«Ήταν ένας διδάσκαλος του Γένους, με την πατροπαράδοτη έννοια, ένας άνθρωπος που μας μιλούσε με λόγια απλά και βαριά», μας μαρτυρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, «με την ίδια πάντα πειστικότητα για τα περασμένα μας και για τα μελλούμενα, για τον πολιτισμό μας, για τα σχολεία μας, για την πολιτική μας, για τη γεωργία μας». (Ν. Εστία, τεύχος 825 (1961), σελ. 1485).
Την επαγγελματική σταδιοδρομία του ο Κ.Α. την ξεκινά πριν τις πανεπιστημιακές σπουδές του με το διορισμό του, ύστερα από σχετικό διαγωνισμό, στην «Αστική Σχολή» της Χίου για τα έτη 1893‒97. Οι εξαιρετικές επιδόσεις του στη διδασκαλία και ο σεβασμός που ενέπνεε στους μαθητές του συνέτειναν ώστε ο γυμνασιάρχης Γεώργιος Ζολώτας, να τον πείσει να παρουσιασθεί στο διαγωνισμό που προκήρυξε το Κληροδότημα Πρωΐου, να επιτύχει και έτσι να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1898, όπου φοίτησε για ένα χρόνο και είχε την τύχη να παρακολουθήσει τη διδασκαλία των Γ. Χατζιδάκι, Σπ. Λάμπρου και Ν. Πολίτη. Το 1899 πηγαίνει για σπουδές στη Γερμανία όπου έμεινε έως το 1903, παρακολουθώντας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου τα μαθήματα των φιλοσόφων Heigel, Th. Lipps κ.ά. Συνεχίζει για ένα 6μηνο στο Βερολίνο, τα μαθήματα των Marnack, Dielsκ.ά, αλλά στο Μόναχο ευτύχησε να έχει καθηγητή του το σοφό βυζαντινολόγοKarlKrumbacher. «Την εποχή που ακόμη η Βυζαντινολογία, παραγνωρισμένη, μάχεται να βρει τόπο να σταθεί, να δικαιώσει την ύπαρξη της και να διαμορφώσει την προσωπικότητα της την επιστημονική».
Πανεπιστημιακή διαδρομή με αφετηρία τα τοπωνύμια
Η συνεργασία με τον καθηγητήKrumbacher τον οδηγεί ώστε να καταλήξει η Βυζαντινή και Σύγχρονη Ελλάδα να γίνει ο χώρος της επιστημονικής ερευνάς του και με τη διδακτορική του διατριβή: «DieSuffixederneugriechis‒chenOrtsnamen» («Οι καταλήξεις των νεοελληνικών τοπωνυμιών») να εγκαινιάσει την επιστημονική εποχή της ελληνικής Ονοματολογίας. Πρόκειται για την πρώτη ονοματολογική διδακτορική διατριβή Έλληνα επιστήμονα, την οποία ο καθηγητής KarlDieterich χαρακτήρισε «υποχρεωτική αφετηρίαν δι’ ευρυτέρας σπουδάς εις τον τομέα των τοπωνυμιών». Το ενδιαφέρον του Κ.Α. για τα ονοματολογικά δεν παύει ποτέ και αυτό φαίνεται τόσο από τη μελέτη των δημοσιεύσεων του, όσο και από «τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις (όπου) τόνιζε σε κάθε ευκαιρία, την σπουδαιότητα την επιστημονική και εθνική της ονοματολογικής έρευνας». Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1904, αφού πρώτα περνά μερικούς μήνες στην Ιταλία μελετώντας τις πηγές της χιακής Ιστορίας. Από το 1904 μέχρι το 1911 υπηρετεί ως καθηγητής στο γυμνάσιο της υπόδουλης ακόμη Χίου, ενώ ταυτόχρονα είναι εκδότης της περιοδικής έκδοσης «Χιακά Χρονικά» που εκδιδόταν μέχρι το 1926. Το 1911 προάγεται στο βαθμό του γυμνασιάρχη και με αυτή την ιδιότητα υπηρετεί ως διευθυντής του Παγκύπριου Γυμνασίου και Διδασκαλείου Λευκωσίας στην Κύπρο. Το έργο που προσέφερε εκεί ήταν μεγάλης εθνικής σημασίας διότι κατάφερε να βάλει τέλος σε ένα φαινόμενο που ανά τους αιώνες ταλανίζει τον Ελληνισμό, στο διχασμό της Κύπρου. Γράφει σχετικά ο πρέσβης Νίκος Κρανιδιώτης: «Η Κύπρος έβγαινε τότε από ένα μακρόν εσωτερικό σπαραγμό, οι συνέπειες του οποίου ήσαν καταφανείς, σε όλες τις εκδηλώσεις του κοινωνικού και πολιτικού βίου. Η μακρά αντιδικία για τη θέση του χηρεύοντος Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, ανάμεσα στους δύο Κύπριους ιεράρχες, τον Κύριλλο ΤΟΝ ΑΠΟ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ και τον Κύριλλο ΤΟΝ ΑΠΟ ΚΙΤΙΟΥ, είχε δημιουργήσει βαθύτατο διχασμό και ατμόσφαιρα έντονων εκρηκτικών παθών, σε ολόκληρη την Κύπρο. Αποτέλεσμα της αντιθέσεως αυτής ήταν να διασπασθούν όλα σχεδόν τα κοινωφελή, τα εκπαιδευτικά, τα πνευματικά και τα άλλα ιδρύματα του νησιού σε δύο: Κιτιακά και Σειρηνιακά. Οι συνέπειες του διχασμού αυτού, ήταν καταστρεπτικές».
Ο συμφιλιωτής της Εκκλησίας της Κύπρου
«Όπως ήταν αναμενόμενο ο Άμαντος», συνεχίζει ο Πρέσβης, «με πολλή σκληρή δουλειά, καταφέρνει ώστε να πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά επί της γυμνασιαρχίας του η ενότητα του Παγκυπρίου Γυμνασίου, η συμφιλίωση των αντιμαχομένων παρατάξεων και η οργάνωση του εθνικού, πολιτικού και κοινωνικού βίου των Κυπρίων επί ενιαίας βάσεως». (Μ. Κρανιδιώτης, Ν.ΕΣΤΙΑ, τευχ. 825, σελ. 1484). Το 1912, ύστερα από πρόσκληση που του απηύθυνε ο αρχιεπίσκοπος του Σινά Πορφύριος Β', πηγαίνει στο Κάιρο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αμπετείου Σχολής, η οποία ανήκει στη δικαιοδοσία της Μονής. Το 1914 προσλαμβάνεται ως συντάκτης του «Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης» του οποίου αργότερα, αναλαμβάνει τη διεύθυνση. Το 1925 εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μέσω των παραδόσεων του διατυπώνει τη θέση ότι ο Ελληνισμός είναι ενιαίος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μέσω του Βυζαντίου.
Το Βυζάντιο ως σύνδεσμος του αρχαίου με το σύγχρονο Ελληνισμό
Η βυζαντινή Ιστορία εξετάζεται και προβάλλεται από κάθε άποψη πολιτειακή, κοινωνική, πολιτική και πνευματική, για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Η διατήρησις του Βυζαντίου οφείλεται εις την μεγάλην πλειοψηφίαν των κατοίκων του, η οποία ήτο ελληνική με υπεροχήν πνευματικήν και απείρους οικονομικός δυνατότητας. Αν υποθέσωμεν ότι η πλειοψηφία των κατοίκων ήτο σλαβική με την μονομερή οικονομίαν των Σλάβων ποιμένων και γεωργών, δεν θα ήτο δυνατόν να διατηρηθή το Βυζάντιον, το οποίον εχρειάζετο τεράστια οικονομικά μέσα διά τους πολέμους κατά των βαρβάρων, διά την εξαγοράν ολοκλήρων λαών, διά την φρούρησιν των συνόρων υπό ωρισμένων φυλούν. Χωρίς λοιπόν την οικονομικήν των Ελλήνων δεν εννοείται η μακροβιότης του Βυζαντίου, αλλ' ούτε η εκπολιτιστική του μακροβιότης. Πράγματι ποιος άλλος λαός πλην των Ελλήνων θα ικανότης να συνέχιση τα ελληνικά Γράμματα, να ηδύνατο την ενεργήση από της θύραθεν σοφίας εις την μετάβασιν, (...) να μετάβασιν κι άλλους λαούς και να τους κράτηση εις την Χριστιανικήν;..».
Κατοχή στη Χίο
Την περίοδο της Κατοχής, την περνά στη Χίο, όπου ο τότε δήμαρχος, Ανδρέας Λαιμός, θυμάται: «Στις πρώτες μέρες της Κατοχής εστάθηκε στο πλευρό μου .... Ενθυμούμαι μίαν συγκέντρωσίν μας στο Μητροπολιτικόν Μέγαρον της Χίου ... με τον Γερμανόν Διοικητήν της Κατοχής και αξιωματούχους του. Τους μίλησε γερμανικά με μειλιχιότητα και θάρρος ότι «ήτο λάθος των Γερμανών ότι εισέβαλον στην Ελλάδα και ότι ενώ δεν επρόκειτο να κερδίσουν τίποτε πολεμικώς, θα εζημιώνοντο ηθικώς» και ενθυμούμαι παρά ταύτα πόσον οι Γερμανοί το εσεβάσθησαν και το εξετίμησαν αυτό». Τον Ιανουάριο του 1945, ο Ν. Πλαστήρας σχηματίζει κυβέρνηση προσωπικοτήτων τοποθετώντας τον Άμαντο στο υπουργείο Παιδείας. Πρώτη φροντίδα του είναι να ξεκινήσει πάλι η σταματημένη από την ξενική Κατοχή σχολική εργασία, πώς θα άνοιγαν τα σχολεία της χώρας μας. Ασχολείται ακόμη και αναζητά λύσεις για ζητήματα υποτροφιών, επαγγελματικών σχολείων ή βιβλιοθηκών. Εργαζόμενος μέχρι τα βαθιά γεράματά του, ο θάνατος ήρθε μετά από ολιγοήμερη αρρώστια, στην Αθήνα, το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1960. Η κηδεία του τελείται δημοσία δαπάνη.
Πηγές:
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.