Στις 15 Ιουλίου του 1974, η στρατιωτική χούντα του Ιωαννίδη αποφασίζει να καταλύσει τη δημοκρατία του ανεξάρτητου μέχρι τότε κυπριακού κράτους και να ανατρέψει τον εκλεγμένο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄. Δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου σε συνεργασία με μερίδα στελεχών της ΕΟΚΑ Β΄, υπό την καθοδήγηση του Ελλαδίτη Αντισυνταγματάρχη Καταδρομών Κωνσταντίνου Κομπόκη, καταλαμβάνουν αιφνιδιαστικά το Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, φυγαδεύτηκε από τη Λευκωσία στην Πάφο και έπειτα μέσω Μάλτας και Λονδίνου διέφυγε στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. Η στρατιωτική χούντα του Ιωαννίδη τοποθετεί Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Νίκο Σαμψών, ο οποίος σπεύδει να ανακηρύξει την “Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου”. Η κίνηση αυτή αν και στόχευε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αποτέλεσε διπλωματικά το ολέθριο σφάλμα που οδήγησε στην τραγική έκβαση του κυπριακού ζητήματος όπως το γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 19 Ιουλίου του 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε στη Νέα Υόρκη, καταγγέλλει τη χούντα των Αθηνών για εισβολή στην Κύπρο ζητώντας άμεση επέμβαση από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Εγγυήτριες δυνάμεις της Κύπρου ωστόσο ήταν η Ελλάδα, η Αγγλία και η Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο η Αγγλία ως εγγυήτρια δύναμη της Κύπρου αλλά και οι Η.Π.Α βρίσκουν την ευκαιρία να προβούν στο τελικό τους σχέδιο για τη διχοτόμηση της Κύπρου, οπλίζοντας με την ανοχή τους την πρόθυμη Τουρκία που επί δεκαετίες περίμενε καρτερικά την ευκαιρία της στρατιωτικής επέμβασης στη Μεγαλόνησο. Η πόλωση μεταξύ Ιωαννίδη και Μακάριου σε συνδυασμό με τους λάθος διπλωματικούς τους χειρισμούς, ήταν οι βασικοί παράγοντες που επέτρεψαν στους Τούρκους να παρουσιάσουν τη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο ως ειρηνευτική επιχείρηση που στόχευε στην αποκατάσταση της ειρήνης και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων.
Η Τουρκία παρακολουθώντας τις εξελίξεις εκείνων των ημερών, παρά τις παραινέσεις Αμερικανών διπλωματών να μην επέμβει στρατιωτικά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τότε πρωθυπουργού της Μπουλέντ Ετζεβίτ, παραμένει αδιάλλακτη και προετοιμάζεται πυρετωδώς για στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο συγκεντρώνοντας ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο λιμάνι της Μερσίνης. Παρόλο που διάφοροι διπλωματικοί κύκλοι των Η.Π.Α προειδοποιούν τον δικτάτορα Ιωαννίδη ότι επίκειται απόβαση του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, ο Ιωαννίδης δείχνει σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί και πιστεύει πως πρόκειται για μπλόφα. Ακόμα και τη στιγμή που το BBC δημοσίευε ρεπορτάζ με οπτικό υλικό του τουρκικού στόλου να αναχωρεί από το λιμάνι της Μερσίνης, ο Ιωαννίδης έδειχνε να είναι καθησυχαστικός προς το στρατιωτικό επιτελείο του λέγοντας πως οι Τούρκοι κάνουν απλά μία άσκηση και δεν θα τολμήσουν να αποβιβαστούν στην Κύπρο.
Τελικά, το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου του 1974, ο αποβατικός στόλος της Τουρκίας θα προσεγγίσει την Κύπρο και τουρκικά στρατεύματα με βαρύ οπλισμό και τεθωρακισμένα θα αποβιβαστούν ανενόχλητα στην ακτή Πέντε Μίλι, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Κερύνεια, καθώς οι οδηγίες που είχαν δοθεί στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν να μην ανοίξουν πυρ. Όταν δόθηκε καθυστερημένα η εντολή εμπλοκής με τους Τούρκους εισβολείς, η Εθνική Φρουρά της Κύπρου και οι λιγοστές δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ έδωσαν γενναίες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Κερύνειας δυσκολεύοντας την προέλαση των Τούρκων και προσπαθώντας παράλληλα να κερδίσουν χρόνο, ώστε να έρθει στρατιωτική βοήθεια από την Ελλάδα. Τις κρίσιμες εκείνες ώρες, το ελληνικό σχέδιο “Κ” για την υπεράσπιση της Κύπρου που προέβλεπε την αποστολή δύο υποβρυχίων και τη χρήση των είκοσι περίπου υπερσύγχρονων για την εποχή τους αεροσκαφών Phantom, ακυρώνεται για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους. Άλλωστε, οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας τη δεδομένη στιγμή θα σήμαινε άμεσο γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο, κάτι που δεν επιθυμούσε το καθεστώς Ιωαννίδη αλλά ούτε και οι μεγάλες δυνάμεις.
Η 20η Ιουλίου είναι η μέρα όπου η χούντα των Αθηνών θα καταλάβει με τον πιο σκληρό τρόπο ότι η Κύπρος μπορεί να χαθεί εξ αιτίας των χειρισμών της. Ένα γενικό κλίμα πανικού και ασυνεννοησίας χαρακτηρίζει εκείνες τις ώρες τις αποφάσεις της τότε στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία αποφασίζει με καθυστέρηση να στείλει στρατιωτική βοήθεια στην Κύπρο. Αρχικά, την ίδια ημέρα σχεδιάζεται επιχείρηση από το Πεντάγωνο, η οποία προέβλεπε τη μεταφορά της Β΄ Μοίρας Καταδρομών από τη Θεσσαλονίκη στη Λευκωσία μέσω αεροπλάνων της Ολυμπιακής. Η επιχείρηση αυτή ωστόσο δεν επιτεύχθηκε ποτέ καθώς όταν τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής με τους καταδρομείς προσγειώθηκαν στη Σούδα της Κρήτης για ανεφοδιασμό, οι πιλότοι άρχισαν να αναφέρουν ο ένας μετά τον άλλο τεχνικά προβλήματα, εγείροντας έτσι υποψίες ότι οι αρχηγοί των τριών όπλων υπονομεύουν τη στρατιωτική βοήθεια στην Κύπρο και ότι ακολουθούν οδηγίες όχι από τον Ιωαννίδη αλλά από εξωτερικούς διπλωματικούς κύκλους.
Τελικά, ο στενός συνεργάτης του Ιωαννίδη και Διοικητής Καταδρομών Αλέξανδρος Γιάννακας, μετά από αυτή την πρώτη αποτυχία, οργανώνει εκ νέου δεύτερη επιχείρηση το απόγευμα της 21ης Ιουλίου. Καλεί τηλεφωνικά τον διοικητή της Α΄ Μοίρας Καταδρομών στο Μάλεμε της Κρήτης, Ταγματάρχη Γεώργιο Παπαμελετίου και κωδικοποιημένα του ανακοινώνει προφορικά την αποστολή του χωρίς την οποιαδήποτε παροχή εγγράφου ή σχεδίου καθώς η επιχείρηση δεν έπρεπε ποτέ να καταγραφεί επισήμως. Σύμφωνα με την αποστολή, η Α΄ Μοίρα Καταδρομών, θα έπρεπε να πάρει οπλισμό, να μεταβεί από το Μάλεμε στο αεροδρόμιο της Σούδας Χανίων και από εκεί με στρατιωτικά μεταγωγικά αεροπλάνα τύπου Noratlas να μεταφερθεί στην Κύπρο. Σύμφωνα με τη διαταγή, τα Noratlas με τους καταδρομείς θα έπρεπε να απογειωθούν από την Κρήτη το αργότερο μέχρι της 23:59 της 21ης Ιουλίου και αυτό διότι όπως υπολογιζόταν χρειαζόντουσαν περίπου τρεις ώρες μέχρι να ξεφορτώσουν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας και άλλες τρεις ώρες μέχρι να γυρίσουν στην Κρήτη. Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία της αποστολής καθώς τα μεταγωγικά αεροπλάνα με το φως της αυγής θα αναγνωρίζονταν και θα καταρρίπτονταν από τα τουρκικά μαχητικά όντας απροστάτευτα. Επιπλέον, θα αποκαλυπτόταν η άμεση στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Εντύπωση προκαλούν δε τα λόγια του Γιάννακα προς τον Παπαμελετίου στην τηλεφωνική τους επικοινωνία. «Μην πάρεις πολλά μαζί σου, ούτε βαρύ οπλισμό, όλα θα έχουν τελειώσει μέχρι τις 10:00 το πρωί, μακάριοι οι κρατούντες» του ανέφερε, εγείροντας έτσι ερωτήματα στο σήμερα για το πώς άραγε γνώριζε την έκβαση των εξελίξεων; Από πού είχε αυτή την πληροφόρηση; Είχε γίνει κάποια συμφωνία κάτω από το τραπέζι για το διαμοιρασμό των εδαφών της Κύπρου και αν ναι ποιος την είχε κάνει;
Περί ώρα 20:00 της 21ης Ιουλίου, 318 καταδρομείς αναχωρούν με ενθουσιασμό και τραγούδια από το Μάλεμε και μεταφέρονται στο αεροδρόμιο της Σούδας Χανίων. Συγκινητικές στιγμές που θυμίζουν το έπος του 1940 εκδηλώνονται κατά μήκος της διαδρομής, όπου ο κόσμος της Κρήτης αποχαιρετά τους γενναίους καταδρομείς καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται να πάνε στην πρώτη γραμμή. Παρόλα αυτά οι καταδρομείς δεν γνωρίζουν μέχρι εκείνη τη στιγμή που πρόκειται να σταλούν. Μάλιστα πίστευαν ότι θα αναπτυχθούν σε κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου όπως προέβλεπαν άλλωστε τα επιχειρησιακά σχέδια της μονάδας τους. Περί ώρα 22:40 και ενώ οι καταδρομείς έχουν καταφτάσει στο αεροδρόμιο της Σούδας, ξεκινάνε την επιβίβασή τους στα μεταγωγικά αεροπλάνα που τους περίμεναν στον αεροδιάδρομο κατά σειρά. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει ώστε να προλάβουν το χρονικό όριο της απογείωσης που όριζε η αποστολή. Τελικά, από τα 20 Noratlas που βρίσκονταν στο σημείο μόλις τα 15 από αυτά πρόλαβαν να απογειωθούν εντός επιχειρησιακού χρόνου. Συγκλονίζει δε η μαρτυρία του κυβερνήτη του τελευταίου κατά σειρά απογείωσης Noratlas 15, Πετρουλάκη. Το αεροσκάφος του μετέφερε δυόμιση τόνους πυρομαχικών. Σύμφωνα με τον Πετρουλάκη, Αμερικανοί στρατιώτες της βάσης της Σούδας τον βοήθησαν να φορτώσει τα πυρομαχικά στο αεροπλάνο του ενώ παράλληλα του άνοιξαν τις αμερικανικές αποθήκες για να πάρει μαζί του όσο οπλισμό ήθελε. Λίγο πριν την εκπνοή της προθεσμίας απογείωσης το αεροπλάνο που βρισκόταν δύο θέσεις μπροστά του, το Noratlas 13, καθυστερούσε σκοπίμως να απογειωθεί καθώς οι κυβερνήτες του δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στην επιχείρηση, μετά από έναν έντονο διάλογο ο Πετρουλάκης του Noratlas 15 τους αναγκάζει να απογειωθούν, ωστόσο το όριο του επιχειρησιακού χρόνου είχε παρέλθει με αποτέλεσμα ο Πετρουλάκης να κινδυνέψει να μείνει εκτός αποστολής. Τελικά, αποφασίζει να αγνοήσει τις διαταγές της αποστολής και να απογειωθεί. Όπως φάνηκε αργότερα, το αεροπλάνο Noratlas 13 που είχε δημιουργήσει πρόβλημα εγκατέλειψε την αποστολή και προσγειώθηκε στη Ρόδο. Από τα 15 αεροπλάνα που πρόλαβαν να απογειωθούν μόλις τα 14 εκτέλεσαν τη ριψοκίνδυνη αποστολή η οποία χαρακτηρίστηκε από το διεθνή τύπο αργότερα ως αποστολή αυτοκτονίας.
Τα 14 αεροπλάνα με τους καταδρομείς τις πρώτες πρωινές ώρες της 22 Ιουλίου, τηρώντας σιγή ασυρμάτου εκτελούν χαμηλή πτήση σε απόσταση μερικών ποδών από την επιφάνεια της θάλασσας προκειμένου να μην εντοπιστούν από τα εχθρικά ραντάρ. Το ελληνικό Πεντάγωνο προκειμένου να εξασφαλίσει τη μυστικότητα της επιχείρησης και να μην υπάρξει διαρροή πληροφοριών στη Λευκωσία σχετικά με την άφιξη των Ελλήνων καταδρομέων, ενημερώνει με καθυστέρηση το ΓΕΕΦ Κύπρου και τον Αερολιμενάρχη του αεροδρομίου της Λευκωσίας με αποτέλεσμα τα αντιαεροπορικά στοιχεία του αεροδρομίου να μην προλάβουν να ενημερωθούν εγκαίρως για τον ερχομό των ελληνικών αεροπλάνων. Μόλις λοιπόν τα ελληνικά αεροπλάνα προσέγγισαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας τα αντιαεροπορικά θεώρησαν ότι τα αεροπλάνα που έρχονταν ήταν τουρκικά και ξεκίνησαν να βάλλουν εναντίον τους. Οι μαρτυρίες από τους πιλότους και τους καταδρομείς που ήταν στον αέρα εν μέσω φίλιων πυρών κάνουν λόγο για μία κόλαση πυρός, όπου οι σφαίρες των αντιαεροπορικών και τα τροχιοδικτικά πυρά φώτιζαν την περιοχή λες και ήταν μέρα, ενώ παράλληλα έσκιζαν τις ατράκτους και τα φτερά των αεροπλάνων.
Περί ώρα 01:52 το Νίκη 2, εν μέσω πυρών προσγειώνεται στον αεροδρόμιο της Λευκωσίας αποβιβάζοντας τους πρώτους Ελλαδίτες καταδρομείς. Το Νίκη 1, που μετέφερε τον διοικητή της Μοίρας Γεώργιο Παπαμελετίου είχε χτυπηθεί βαριά. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του υποδιοικητή Υπολοχαγού τότε, Βασίλειου Μανουρά από τα Ανώγεια Ρεθύμνου. Ο Μανουράς με εντολή του διοικητή του, πηγαίνει στο πιλοτήριο προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση. Εκεί βλέπει τις σφαίρες να έχουν τρυπήσει το πιλοτήριο, οι δε πιλότοι του αναφέρουν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δε γίνεται να προσγειωθούν και πως πρέπει να εγκαταλείψουν την αποστολή καθώς το αεροπλάνο δε θα αντέξει. Ο Μανουράς τότε τους ρωτάει κοφτά: «Έχει προσγειωθεί άλλο αεροπλάνο»; Ένα του απαντάνε οι πιλότοι. «Ε τότε θα προσγειωθούμε και εμείς» ανταπάντησε και έφυγε από το πιλοτήριο δίνοντας το ξεκάθαρο μήνυμα της αποστολής. Γυρνώντας στο διοικητή του στην άτρακτο του αναφέρει ότι όλα είναι καλά και σύντομα θα πατάνε στη Λευκωσία, θέλοντας να διατηρήσει το υψηλό ηθικό των στρατιωτών. Τελικά το Νίκη 1, αγνοεί τον κίνδυνο και προσγειώνεται και αυτό αισίως στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Τραγικό όμως έμελλε να είναι το τέλος για το Νίκη 4, το οποίο χτυπήθηκε βαριά και κατέπεσε λίγο έξω από τον αεροδρόμιο στην περιοχή της Μακεδονίτισσας. 28 καταδρομείς και 4 αεροπόροι βρήκαν τραγικό θάνατο από τα αντιαεροπορικά πυρά και την πτώση του αεροπλάνου. Είναι όμως αυτές οι περιπτώσεις-θαύματα, όπου ο Θεός και η ιστορική μοίρα αποφασίζουν να επιλέξουν ένα άτομο για να ζήσει, ώστε να γυρίσει από το θάνατο και να αφηγηθεί σε εμάς τους νεότερους το τι πραγματικά συνέβη. Ο καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου από τη Θεσσαλονίκη, ήταν ο μοναδικός επιζών από το Νίκη 4, είδε τους συναδέλφους του να σκοτώνονται και να καίγονται δίπλα του ενώ το αεροπλάνο ήταν ακόμα στον αέρα. Μάλιστα λίγα δευτερόλεπτα πριν την ηρωική πτώση, ο Ζαφειρίου έχοντας δεχτεί σφαίρες και ο ίδιος και ενώ νιώθει να παίρνει το σώμα του φωτιά, αποφασίζει να επικαλεστεί την Παναγία και να πηδήξει χωρίς αλεξίπτωτο έξω από το φλεγόμενο αεροπλάνο, 80 μέτρα πριν το αεροπλάνο καρφωθεί στη γη. Ο Ζαφειρίου ως από θαύμα επέζησε κουβαλώντας την ιστορία και τη μνήμη των πεσόντων συναδέλφων του μέχρι το θάνατό του το 2016.
Στο διάστημα που συμβαίνανε αυτά τα τραγικά γεγονότα, τα κυπριακά αντιαεροπορικά πέριξ του αεροδρομίου της Λευκωσίας παίρνουν την πληροφορία ότι τα αεροπλάνα που χτυπούσαν τόση ώρα ήταν τελικά ελληνικά. Αμέσως παύσανε πυρ. Οι μαρτυρίες των Κυπρίων που υπηρετούσαν στην άμυνα του αεροδρομίου αναφέρουν ότι μόλις μάθανε την ταυτότητα των αεροπλάνων άρχισαν να κλαίνε και να ρωτούν με ένταση τη διοίκησή τους για το λόγο που δεν τους είχε ενημερώσει. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το τελευταίο αεροπλάνο της αποστολής προσγειώνεται στις 04:02 της 22 Ιουλίου του 1974. Ήταν το Νίκη 15 με κυβερνήτη τον Πετρουλάκη που αναφέρθηκε άνωθεν. Μόλις ο Πετρουλάκης προσγειώθηκε έπρεπε να ξεφορτώσει τους δυόμισι τόνους πυρομαχικών που μετέφερε. Ωστόσο στον αεροδιάδρομο ήταν παντελώς μόνος καθώς οι λοιποί καταδρομείς δεν γινόταν να προσεγγίσουν. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο Πετρουλάκης ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια αλλά πάνω στο χάος που επικρατούσε δεν βρέθηκε κανένας να βοηθήσει, ήταν τόση δε η ένταση όπου αυτός και οι υπόλοιποι τρεις αεροπόροι του πληρώματος ξεφόρτωσαν όλον τον οπλισμό των δυόμισι τόνων μόνοι τους μέσα σε μισή ώρα και αμέσως απογειώθηκαν για να επιστρέψουν στην Κρήτη! Το Νίκη 15 του Πετρουλάκη ήταν και το τελευταίο αεροπλάνο που προσγειώθηκε και απογειώθηκε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας από τότε μέχρι σήμερα.
Κατόπιν τούτων και ως εκ θαύματος, η επιχείρηση είχε σχεδόν πετύχει. Οι Ελλαδίτες καταδρομείς είχαν πατήσει στην Κύπρο, ενώ τα αεροπλάνα που τους μετέφεραν απογειώθηκαν εκ νέου προκειμένου να επιστρέψουν στην Κρήτη. Όσα από τα αεροπλάνα κρίθηκαν μη λειτουργικά λόγω των πυρών που είχαν δεχτεί, καταστράφηκαν και κάηκαν σκοπίμως στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας προκειμένου να μην αφήσουν ίχνη της ταυτότητάς τους. Από τους συνολικά 318 καταδρομείς που εστάλησαν στην Κύπρο, οι 278 είχαν επιζήσει και ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν την ιερή αποστολή τους. Οι καταδρομείς συγκεντρώθηκαν και ανασυντάχθηκαν στο μετόχι της μονής Κύκκου, όπου και πληροφορήθηκαν από το διοικητή τους Γεώργιο Παπαμελετίου για την απώλεια των συναδέλφων τους. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε είναι η αφήγηση των γεγονότων από τον Παπαμελετίου, ο οποίος αναφέρει ότι για κάποιες ώρες η μοίρα των καταδρομών περίμενε κάποιο σύνδεσμο, ώστε να τους αναθέσει αποστολή και επιχειρησιακό σχέδιο. Ωστόσο όσες φορές και αν επικοινώνησε με Ελλαδίτες και Κυπρίους αξιωματικούς δεν έπαιρνε καμία σαφή απάντηση. Τελικά περί ώρα 09:00 της 22ας Ιουλίου, ο Παπαμελετίου ενημερώνεται από το ΓΕΕΦ ότι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις με βαρύ οπλισμό και τεθωρακισμένα βρίσκονται σε απόσταση περίπου χιλίων πεντακοσίων μέτρων από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας και κινούνται με στόχο την κατάληψή του. Οι καταδρομείς άμεσα ξεκινούν με οχήματα προκειμένου να φτάσουν στο σημείο ώστε να προστατέψουν το υψηλής στρατηγικής σημασίας αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Ο Παπαμελετίου με τον υποδιοικητή του Μανουρά οργανώνουν πολύ γρήγορα αριστοτεχνικά την άμυνα του αεροδρομίου. Χωρίζουν τη μοίρα σε τρεις λόχους κρούσεως και δημιουργούν με τα οπλοπολυβόλα ζώνη διασταυρούμενων πυρών ώστε να αντιμετωπίσουν τον κύριο όγκο των επιτιθέμενων Τούρκων ενώ παράλληλα τοποθετούν στα κατάλληλα σημεία τα αντιαρματικά πυροβόλα ΠΑΟ με στόχο να ανακόψουν τα τεθωρακισμένα. Περί ώρα 11:00 οι καταδρομείς χτυπούν τα πρώτα τουρκικά άρματα και τους επιτιθέμενους. Οι Ελλαδίτες καταδρομείς καταφέρνουν μεγάλες και βαριές απώλειες εναντίον των Τούρκων εισβολέων μέχρι αργά το απόγευμα. Λέγεται ότι οι νεκροί των Τούρκων ήταν εκατοντάδες και ακόμη περισσότεροι οι τραυματίες τους καθώς σύμφωνα με τις μαρτυρίες τα ασθενοφόρα τους δεν προλάβαιναν να μαζεύουν τους στρατιώτες στο πεδίο. Τελικά οι καταδρομείς καταφέρνουν να ανακόψουν την προέλαση της ταξιαρχίας των Τούρκων και έτσι να κρατήσουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας χωρίς καμία απώλεια. Τις στιγμές εκείνες σύμφωνα με τον Παπαμελετίου, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία μέσω του Κωνσταντίνου Κομπόκη ζητούσε επίμονα από τον Παπαμελετίου να αποχωρήσει από το αεροδρόμιο και να το παραδώσει στις δυνάμεις του Ο.Η.Ε. Ο Παπαμελετίου αγνοεί τις διαταγές και συνεχίζει να κρατά το αεροδρόμιο καθώς θεωρούσε ότι οποιαδήποτε παράδοση στον Ο.Η.Ε χωρίς γραπτές εγγυήσεις θα ήταν προδοσία. Μαζί με τον υποδιοικητή Μανουρά συναντούν τους αξιωματικούς του Ο.Η.Ε και διαπραγματεύονται μαζί τους για τους όρους παράδοσης του αεροδρομίου. Ζητούν από τους αξιωματικούς του Ο.Η.Ε να συνταχθούν γραπτώς και επισήμως οι όροι, ώστε να εξασφαλίσουν ότι ο Ο.Η.Ε δε θα παραδώσει το αεροδρόμιο στους Τούρκους, οι οποίοι περίμεναν ανήμποροι να προελαύσουν έξω από το αεροδρόμιο. Τελικά, ο Παπαμελετίου με τον Μανουρά από στρατιωτικοί μετατρέπονται ταυτοχρόνως σε σκληρούς διπλωμάτες, οι μόνοι ίσως εκείνες τις μέρες που πίεσαν και διαπραγματεύτηκαν σκληρά με τις ξένες δυνάμεις.
Το αεροδρόμιο τελικά παραδόθηκε στον Ο.Η.Ε σύμφωνα με τους όρους που είχαν θέσει οι Ελλαδίτες καταδρομείς ανατρέποντας έτσι τα σχέδια όλων όσων ήθελαν τους Τούρκους κυρίαρχους του αερολιμένα Λευκωσίας. Η σημασία αυτής της νίκης μέσα στο γενικό κλίμα κατάρρευσης ή ακόμα και προδοσίας ήταν υψίστης σημασίας. Χάρη στους λιγοστούς Ελλαδίτες καταδρομείς που αγνόησαν διαταγές και απειλές, οι Τούρκοι δε μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν το πολυπόθητο για αυτούς αεροδρόμιο. Εάν το αεροδρόμιο είχε καταληφθεί, οι Τούρκοι θα ήταν σε θέση να το χρησιμοποιήσουν ως κύριο σημείο για την αποβίβαση επιπλέον στρατευμάτων και οπλισμού στην Κύπρο, ενώ παράλληλα η προέλαση τους στη Λευκωσία και την κυπριακή ενδοχώρα θα ήταν βέβαιη με αποτέλεσμα την απώλεια περισσότερων εδαφών για την Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπλέον, σήμερα θα μιλούσαμε για μία τελείως διαφορετική Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς θα είχε μικρότερη εδαφική κυριαρχία αλλά πολύ περισσότερο το βόρειο κατεχόμενο τμήμα του νησιού θα διέθετε ένα αναβαθμισμένο διεθνές προφίλ κατέχοντας τον επίσημο αερολιμένα της κυπριακής πρωτεύουσας με δικαίωμα ορισμού FIR, γεγονός που ίσως θα διευκόλυνε την αναγνώριση τουρκοκυπριακού κράτους. Εκείνοι οι Ελλαδίτες ήρωες καταδρομείς της επιχείρησης Νίκη ήταν η μοναδική στρατιωτική βοήθεια της Ελλάδας τις μέρες της τουρκικής εισβολής. Παρέμειναν στην Κύπρο τόσο κατά την πρώτη εισβολή του Αττίλα 1 όσο και κατά τη δεύτερη φάση του Αττίλα 2 επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή. Συμμετείχαν σε πλήθος αποστολών και επέδειξαν φωτεινό παράδειγμα αυτοθυσίας και ανδρείας μένοντας πιστοί στα ιδανικά τους αλλά και στον στρατιωτικό τους όρκο. Οι καταδρομείς αυτοί δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ επισήμως από το ελληνικό κράτος για τη δράση τους στην Κύπρο, ούτε αποζημιώθηκαν οι οικογένειες όσων από αυτούς έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Με το τέλος του πολέμου, επέστρεψαν στην Ελλάδα με ταυτότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας για να μην μπορεί να αποδειχθεί ποτέ η παρουσία τους εκεί.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά τα γεγονότα, έρχονται στο φως σιγά-σιγά λεπτομέρειες και στοιχεία που μας μαρτυρούν το τι ακριβώς έγινε εκείνες τις σκοτεινές μέρες στην Κύπρο. Ιστορίες σαν αυτή, με τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών είναι ο μοναδικός ασφαλής δρόμος για την ανακάλυψη της αλήθειας. Στο ηρώο των Ελλαδιτών καταδρομέων της Μακεδονίτισσας στη Λευκωσία, εκεί που κατέπεσε το Noratlas 4, βρίσκεται θαμμένη η εθνική μας περηφάνεια, θυμίζοντας μας ότι η ιστορία γράφεται από τους λίγους, από εκείνους που τη δύσκολη στιγμή ακολουθούν “το δρόμο της ανηφοριάς και των μονοπατιών για να βρουν τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά” όπως μας άφησε στα τελευταία του λόγια ο Κύπριος μάρτυρας της ελευθερίας Ευαγόρας Παλληκαρίδης πριν την αγγλική αγχόνη το 1957.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.