Ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της Ελλάδας του 19ου αιώνα, καυστικός και οξυδερκής, ο Εμμανουήλ Ροΐδης έχει διατυπώσει σκέψεις, θέσεις και αποφθέγματα που ταράζουν την ελληνική κοινωνία της εποχής του, προκαλώντας αντιδράσεις και συζητήσεις που παραμένουν ενεργές έως και σήμερα.
Το κορυφαίο έργο του, η περιβόητη «Πάπισσα Ιωάννα» στηλιτεύει τα κακώς κείμενα στους κόλπους της Εκκλησίας, τόσο της Δυτικής όσο και της Ανατολικής, γεγονός που επισείει τον αφορισμό του έργου, όπως και του ιδίου, από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος.
Ιστορικά έχουν μείνει τα αποφθέγματά του, ανάμεσά τους και τα περίφημα: «έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας» και το «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».
Συγγραφέας από παιδί
Ο Ροΐδης γεννιέται στις 28 Ιουλίου του 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου, ως γόνος εύπορης αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Χίο. Μητέρα του είναι η Κορνηλία Ροδοκανάκη. Το 1841 ο πατέρας του, Δημήτριος Ροΐδης, διορίζεται διευθυντής μεγάλου εμπορικού οίκου και, στη συνέχεια, αναλαμβάνει τη θέση του γενικού πρόξενου της Ελλάδας στη Γένοβα, όπου η φιλελεύθερη γενοβέζικη επανάσταση του 1848-49 σημαδεύει τον νεαρό Ροΐδη αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς.
Το 1849 η οικογένεια επιστρέφει στην Σύρο, όπου ο Εμμανουήλ εγγράφεται και φοιτά στο ελληνοαμερικανικό λύκειο του Χ. Ευαγγελίδη. Τότε ξεκινά και η ενασχόλησή του με τη συγγραφή – ενώ την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον μετέπειτα λόγιο, ποιητή και πεζογράφο Δημήτριο Βικέλα, με τον οποίο ως μαθητές εκδίδουν το χειρόγραφο περιοδικό Μέλισσα.
Το 1855 ξεκινά σπουδές Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στο Βερολίνο, τις οποίες όμως διακόπτει μετά από 2 χρόνια. Ασχολείται με το εμπόριο και ταξιδεύει στην ηπειρωτική Ευρώπη, τις Παραδουνάβιες περιοχές και την Αίγυπτο. Διαμένει στη Ρουμανία με την οικογένειά του έως το 1862, χωρίς να πάψει όμως να επισκέπτεται την Αθήνα τακτικά. Το 1860 δημοσιεύει το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου (Chateaubriand Itineraire), ενώ δυο χρόνια αργότερα μετακομίζει πλέον στην Αθήνα και αφοσιώνεται στη συγγραφή.
Το κορυφαίο του έργο «Πάπισσα Ιωάννα»
Το 1866 εκδίδει την «Πάπισσα Ιωάννα», ένα μυθιστόρημα με ιστορική βάση, που όμως περισσότερο μοιάζει με ιστορική μελέτη, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί επιστημονικά η τεκμηρίωσή της. Ο Ροΐδης έχει ακούσει την ιστορία της Ιωάννας όταν ήταν ακόμα παιδί στη Γένοβα και εντυπωσιάζεται βαθιά. Το έργο κορυφώνεται κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης λιτανείας όταν το έκπληκτο πλήθος βλέπει τον σεβαστό Πάπα Ιωάννη τον Η΄, να γεννά «άωρον και ημιθανές βρέφος»και να πεθαίνει υπό την οργή «του μαινόμενου όχλου, λακτοπατούντος, καταπτύοντος και ζητούντος να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον».
Το έργο εμφανώς στηλιτεύει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη, κάτι που προκαλεί την έντονη αντίδραση των κληρικών. Στις επιθέσεις εναντίον του Ροΐδη, του «αντικληριτιστού», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, πρωτοστατεί αρχικά ο κληρικός Μακάριος ο Καρυστίας και αργότερα εμπλέκεται και η Ιερά Σύνοδος που με εγκύκλιό της αναθεματίζει το συγγραφέα και το έργο ως «κακόηθες και βλάσφημον», ζητώντας την παρέμβαση του κράτους για την απαγόρευση κυκλοφορίας του βιβλίου, κάτι που τελικά ευτυχώς δεν έγινε.
Παρά ταύτα το μυθιστόρημα αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο πρωτοποριακά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας, όχι μόνο χάρη στο επιμελημένο ύφος αλλά και της αντιρομαντικής διάθεσης, ώστε να θεωρηθεί πρόδρομος της στροφής της ελληνικής πεζογραφίας προς τον ρεαλισμό.
Οι σκωπτικές τοποθετήσεις του δημιουργού
Στον αφορισμό του έργου ο συγγραφέας απαντά αρχικά χιουμοριστικά: «ο κύριος εισαγγελεύς ουδ' απάντησιν έδωκεν, και οι δικασταί απεκρίθησαν γελώντες ότι αφού το βιβλίον είναι αφορισμένον, δεν δύνανται να το αναγνώσουσιν δια να το δικάσωσιν...»!!! Με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» και με υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου», αναδεικνύεται το οξύ πνεύμα, η ευφυΐα, αλλά και η ετοιμότητα της σκέψης του. Στα επόμενα χρόνια δημοσιεύει πολιτικά και φιλολογικά κείμενα, συνεργάζεται με τις γαλλόφωνες εφημερίδες «LaGrèce»
και «Independance Hellenique», ενώ το 1870 γίνεται διευθυντής της «LaGrèce». Το 1873, στην κρίση των «Λαυρεωτικών», χάνει σχεδόν όλη του την περιουσία, αφού είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής, και πλέον ζει, με δυσκολίες, από την πένα του. Το 1875-1877 εκδίδει με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο περιοδικό, χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, «Ασμοδαίος», μέσα από το οποίο σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας. Καυτηριάζει τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως τη πολιτική του Χαριλάου Τρικούπη. Με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», το 1877, ξεκινά η διαμάχη του με τον πολιτικό και λογοτέχνη Άγγελο Βλάχο σχετικά με την ποιητική δημιουργία υπό την επίδραση του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος. Το 1885 , μετά από σοβαρό ατύχημα όταν τον χτυπά μια άμαξα, σπάει το σαγόνι του, ώστε να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες, ενώ το 1890 χάνει την ακοή του οριστικά, αφού αντιμετώπιζε πρόβλημα βαρηκοΐας από τα νιάτα του. Πεθαίνει στην Αθήνα, από καρδιακή προσβολή, στις 7 Ιανουαρίου 1904.
Πηγή: https://tvxs.gr/news/
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.