Την απίστευτη ιστορία αγάπης της πανέμορφης Άννας, την οποία πάντρεψαν όταν ήταν μόλις 15 ετών αλλά η καρδιά της χτυπούσε για άλλον, δημοσιεύει ο Νέος Κόσμος.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «αυτή είναι η απίστευτη ιστορία της Άννας Φασόλα, μιας πανέμορφης νεαρής κοπέλας που γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1915 στο χωριό Λεπτοπόδα, στη βόρεια Χίο.
Η Άννα, το μικρότερο παιδί μιας 12μελούς οικογένειας, δεν κατάφερε, όπως οι περισσότερες κοπέλες εκείνη την εποχή, να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα.
Σε ηλικία μόλις 8 ετών, έπιασε δουλειά ως υπηρέτρια σε ένα πλούσιο σπίτι, στην πόλη της Χίου, όπου κέρδιζε ένα πιάτο φαγητό και έναν πενιχρό μισθό.
Εκτός όλων αυτών, η «κυρά» του σπιτιού φερόταν στο μικρό κορίτσι με άσχημο και προσβλητικό τρόπο. Τότε, ο πατέρας της Άννας φρόντισε να πάρει την κόρη του πίσω στο χωριό.
Σε ηλικία 15 ετών, μετά από πίεση των γονέων της, η νεαρή κοπέλα αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν άνδρα, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, με την ελπίδα ότι εκείνος θα της εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή.
Ο σύζυγος της Άννας, Μιχάλης, ήταν ένας ευγενικός και καλός άνθρωπος, που αγαπούσε βαθιά την νεαρή κοπέλα, αν και ήξερε ότι εκείνη δεν συμμεριζόταν τα ίδια συναισθήματα.
Μετά τον γάμο, ο Μιχάλης επέμενε να εγκατασταθούν στο δικό του χωριό, το Αγρελωπό, δίχως να μπορεί να φανταστεί ότι εκεί η σύζυγός του θα γνώριζε και θα ερωτευόταν τον άντρα της ζωής της, τον Δημήτρη.
Ο Δημήτρης Μάρκου ήταν ένας γοητευτικός συγχωριανός του Μιχάλη, ο οποίος μόλις είδε την νεαρή κοπέλα, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.
Γνωρίζοντας, όμως, ότι εκείνη ήταν παντρεμένη και δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει τον σύζυγό της, της εξομολογήθηκε τον έρωτά του και αποφάσισε να φύγει από το χωριό.
Η Άννα πληγώθηκε βαθιά, αλλά δεν ήθελε να προδώσει τον Μιχάλη και έτσι έμεινε πίσω στο χωριό, όπου εργαζόταν σκληρά ως υπηρέτρια, σε αντίθεση με τον σύζυγό της που δεν αγαπούσε την εργασία και έτσι όλα τα βάρη της επιβίωσης έπεφταν στην ίδια.
Μην μπορώντας να τα βγάλει πέρα, η 21χρονη Άννα έφυγε για την Σμύρνη το 1936, για να εργαστεί εκεί ως υπηρέτρια σε μια οικογένεια Γάλλων, μέχρι που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Τον Απρίλιο του 1942, πίσω στην Χίο, όπου η φτώχεια και η ανέχεια θέριζε τους πάντες, η Άννα, μαζί με τον Μιχάλη και 300 ακόμα συγχωριανούς, πήραν την τολμηρή απόφαση, να δραπετεύσουν στην Τουρκία με μια βάρκα κατά την διάρκεια της νύχτας.
Το ταξίδι στα παγωμένα νερά του Αιγαίου με προορισμό τις τουρκικές ακτές ήταν σκοτεινό και δύσκολο και έτσι λίγο πριν φτάσουν οι πρόσφυγες στην Σμύρνη, η βάρκα χτύπησε σε ύφαλο, αναποδογύρισε και όλοι οι επιβάτες βρέθηκαν στην θάλασσα.
Η Άννα δεν ήξερε κολύμπι και έτσι ο σύζυγός της, δεινός κολυμβητής, την ανέβασε πάνω σε έναν μικρό ύφαλο και της ζήτησε να μείνει εκεί μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα έως ότου έρθει βοήθεια από την Σμύρνη.
Ο ίδιος, ωστόσο, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός, καθώς παρασύρθηκε από τα ρεύματα και πνίγηκε λίγη ώρα αργότερα.
Το πτώμα του άτυχου Μιχάλη δεν βρέθηκε ποτέ.
Η Άννα, έμεινε και εργάστηκε στην Σμύρνη ως υπηρέτρια σε μια οικογένεια Τούρκων. Κατά την διάρκεια της παραμονής της εκεί, πολλοί νεαροί Τούρκοι πολιόρκησαν την όμορφη κοπέλα, η οποία δεν έπαψε στιγμή να σκέπτεται τον Δημήτρη.
Ο νεαρός άνδρας υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό και βρισκόταν στην Παλαιστίνη, αλλά μόλις άκουσε τα νέα του ναυαγίου και ότι σώθηκε η αγαπημένη του, πήρε ειδική άδεια από το στρατό και έτρεξε στη Σμύρνη για να την βρει.
«Εκεί, ο πατέρας μου της ζήτησε να αρραβωνιαστούν, αλλά η μητέρα μου του αρνήθηκε γιατί είχε πάρει την απόφαση να μην ξαναπαντρευτεί έως ότου κλείσουν επτά χρόνια από το θάνατο του Μιχάλη, τιμώντας έτσι την μνήμη του άνδρα της που χάθηκε για να σωθεί εκείνη. Ο πατέρας μου της ορκίστηκε αιώνια αγάπη και της υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει για να την κάνει γυναίκα του», λέει στον «Νέο Κόσμο» η κόρη του ζευγαριού, Μαρία Ρολογά.
Μετά από τρεις μήνες, η Άννα στάλθηκε στην Κύπρο και ο Δημήτρης επέστρεψε στην Παλαιστίνη.
Η νεαρή χήρα εργάστηκε στο υπερπολυτελές θέρετρο και στολίδι της Μέσης Ανατολής, «Berengaria» («Verengaria»), στο οποίο εκείνη την εποχή παραθέριζαν πάμπλουτοι επιχειρηματίες, βασιλείς και διπλωμάτες.
Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, κ. Κόκκαλος, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την εργατική και πανέξυπνη Άννα, που της εμπιστεύτηκε όχι μόνο μια διευθυντική θέση στην επιχείρησή του, αλλά και την φύλαξη του μικρότερου γιου του, Αναστάση.
Στο μεταξύ, ο Δημήτρης εξακολουθούσε να επισκέπτεται την αγαπημένη του στην Κύπρο και όταν τελείωσε ο πόλεμος επέστρεψε στην Χίο. Η Άννα παρέμεινε στην Κύπρο όπου εργάστηκε σκληρά, γνώρισε τον τότε βασιλιά Farouk της Αιγύπτου, τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Ezer Vaisman, και τον Winston Churchill καθώς και πολλούς Βρετανούς αριστοκράτες και διπλωμάτες.
Εργάστηκε, μάλιστα, για έναν από αυτούς έως το 1948. Μετά από επτά χρόνια στην Κύπρο, η Άννα τήρησε την υπόσχεσή της και επέστρεψε στην Χίο για να παντρευτεί τον άνδρα της ζωής της.
Ο γάμος τους έγινε τελικά στις 13 Φεβρουαρίου 1949, σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία.
Ο Δημήτρης και η Άννα απέκτησαν τρία παιδιά και το 1960 αποφάσισαν να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία.
Εγκαταστάθηκαν στην Νότια Αυστραλία και εργάστηκαν ως αγρότες στη Virginia, αλλά δεν είχαν εμπειρία από την αγροτική ζωή και έτσι δυσκολεύτηκαν πολύ να ορθοποδήσουν.
«Η μητέρα μου ήταν 45 ετών όταν ήρθαμε στην Αυστραλία και δυσκολεύτηκε αρκετά να προσαρμοστεί, αλλά μεγάλωσε εμένα και τα δύο μου αδέλφια με αρχές και αξίες και μας ενθάρρυνε πάντα να σπουδάσουμε, κάτι για το οποίο ήταν ιδιαίτερα υπερήφανη όταν τελικά το είδε να γίνεται πραγματικότητα», λέει η κόρη της Μαρία, η οποία είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός.
Παρά τις δυσκολίες της ξενιτιάς, η Άννα δεν ξέχασε την Κύπρο και μαζί με την κόρη της επισκέφθηκε το νησί το 1985 για να ξαναδεί το τέταρτο «παιδί» της τον Αναστάση που ουσιαστικά «μεγάλωσε» αλλά άφησε πίσω.
Η Άννα και ο Δημήτριος Μάρκου έμειναν παντρεμένοι και αγαπημένοι για 48 χρόνια.
Ο Δημήτρης έφυγε από την ζωή πρώτος το 1997, σε ηλικία 86 ετών, ενώ η Άννα πέθανε λίγα χρόνια αργότερα (2013), σε ηλικία 97 ετών.
«Οι γονείς μου ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι, αλλά σίγουρα η μητέρα μου υπήρξε μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, μια σοφή γυναίκα που παρά τις κακουχίες και τις δυσκολίες που πέρασε, παρέμεινε ένας δίκαιος και αξιοπρεπής άνθρωπος.
Ελπίζω και τώρα καθώς μας κοιτάει από ψηλά, να εξακολουθεί να νιώθει υπερήφανη για τα παιδιά, τα εγγόνια και την οικογένεια που δημιούργησε», καταλήγει η Μαρία».
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.