Η γνώμη του Γιάννη Ψυχάρη για την Πόλη και τους κατοίκους της, τους Ρωμιούς για την ακρίβεια, μόνο κολακευτική δεν είναι. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τους αφορισμούς που διατυπώνει ο Χιακής καταγωγής, πρωτοστάτης του Δημοτικισμού, μεταξύ άλλων, στον πρόλογο του κορυφαίου έργου του «Το Ταξείδι μου», αποσπάσματα του οποίου μεταφέρονται, με την εκφορά του λόγου και την ορθογραφία του μεγάλου δημιουργού:
….Ό,τι κι αν είπα, ό,τι κι αν έγραψα, όσα παραμύθια κι αν αράδιασα, τώρα που σας μιλούσα για δάκρυα, βάσανα, πίκρες και νυχτερνούς περίπατους, όλα, όλα τα παίρνω πίσω· κάλλια χίλιες νυχτιές σαν και κείνηνε που πέρασα στο Παρίσι, παρά την πρώτη νύχτα που πλάγιασα στην Πόλη! Τέτοιο πράμα δεν το ’παθα ποτές. … … Όχι! Άλλα ήτανε τα δικά μου τα βάσανα. Θα σας το μαρτυρήσουνε όσοι με γνωρίσανε τότες, όσοι με τα μάτια τους είδανε το χάλι που είχα το πρωί, την ώρα που σηκώθηκα. Έμοιαζα πεθαμένος· είχα χλωμιάσει, ασπρίσει, λιγνέψει και κονταίνει. Όλα τα ’φταιγε η φοβερή αγρυπνία της νύχτας εκείνης. Του κάκου, πέφτοντας στο κρεβάτι, προσπαθούσα να κοιμηθώ. Ώσπου να χαράξει, δεν μπόρεσα μάτι να σφαλίξω. Ένοιωθα τέτοιο βάρος στο στήθος μου, που νόμιζα πως σήκωνα βουνό. Η μάβρη πλάκα δεν είναι τόσο βαριά. Κοβότανε η αναπνοή μου, κρύος ίδρος με περέχυνε, το στομάχι μου ανεβοκατέβαινε σαν τη θάλασσα, και κόντεβε ν’ αγγίξει τη ράχη μου· το κεφάλι μου φωτιά! Ανακατώθηκα, με συμπάθειο, κι όλη τη νύχτα, πήγα να βγάλω τ’ άντερά μου. Δεν είχα πια και δύναμη να ξαναπέσω· κειτόμουνε κατά γης αφανισμένος και σπασμένος. Ψυχομαχούσα….
Καθόντανε οι μιναρέδες στην ψυχή μου …Το πρωί φέρανε το γιατρό κι άδικα τονέ φέρανε. Ο γιατρός δεν μπορούσε τίποτα να μου κάμει. Είπε πως είχα λίγη ζάλη, πως ήμουνε κουρασμένος από το ταξίδι κι άλλα τέτοια. Εγώ το ξέρω τι είχα. Χωρίς να μου το ξηγήσει ο γιατρός, ένοιωσα μέσα μου τι γινότανε, άμα πάτησα της πατρίδας το χώμα, άμα είδανε τα μάτια μου Τουρκιά. Καθόντανε οι μιναρέδες στην ψυχή μου· αδύνατο να τους χωνέψω. Οι μιναρέδες είναι που όλη τη νύχτα μου πλακώνανε το στομάχι. Ανάθεμάν της εκείνη την κόκκινη τη σημαία με το μισοφέγγαρο στη μέση, που ίσια-ίσια αντίκρυ στα παράθυρα της κάμερής μου ήτανε ανεβασμένη αψηλά απάνω στον Κουλά. Μου έτρωγε το συκώτι, το αίμα μου ρουφούσε. Αχ! τα καταραμένα τα φέσια! Μου σκάνανε τη χολή. Παλάτια, τζαμιά, τουρμπέδες, τίποτις απ’ αφτά να μη διω! Το αίμα μου βράζει· τετρακόσιω χρονώ μίσος μου πνίγει την καρδιά! Δώστε μου, φέρτε μου ό,τι κι αν είναι, ότι κι αν τύχει· κάτι πρέπει να σπάσω. Δε θέλω, δεν μπορώ Τούρκο να διω, δε θέλω Τούρκος κοντά μου να βρεθεί, από μακριά δε θέλω Τούρκο να μυρίσω, δε θέλω να ξέρω πως είναι Τούρκοι στον κόσμο, Τούρκο δε θέλω ν’ ακούσω… …Το πρωί, που βγήκα να σεργιανίσω την Πόλη, απάντησα παντού στους δρόμους πρόσωπα γελαστά και χαρούμενους αθρώπους. Με χαιρετούσε ο ένας κι ο άλλος. — «Καλώς τον είδαμε!» και «Τι χαμπάρια;» — «Πώς τα πάμε δα στο Παρίσι;» — «Έβγε σου, που δεν ξέχασες την πατρίδα!» — «Έλα, να σε τρατάρω ένα καφεδάκι.» — «Καλέ, διέστε που μας άφησε μωρό και μας γύρισε λεβέντης!» κι άλλα τέτοια πολλά που, να πω την αλήθεια, μ’ άρεζε να τ’ ακούω.
… Τσακιστήκανε οι Τούρκοι ….Για την ώρα προσμένει ήσυχα ο Πολίτης, μοναχός του να πέσει ο αφέντης του. Ξέρει πως ο Ρωμιός, και μόνο ο Ρωμιός, πάντα στον τόπο του θα μείνει και πως ποτέ του από την Πόλη του δε θα το κουνήσει. Αφτό του φτάνει. — «Παραφέντη, μου έλεγε ένας γέρος καϊξής που με πήγαινε κάθε μέρα στο Φανάρι, πολύ τσακιστήκανε οι Τούρκοι.» — «Παιδάκι μου, του λέω γω, με τον καιρό ακόμη πιότερο θα τσακιστούνε· καμιά μέρα τόσο τσακισμένους θα τους διεις, που θα τους πετάξουνε κιόλας στη θάλασσα. Μα τι κατάλαβες εσύ; Βασιλιά δε θα σε βάλουνε σένα — μήτε μένα. Θα σου έρθει άλλος νοικοκύρης.» — «Παραφέντη μου, μη σε μέλει· θα τσακιστεί κι αφτός!» ….Το εμπόριο το βαστούνε στο χέρι· έχουνε τη μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου, τον παρά. Καλλιεργούνε και τα γράμματα· μαθαίνουνε κάπου κάπου δυο τρία ελληνικά· χαίρουνται και καμαρώνουνε, γιατί νομίζουνε πως τα ξέρουνε. Αγαπούνε τη μάθηση· χτίζουνε σωρό σκολειά· τα θέλουνε πλούσια και καλά. Ξοδέβουνε παράδες αμέτρητους για να χτίσουνε τέσσερα όπου ένα φτάνει. Ο πιο φτωχός κάτι θα βγάλει να δώσει και κείνος…. …Οι καλοί μας οι Πολίτες έτσι κυβερνιούνται, έτσι ζουν, έτσι πεθαίνουνε. Κάπου κάπου σου λένε· — «Η ανάπτυξις των γραμμάτων υπήρξε το μέγιστον αίτιον της αναγεννήσεως της Ελλάδος» ή «τα σχολεία, η εκπαίδευσις τρέφουσιν ακαταπαύστως τον πατριωτισμόν» κι άλλα τέτοια πολλά, κι άλλοι τα λένε αλλού, και θα τα λένε ακόμη χρόνια. Και σ’ αφτό έχουνε άδικο οι καλοί μας οι Πολίτες και κακά το λένε. Το σκολειό όχι μόνο δε θρέφει τον πατριωτισμό, μα και τον ξολοθρέφει· κόντεψε και τον έφαγε όλονε. Όλους τους παράδες τους άρπαξε το σκολειό· δεν άφησε μισό παρά μήτε για το στρατό μήτε για το ναφτικό. Αντίς άρματα, βιβλία· αντίς στρατιώτες, δασκάλοι. Για τούτο κι οι Πολίτες κάθουνται και διαβάζουνε κι έχουνε από πάνω από το κεφάλι τους τον Τούρκο. Όποιος μάθει γράμματα, τουφέκι πια δεν πιάνει. Στην Επανάσταση ήτανε αγράμματος ο κόσμος, μα ήτανε αγράμματο λιοντάρι. Ο Τούρκος, όταν πήρε την Πόλη, με τη σοφία του δεν την πήρε. Σοφοί ήτανε οι Βυζαντινοί. Τώρα που ξέρει πιότερα ο Ρωμιός, σκούριασε το σπαθί· η πέννα βασιλέβει.
Τόσες δοτικές δε χρειάζουνται. Στα 1821, έφτανε να ’χει ακουστά ο στρατιώτης πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μεγάλο έθνος στον κόσμο, πως ήταν έθνος λέφτερο, πως το λέγαν Ελλάδα, πως οι Έλληνες δα αφτοί ήτανε προγόνοι μας και πως καταντήσανε τώρα σκλάβοι του Τούρκου. Με τους απαρεφάτους δεν πήγαμε ομπρός, πήγαμε πίσω….
Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2013/07/21/taksidi/
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.