Σεβασμιώτατε,
Ευσεβές εκκλησίασμα,
Στις 25 Μαρτίου του έτους 1838, δηλαδή δεκαεπτά χρόνια μετά την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης και οκτώ χρόνια μετά την ουσιαστική αναγνώριση της ανεξαρτησίας της χώρας μας, οι κάτοικοι των Αθηνών ξύπνησαν από 21 κανονιοβολισμούς και από τους ήχους της φιλαρμονικής που παιάνιζε στους δρόμους της πόλης. Λίγο αργότερα, παρακολούθησαν λαμπρή δοξολογία στο ναό της Αγίας Ειρήνης, παρουσία του βασιλιά Όθωνα και της βασίλισσας Αμαλίας που ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές ενδυμασίες, ενώ το ίδιο βράδυ φωταγωγήθηκε με φανούς η Ακρόπολη και σχηματίστηκε ένας μεγάλος φωτεινός σταυρός σε μια πλευρά του Λυκαβηττού. Αυτός ήταν ο πρώτος επίσημος εορτασμός της εθνικής μας επετείου. Από ποιον προτάθηκε, οργανώθηκε και καθιερώθηκε να γιορτάζεται από τότε και «εις το διηνεκές» η εθνική μας επέτειος; Από έναν Χιώτη, αγωνιστή της Επανάστασης και μετέπειτα Γραμματέα (δηλαδή Υπουργό) Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, τον φιλόσοφο και ιατρό Γεώργιο Γλαράκη.
Όπως καταλάβατε από τον πρόλογο, σήμερα δεν θα αναφερθούμε αμιγώς στα ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης, διότι είναι αδύνατον, ενδεχομένως και άδικο, να συρρικνωθούν σε δέκα λεπτά χρόνου η γενναιότητα, η αυταπάρνηση, η ανιδιοτέλεια, η μεγαλοσύνη και η φιλοπατρία των ηρώων της Επανάστασης. Αντίθετα, θα εστιάσουμε σε δύο μόνο έννοιες, οι οποίες σχετίζονται με την ελληνική Επανάσταση, αλλά και με τη διαχρονική πορεία του Ελληνισμού, του αρχαίου, του βυζαντινού και του σύγχρονου.
Ας εκκινήσουμε από μια παραβολική εικασία: Έστω ότι έχουμε μπροστά μας ένα πλαίσιο με παράλληλα πολύχρωμα νήματα, με υφάδια. Κι αυτά τα υφάδια ας πούμε ότι είναι τα γεγονότα της ελληνικής Ιστορίας - όλα τα γεγονότα, όχι μόνο τα σπουδαία και θαυμαστά, μα και οι μικρο-ιστορίες των απλών ανθρώπων, που συνθέτουν την Ιστορία με κεφαλαίο γιώτα. Κι ας πούμε ότι κρατούμε στα χέρια μας ένα στημόνι, μια βελόνα και με αυτή τη βελόνα πρέπει να ενώσουμε με ένα συνδετικό, εγκάρσιο νήμα όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα, τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, τα περίλαμπρα και τα μελανά. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: «Ποια λέξη είναι αυτό το νήμα που μας ενώνει στο πέρασμα του χρόνου; Ποια είναι η συγκολλητική ουσία, χάρη στην οποία ευοδώθηκε όχι μόνο το παράτολμο εγχείρημα της ελληνικής Επανάστασης, αλλά και κάθε μεγαλουργία μας ως έθνος;»
Πολλές λέξεις μπορούμε να βρούμε, όμως ειδικά σήμερα, θα εστιάσουμε στη λέξη «ομόνοια». Αυτό το συνδετικό «ομού», που θα πει μαζί, από κοινού. Είναι η ομοψυχία, η ομοφροσύνη, η σύμπνοια, η συμφωνία, η συνεννόηση, η ενότητα, η κοινή βουλή, η κοινοφροσύνη. Μα, επειδή η βελόνα είναι αιχμηρή, πλάι στην ομόνοια υφέρπει άλλη μια λέξη που κι αυτή διατρέχει, αλλά πληγώνει και τρυπά όλη την Ιστορία μας. Είναι η διχόνοια, που την περιέγραψε σκηπτροφόρο και «δολερή» ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, που την παρομοίασε με αετό κρεμάμενο απειλητικά στον ουρανό ο Ανδρέας Κάλβος και που την είπε «φάγοσσα» και «καταλύτρα των εθνών» ο Κωστής Παλαμάς. Είναι η διχογνωμία, η διχοστασία, η έριδα, η φιλονικία, η ρήξη, η εμφύλια διαμάχη, η αλληλοεξόντωση, το αδελφοκτόνο μίσος, το σύνδρομο του Κάιν, το «προς αλλήλους στασιάζειν».
«Έλληνας ομοφρονέοντας, χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι», έγραψε ο Ηρόδοτος, που θα πει, οι Έλληνες, όταν ομοφρονούν, δύσκολα νικώνται. Στην εκκλησία ακούμε «αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν». Στον Θούριο ο Ρήγας Φεραίος μας καλεί «για την πατρίδα όλοι να' χομεν μια καρδιά», ενώ και ο Αδ. Κοραής, διαισθανόμενος, ίσως, τον επερχόμενο εμφύλιο στην αρχή της Επανάστασης, συμβουλεύει τους Έλληνες «να μη μιμηθείτε τας διχονοίας των προγόνων σας και να συνδεθείτε σφικτά με τον ιερόν δεσμόν της προς αλλήλους αγάπης».
Αλλά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η σοφότερη ίσως μορφή του Αγώνα, θύμα και ο ίδιος της ελληνικής διχόνοιας, στον περίφημο λόγο του στην Πνύκα, διαπιστώνει: «Εις τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Και αν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δυο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμε έως την Κωνσταντινούπολη. Μα εξαιτίας της διχονοίας, έπεσε επάνω μας η Τουρκιά κι εκοντέψαμε να χαθούμε». Παρατηρούμε εδώ ότι ο Γέρος του Μοριά, πάντοτε ακριβολόγος, δεν προσδιορίζει μόνο το πού θα έπρεπε να ήταν σήμερα τα όρια της εθνικής μας επικράτειας, αλλά διατυπώνει προφητικά την ιστορική και εθνολογική αναγκαιότητα και για τους μετέπειτα Βαλκανικούς Πολέμους και για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Εξαιτίας, όμως, της διχαστικής τάσης που μας τυραννά διαχρονικά, το μεν 1821 «εκοντέψαμε να χαθούμε», σύμφωνα με το Γέρο, το δε 1922 (που ευτυχώς δεν έζησε να το δει) χαθήκαμε από τα αγιασμένα χώματα της Μικρασίας.
Μια ακόμα απόδειξη των παραπάνω είναι και τούτο: Το 1862, στην Αθήνα, έδωσαν όρκο συμφιλίωσης οι αντίπαλοι των πολιτικών ομάδων, γι΄ αυτό και η πλατεία όπου συνέβη αυτό το ιστορικό γεγονός μετονομάσθηκε σε πλατεία Ομονοίας. Κι όμως, μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 1863, σκοτώθηκε σε ένοπλη εμφύλια σύρραξη ο γιος του Κανάρη, Αριστείδης, με τον πατέρα του να αναφωνεί: «δεν κατάφεραν οι Τούρκοι να σκοτώσουν έναν Κανάρη και το κατάφεραν οι Έλληνες».
Σε λίγη ώρα θα παρακολουθήσουμε την παρέλαση των μαθητών μας, των συλλόγων μας και των στρατιωτικών μας δυνάμεων. Και στη συμβολική αυτή πράξη εμπεριέχεται η έννοια της ομόνοιας. Στην παρέλαση είμαστε μια ομάδα, με όμοιο βηματισμό, όμοιο ρουχισμό, όμοια στοίχιση που πορευόμαστε ομού, στον ίδιο δρόμο, με ένα κοινό στόχο και με μια κοινή μνήμη. Παρελαύνουμε πάνω στο ιερό χώμα του νησιού μας που είναι ζυμωμένο με τον ιδρώτα των ξωμάχων μας, με την αλισάχνη από τα πηλήκια των ναυτικών μας, με το μελάνι από τις πένες των λογίων μας, με τα δάκρυα των βασανισμένων συμπολιτών μας, με το αίμα των νεομαρτύρων μας. Θα περάσουμε κάτω απ' τα πλατάνια, εκεί που αγρυπνούνοι ψυχές του απαγχονισθέντος μητροπολίτη Πλάτωνος, του διακόνου του, Μακαρίου Γαρρή ή Γέμελλου, των Χίων προκρίτων και όλων όσοι έβαλαν το «εμείς» πάνω απ' το «εγώ». Κι έχουμε χρέος ν' αλαφροπατούμε σε τούτο το χώμα και να το τιμούμε και να το φιλούμε (με γιώτα και με ύψιλον), ακολουθώντας την προσταγή του Γέρου, λίγο πριν πεθάνει: «Να είστε μονοιασμένοι». Κι αυτή η προσταγή είναι ιδιαιτέρως σημαντική, σήμερα, που εορτάζουμε το θεμελιώδες γεγονός της ελευθερίας της πατρίδας μας, αλλά και με πάντα υπαρκτούς γύρω μας, σοβούντες εθνικούς κινδύνους. Και ασφαλώς η συμβουλή για ομόνοια και ομοφροσύνη δεν σημαίνει άρνηση της διαφορετικής άποψης ή κατάργηση της πολυφωνίας, που αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας. Σημαίνει όμως άρνηση της ζηλοφθονίας, της αρχομανίας, της οίησης και της αλαζονείας που διαλύει εκ των έσω κάθε πνεύμα σύζευξης και δημιουργίας. Το μήνυμα λοιπόν της σημερινής ιστορικής ημέρας, εθνικής και θρησκευτικής, είναι ότι οι λαοί -και ανάμεσά τους κι εμείς- οφείλουν να προνοήσουν, να κατανοήσουν και να ομονοήσουν, ώστε να μη χρειάζεται, εκ των υστέρων να παρανοήσουν και ακαίρως να μετανοήσουν.
Θα κλείσω με μια στροφή από το ποίημα του Τάκη Παπατσώνη, με τίτλο «Εθνεγερσία», στην οποία συναιρούνται έξοχα, κατά τη γνώμη μου, όλα τα παραπάνω:
Δεν πρόκειται για τη Δόξα,
αυτή οπωσδήποτε έχει καταμερισθεί˙
δεν πρόκειται ούτε για τη Μέρα,
γιατί συχνά κι αυτή αμφισβητείται˙
δεν πρόκειται για τον τόπο,
γιατί πολλοί τόποι ερίζουσιν.
Αλλ’ ακέραιο μένει κι αδιαίρετο
το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων
(κι ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)
κι η πρόοδός τους με ζήλο πανηγυριού
για το Μαρτύριο, το θελημένο, του πληρώματος.
Με το βλέμμα στραμμένο στο «πλήρωμα του χρόνου», με βαθιά συγκίνηση και αγάπη για την πατρίδα μας, σας ευχαριστώ.
Δέσποινα Γεμέλου
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.