Κατέβηκε, που λες, ο Μωυσής από το όρος καταχαρούμενος, ύστερα από σαράντα μέρες νηστείας και προσευχής-ο αλαφροΐσκιωτος - κρατώντας τις πλάκες που ξετρύπωσε μέσα στην καιόμενη βάτο, πάνω στις οποίες ο Θεός είχε σμιλέψει-αισιόδοξα οραματιστής κι αυτός- τις δέκα εντολές.
Σχεδίαζε σ’ όλο το δρόμο- ο αιθεροβάμων- το πώς θα δασκαλέψει τον λαό που είχε πάρει στο λαιμό του , τον ξεσήκωσε από την σκλαβιά και τον τραβολογούσε στις ερημιές τάζοντάς του πως θα τον κάνει πάλι περιούσιο και κύριο του κράτους του γενάρχη Αβραάμ, για να τις πιστέψει και να τις εφαρμόσει.
Κι όπως ήταν κι εξαντλημένος από την πείνα, κουρασμένος από τον ποδαρόδρομο κι ολοκληρωτικά δοσμένος στα οράματά του- ο ονειροπαρμένος- τι να δει μπαίνοντας στην κατασκήνωση των συμπατριωτών του, εκείνων που αχαλίνωτοι κι ανεξέλεγκτοι είχαν ξαναπέσει στις παλιές τους συνήθειες τις ανεμελιάς, της εύκολης ζωής και της απροβλημάτιστων αποφάσεων...;
Ναααααααα μια τεράστια χρυσή αγελάδα στο κέντρο, είδε και γύρω της πλήθος λαού να γονατίζει, να προσεύχεται και να παρακαλεί την βοήθεια του απαστράπτοντος ειδώλου που κάποιοι επιτήδειοι αντίπαλοι του- όσο αυτός παράδερνε στα όρη στο να πείσει τον Θεό να κάτσει και να γράψει, επιτέλους, δέκα αράδες- τους είπαν πως θα τους οδηγήσει στην πραγματοποίηση του στόχου της ατέρμονης πορείας και της ταλαιπωρίας της προσφυγιάς που τους είχε μπλέξειαυτός.
-Βρε μωρόπιστοι...» αναφώνησε αγαναχτισμένος με την οργή του Θεού να ξεχειλίζει από τα μάτια και το στόμα του, «... βρε ασυνείδητοι, βρε αχάριστοι, βρε ανάξιοι της χάρης του μοναδικού Θεού των προγόνων μας, βρε αδιόρθωτοι που τόσα χρόνια πορείας που περάσαμε μαζί και τόση κατήχηση, δεν πρόφτασα να γυρίσω την πλάτη μου και στην ευκολία σας πάλι ξαναγυρίσατε, στους θεούς που σας μοιάζουν ξαναπιστέψατε και άξιοι της κατάντιας σας είστε και θα μείνετε εσαεί, δούλοι της καλοπέρασης, της κατανάλωσης και της εικονικής πραγματικότητας, αυτήν που σας βγάζει από τα πραγματικά σας προβλήματα και τις ανάγκες θα προσκυνάτε κι οι λαοπλάνοι με ταξίματα κι ευχολόγια θα σας παρασύρουν και θα ρουφούν την ζωή και τις δυνατότητές σας εις τους αιώνες των αιώνων... Καμιά θυσία δεν σας αξίζει, αφού πρόβατα γεννηθήκατε και σαν πρόβατα θα πηγαίνετε οικιοθελώς να σκύβετε στην ακονισμένη μάχαιρα του κάθε μακελάρη των λαών εις το διηνεκές ...
Και δίνει μια κι αμολάει τις πέτρες με τις εντολές του Θεού και τις κάνει χίλια κομμάτια...
Κι ύστερα, ανοίγει και το σακούλι που κουβαλούσε στη πλάτη του –είχε βλέπεις και τις εφεδρείες του, γιατί σαν αρχηγός που ήταν είχε μελετήσει καλά την ποιότητα του λαού του κι είχε και τα plans b΄ του έτοιμα, και βγάζει και τους μοιράζει την πιο εξελιγμένη έκδοση των smart phones που είχε προνοήσει κι είχε διαφημίσει στα media της ερήμου πριν την αναχώρησή του και τους αφήνει να ψάχνουν απαξάπαντες και μανιωδώς για Pokémon, τέτοιοι που ήταν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Δώσε στο κοπάδι κουτόχορτο και στον λαό παιχνίδια, τζόγο και ταξίματα, για να έχεις την εύνοια και τη ψήφο του - κι από τα δεκαέξι μάλιστα - κι εσύ... με τον Θεό ξέρεις πάντα πού και πως θα συνεννοηθείς...
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.