Η αναλήθεια επικρατεί στην κοινωνία και γίνεται ρυθμιστής τού καλού και του ωραίου μια και η αλήθεια είναι αδιάγνωστη, και, αν και υπάρχουν πολλοί θεράποντες της αλήθειας, εντούτοις το ζητούμενο δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά ο ελιγμός και η παγίδευση του αντιπάλου. Αν και υπάρχει (φαινομενικά) ένα πάθος για την αναζήτηση της αλήθειας, αυτή συνδέεται άμεσα με την πίστη…επομένως ό,τι μπορούμε να γνωρίσουμε από αυτήν συνδέεται με το φαίνεσθαι. Η αληθινή γνώση θα προέλθει από την αναζήτηση της αλήθειας και η αναζήτηση αυτή αποτελεί το κίνητρο δράσης του ανθρώπου ως μιας αέναης διαδικασίας για μεταμόρφωση της ύπαρξης και όχι ως μεταφυσικό ζητούμενο. Γιατί στην περίπτωση αυτή αναζητούμε ή επιθυμούμε την αλήθεια υπό «περιορισμένη» έννοια (πρβλ. «Εγώ ειμί η Οδός η Αλήθεια και η Ζωή») και αυτό αποδεικνύει πως η αναζήτηση της αλήθειας γίνεται προς όφελός μας. Ωστόσο η αλήθεια υπάρχει έστω κι’ αν δεν είναι η ίδια παντού και πάντοτε.Έστω και αν η εύρεση της είναι μια βασανιστική πορεία που εμπλέκεται στην πορεία του ανθρώπου για εξανθρωπισμό, είτε ως το θρησκευτικώς αναγκαίον. Όμως η αλήθεια για να έχει αξία δεν χρειάζεται προϋποθέσεις, ούτε και επιβάλλεται∙ μια και αυτή είναι αγαθό καθεαυτό και όχι επειδή αυτή υπηρετεί έναν απώτερο σκοπό. Ηαγάπη προς την αλήθειαείναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελευθερίας του πνεύματος όπως αποφαίνεται ο Δημόκριτος όταν μας λέει «οικήιον ελευθερίης παρρησίη».
Η αλήθεια λοιπόν ως αυταξία δεν χρειάζεται όρους αναφοράς που να ορίζουν την καταγωγή της σε μία ηθική αρχή, αλλά στην πρακτική αναγκαιότητα της κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή δε, πρέπει να επιδιώκεται μη δια φόβον αλλά εκ συνέσεως. Μπορεί να πει κανείς πως ως μόνη προϋπόθεση είναι να αφουγκραστούμε τον εαυτό μας κατά το ηρακλείτειο «εδιζησάμην εμεωυτόν»*** προκειμένου να εκπληρώσουμε τον δελφικό χρησμό τού «γνώθι σαυτόν»… Γιατί «Οι καμπάνες, οι γραβάτες, οι χειραψίες και τα πρωτόκολλα, η ελεημοσύνη και οι διακηρύξεις για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία αποτελούν τα διάσημα του ξεπεσμού του ανθρώπου, και δεν τεκμηριώνουν κατ’ ουδένα τρόπο ούτε την αξιοπιστία του, πολύ δε περισσότερο την αξία που αυτός δίνει στην αναζήτηση της αλήθειας μέσα από την ουσιαστική γνώση.
Γι αυτό και η επίκληση της αλήθειας από τέτοιους ανθρώπους, αλλά πολύ περισσότερο από τους δήθεν υπηρέτες της αλήθειας, θα σήμαινε ότι ο Θεός θα ήταν απατεώνας! όμως ο Θεός εκτός από αγάπη είναι και αλήθεια∙ και η αναζήτηση τής αλήθειας αποτελεί στοιχείο προόδου(4). Όμως όπως επισημαίνει ο Δημόκριτος, μη δια φόβον, αλλά δια το δέον απέχεσθαι αμαρτημάτων(4α). Την αλήθεια αυτή πρέπει να την αναζητήσουμε στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και όχι σε ότι υπερβαίνει αυτές τις δυνατότητες∙ γιατί αλλοίμονο αν μια τέτοια αλήθεια που η αναζήτησή της γίνεται συνήθεια… Η αλήθεια -που ουσιαστικά- επιβάλλεται ως κοινωνική αναγκαιότητα και λειτουργεί ως κοινωνική σύμβαση, δεν μπορεί να έχει αξία, παρά μόνο να λειτουργεί ως αυταπάτη που προέρχεται μέσα από μια διαδικασία συνεχούς εξαπάτησης∙ δυστυχώς γιατί «εκείνο που είναι και παραμένει αγαπητό στο λαό είναι η μάσκα». Ως μέσο εφαρμογής αυτής της «αλήθειας» δηλαδή της μασκαρεμένης αλήθειας που δημιουργεί προσδοκίες χωρίς ράπισμα, οδηγεί στην πλάνη ακόμα και στην ψευδαίσθηση, ότι αλήθεια είναι το φαίνεσθαι που χρησιμοποιείται ως μέσοκοινωνικής εξαπάτησης∙ όπως επί παραδείγματι τα κοινωνικά δικαιώματα ακόμα και η «εφαρμογή» των κοινωνικών νόμων∙ ακριβώς επειδή αυτά, μπορεί να αποτελούν «στοιχεία προόδου» και να έχουν σχέση με μια ηθική εφαρμογή του νόμου… Όμως η κοινωνική αλήθεια πρέπει να εξετάζεται ως έργο ανθρώπινο που θα διασφαλίζει την ορθότητα των ενεργειών του ανθρώπου με φυσικό τρόπο χωρίς ηθικούς καταναγκασμούς που ουσιαστικά αποτελούν το περιτύλιγμα του ψεύδους.
Η αλήθεια πρέπει να είναι άχρονη, άκαιρη, κτήμα ες αεί που δεν ξεπερνιέται από καμία «πρόοδο» ή «μοντέρνα ιδέα», και η αναζήτησή της να είναι μια συνεχής σύγκρουση με την αναλήθεια τής «κοινωνικής αλήθειας» η οποία χρειάζεται το ψέμα έστω και εξ ανάγκης.
Αναγκαίες σημειώσεις - διευκρινήσεις
* λήθη = αμέλεια που οδηγεί στην πλάνη. α-λήθη (λησμονιά)∙ δίκαιος∙ αυτός που δεν ξεχνάει άρα θυμάται. Την οντολογική λήθη εκφράζει η ζωή και η α-λήθεια την οντολογική ύπαρξη. Κατά το λξκ. Liddell – Scott από το α [σρεριτ.] + λήθω = λανθάνω (μου διαφεύγει).
**Δεν είναι της ώρας να δώσουμε τον ορισμό της αλήθειας, απλώς να πούμε πως αυτός ποικίλλει ανάλογα με τα διάφορα γνωσιολογικά συστήματα∙ θα έλεγε κανείς και τα πολιτικά συστήματα. Μπορούμε ακόμα να την χαρακτηρίσουμε ως συμφωνία της σκέψης προς την αντικειμενική πραγματικότητα. Επί του προκειμένου όμως θεωρώ πως πρέπει να σημειώσουμε, πως η οντολογική αλήθεια κατακτάται με τη γνώση και έχει άμεση σχέση με την επιστημονική έρευνα∙ και σίγουρα δεν είναι ότι συμφέρει το λαό, ούτε βέβαια και μικροαστική εμμονή.
*** ρήση του Ηράκλειτου3* που σημαίνει μπήκα μέσα μου και έψαξα – ερεύνησα τον εαυτό μου για να βρω την αλήθεια. Και η αλήθεια κατά τον Ηράκλειτο στη ουσία της δεν έχει οντολογική υπόσταση αλλά είναι μια απλή έννοια ως έκφραση της ενότητας των αντιθέτων: ο θεός ημέρη ευφρόσυνη, χειμών θέρος, πόλεμος ειρήνη, κόρος λιμός.
Με αυτή την έννοια του θεού δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για διάκριση των πραγμάτων εκ μέρους του σε δίκαια και άδικα. Η διάκριση των πραγμάτων σε δίκαια και άδικα, σε ωραία και άσχημα, σε καλά και κακά προϋποθέτει την ύπαρξη ενός σχετικού όντος που δεν θα κάνει διακρίσεις ηθικού χαρακτήρα, παρά μόνο οντολογικού(3)… για να γίνει όμως αυτή η διάκριση δεν μπορεί να είναι ηθικού χαρακτήρα. Επομένως ο προσδιορισμός της «αλήθειας» οριοθετείται εντός των πλαισίων της συμπεριφοράς και της δράσης του ανθρώπου (βλ. Δημ. Ι. Παπαδής Ηράκλειτος –περί ανθρώπου).
3* Ο Ηράκλειτος πίστευε ότι η πάλη των αντιθέτων είναι αυτή που συγκροτεί το Γίγνεσθαι. Επομένως καταρρίπτει την πιθανότητα ενός αιωνίου και απαράλλακτου Είναι, καθώς και κάθε ιδέα παντοτινής συμφιλίωσης.
(3)ότι σχετίζεται με την οντολογία∙ δηλ. τον κλάδο της φιλοσοφίας που εξετάζει τη φύση των όντων και της πραγματικότητας (ετυμ. από το ον + λέγω[εκφράζομαι ασχολούμαι, συγκεντρώνω]).
(4) Λένε πως η φιλοσοφία του μυστηρίου δεν κατανοείται χωρίς την πραγματική συμμετοχή στον κόσμο της. Φαίνεται λοιπόν πως η κατανόηση του μυστηρίου προϋποθέτει πίστη, και πίστη δεν σημαίνει αντικειμενική πραγματικότητα βάσει της οποίας ορίζεται. Καθ’ ότι μεγάλο μέρος της θρησκευτικής αλήθειας δεν φαίνεται να είναι δυνατό να τεκμηριωθεί με επιστημονική διαδικασία∙ ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτό μέσω της πίστης κυρίως ως προσωπική εκτίμηση και νοητική προσέγγιση των γνωστών μεταφυσικών αληθειών που μπορεί να τις βιώσει κανείς με κατάνυξη∙ δηλ. με συναίσθημα βαθιάς ευλάβειας και ψυχικής ανάτασης σε σχέση με το θείο και τον μεταφυσικό κόσμο.
(4α) δηλ. σφαλμάτων που οδηγούν στην αποτυχία και όχι ως παράβαση θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.