Ας ορίσουμε λιτά και απλά το αποτέλεσμα της κρίσης, χωρίς περικοκλάδες και λεκτικές ωραιοποιήσεις, μια και τέτοιες δεν αρμόζουν σε καταστάσεις πολύ επικίνδυνες, όπως τούτη που ζούμε: Βαθύς πλουτισμός των ολίγων και αποστέρηση κάθε αγαθού από τους πολλούς. Γι’ αυτή, λοιπόν,την οικονομική κρίση και το εποικοδόμημά της, πριν από οχτώ-δέκα χρόνια είχαμε την πολυτέλεια να αναρωτηθούμε αν υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε ένα σάπισμα διαρκείας. Σήμερα αυτό το σάπισμα το ζούμε έντονα.
Η απύθμενη υποκρισία των ντόπιων διαχειριστών του καπιταλιστικού κέρδους και των ανά τον κόσμο αφεντικών τους, δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας για το αν “όλοι μαζί τα φάγαμε”, για τους διορισμένους “κοπρίτες”κ.λπ. Αντίθετα μάλιστα απόδειξε ότι το μεγάλο σφαχτάρι στη θυσία τους στο βωμό του μονοπωλιακού κέρδους, της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων ήταν ο λαός. Φοροκαταιγίδα, ανεργία, ανέχεια, εξαθλίωση, αδικία και το χειρότερο; Συνειδησιακή άλωση. Ξεπέρασαν – όχι σε σενάριο αλλά σε ρεαλισμό- τον ίδιο τον Όργουελ όταν έγραφε το “1984”.
Αυτή τη συνειδησιακή άλωση, αυτή την έχθρα και την ενοχή έσπειραν μεταξύ του λαού.Αυτό το “λέγε-λέγε, κάτι θα μείνει”που μπορεί κανείς να το συναπαντήσει από τους θαμώνες ενός καφενείου και της αγοράς, μέχρι τασυστημικάτηλεκάναλα, αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα ενάντια στο λαό."Λόγια του καφενείου", "κουβέντες του ποδαριού", "κουβέντες του αέρα". Όπως κι αν τις πεις, φαρμάκωσαν τη σκέψη, πότισαν τη συνείδηση με το δηλητήριο της αμφισβήτησης, της αδράνειας, της παράνοιας.
Και οι επιτήδειοι σύγχρονοι γκεμπελίσκοι βρίσκουν πεδίο: "Δεν πάνε να δουλέψουν (οι νέοι), μονο κάθονται στις καφετέριες". "Ψάχνουν με το κερί για εργάτες και κανείς δε θέλει να δουλέψει". "Οι άνεργοι που επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ να υπηρετούν στο δημόσιο τομέα και να δεις πώς μειώνεται το κόστος (λειτουργίας) του". Αυτά ακούς και άλλα τέτοια, που μόνο φαιδρά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, αλλά μάλλον επικίνδυνα από στόματα (που δε συνδέονται μετα μυαλά) ανθρώπων, οι οποίοι αύριο μπορούν να έχουν αυτοί, τα παιδιά ή τα εγγόνια τους, τις τύχες των άνεργων θαμώνων "της καφετέριας", αυτών που "δε θέλουν να δουλέψουν", αυτών "που επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ". Ντροπιαστικές τέτοιες θέσεις για όσους τις υιοθετούν, αφού μόνο στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονται. Σε τελική όμως ανάλυση αποτελούν την πολιτική παράλυσης των θυμάτων που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο και όσοι πίνουν νερό στο όνομά του ή κάνουν κωλοτούμπες, για να έχουν την εύνοιά του.
Οι νέοι που "δεν πάνε να δουλέψουν, αλλά κάθονται στις καφετέριες" είναι εκείνοι που έμειναν χωρίς δουλειά κι αν βρουν κάποια, θα δουλέψουν υπό εργασιακό μεσαίωνα, σε συνθήκες "μαύρηςεργασίας", απλήρωτοι, ανασφάλιστοι για καιρό ή και για πάντα, πουλώντας την ψυχή τους στο διάβολο για ένα κομμάτι ψωμί, που κι αυτό μπορεί να μην πάρουν. Το δικαίωμα στην, έστω και φτηνή, ψυχαγωγία του καφέ δεν μπορεί να τους το στερήσει κανείς που απολαμβάνει παρόμοιο δικαίωμα, κανείς που κρίνει εκ του ασφαλούς, αλλά αρνείται να κρίνεται. Για όσους "ψάχνουν με το κερί για εργάτες, αλλά κανείς δε θέλει να δουλέψει", ας αναρωτηθούν αν ψάχνουν για εργάτες ή για δούλους σε κάτεργα. Με τι μεροκάματο ψάχνουν εργάτες, με τι εργασιακές συνθήκες τους χρησιμοποιούν, με τι πλάτες αυτή η βρώμικη εκμετάλλευση περνάει απαρατήρητη; Αυτοί πάλι που θέλουν "να μειώσουν το κόστος του δημόσιου τομέα μέσω των επιδοτούμενων ανέργων του ΟΑΕΔ", ας αναλογιστούν αν με τις "φούσκες" που παπαγαλίζουν δε θα δημιουργηθεί μια ακόμα στρατιά -δημόσια αυτήν τη φορά- εργατικής εκμετάλλευσης που θα δουλεύει καθημερινά πάνω από οκτώ ώρες, χωρίς ένσημα και μεροκάματο 12-14 ευρώ ή και λιγότερο. Κατώτερο δηλαδή κι απ' όσα δίνουν στους μετανάστες που εκμεταλλεύονται στα τσιφλίκια τους ή στα αρχοντικά τους. Η "πατρότητα" της πρότασης αυτής οφείλεται στον ονομαστό χρυσαυγίτη βουλευτή "Καιάδα" και έγινε στη Βουλή το Νοέμβρη του 2012. Να ποιοι και γιατί στρέφουν το λαό ενάντια στον εαυτό του.
Όταν η κρίση βαθαίνει -όπως τώρα-, τότε αρχίζει το βρώμικο παιχνίδι των υπηρετών της ολιγαρχίας. Να διαπεράσουν την κοινωνική συνείδηση, να παίξουν στο δικό τους γήπεδο με το λαό, να τσακίσουν τις αντιστάσεις του, να γονατίσουν την οργή του φορτώνοντάς του τα βάρη μιας κρίσης πουδεν προκάλεσε και δεν είναι δική του.
Η αλλεργία που παθαίνουν οι βολεμένοι από την κρίση με τις λέξεις "εργάτης", "άνεργος", "νεολαία", "κοινωνικός αγώνας", "οργάνωση", "δικαίωμα", "διεκδίκηση" έχει τη ρίζα της στο γεγονός ότι ακόμα δεν ήρθε η σειρά τους ή ελπίζουν ότι δε θα έρθει, αφού "φρόνιμα και τακτικά, πάνε με κείνον που νικά". Αυτά παθαίνει όποιος ζει με ψευδαισθήσεις, όποιος νομίζει πως από την καπιταλιστική κρίση θα τον σώσουν οι μεγαλοκαρχαρίες και η εξουσία τους που, ως πιστός κολαούζος, υπηρετεί παρασιτώντας πάνω τους. Δε συνειδητοποιεί ότι ο πόλεμος τούτος είναι ταξικός και πως αυτός δεν ανήκει στην τάξη από την οποία απομυζά και υπερασπίζεται. Δε συνειδητοποιεί ότι κάποτε θα χρειαστεί νοσοκομείο και φάρμακα και δε θα τα έχει, σχολείο για το παιδί τουπου θα αδυνατεί να πληρώσει, ξερό ψωμί και νερό που η σύνταξή του δε θα φτάνει να αγοράσει. Ακόμα και το “κεραμίδι” –όνειρό ζωής- θα ανήκει στον τραπεζίτη που τώρα υμνεί. Δε συνειδητοποιεί ότι η ζωή του είναι δεμένη με τη ζωή του διπλανού του, που τώρα λασπώνει και κατηγορεί.
Για να το κάνουμε πιο λιτό και κατανοητό όπως αρχίσαμε, ας παραθέσουμε το ποίημα του Μπρεχτ, “Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι”. Αυτό θα είναι και η απάντηση στο ερώτημα “τι κάνουμε, λοιπόν;”:
“Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Από το Τίποτα
πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γίνουνε τίποτα.
Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνιούνται.”
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.