Οι εκλογείς ασφαλώς και δεν δίνουν λευκή εντολή στην κυβέρνηση που προκύπτει κάθε φορά από τις εκλογές για να μπορεί να εφαρμόσει στην πορεία ό,τι πρόγραμμα θελήσει εκείνη. Πόσο όμως σαφής και ξεκάθαρη είναι η λεγόμενη λαϊκή εντολή ως προς τις κατευθύνσεις και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης, πολύ δε περισσότερο σε περιπτώσεις κυβερνήσεων συνεργασίας, όπως η σημερινή;
Τις τελευταίες ημέρες, βασικό, αν όχι κύριο επιχείρημα της κυβέρνησης στη συζήτηση που διεξάγεται με τους δανειστές, είναι ότι δεν έχει λαϊκή εντολή για να συνεχίσει το πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο») και τη λιτότητα που αυτό εμπεριέχει. Οπωσδήποτε ορθή άποψη, αν και από μόνη της δεν θα ήταν πειστική χωρίς να συνοδεύεται από την θεμελίωση, πολιτική και οικονομική (πράγμα που γίνεται, απ’ό,τι φαίνεται) για το γεγονός ότι αυτή η περιοριστική πολιτική δεν επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, από κάθε άποψη.
Ταυτόχρονα όμως, αν η θέση των δανειστών παραμείνει άκαμπτη, όπως διαφαίνεται και αν απαιτήσουν τη συνέχιση του υφιστάμενου προγράμματος, με την απειλή της διακοπής της χρηματοδότησης, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, κάποιος μπορεί να πεί ότι η λαϊκή εντολή που δόθηκε με τις εκλογές δεν εμπεριείχε τη ρήξη, αλλά τη διαπραγμάτευση και πάντως όχι την πτώχευση ή την επακόλουθη έξοδο από την ευρωζώνη. Για το τελευταίο μάλιστα, την παραμονή της χώρας στο ευρώ, υπήρχε προεκλογικά σε όλες τις μετρήσεις σαφής και συντριπτική αποδοχή υπέρ της παραμονής, ακόμη και σε όσους φέρονταν να επιλέγουν τον Συριζα.
Αυτές οι περίφημες λαϊκές εντολές έχουν πάντα μία εγγενή δυσκολία, δίνουν «κατευθύνσεις» ως προς τη κύρια πλεύση και ποτέ ως προς τις εναλλακτικές επιλογές, ακόμη και για την περίπτωση που οι βασικές εντολές μπορεί να είναι ή να καταστούν αλληλοσυγκρουόμενες, όπως εν προκειμένω που η επιλογή της μη αποδοχής του προηγούμενου προγράμματος και της συνέχισης της λιτότητας, μπορεί να συγκρουσθεί με την επιλογή της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη και της συνέχισης της χρηματοδότησής της.
Αυτό όμως το υποτιθέμενο αδιέξοδο έρχεται να καλύψει η πολιτική και αυτός είναι ο πλέον σημαντικός ρόλος της εκάστοτε κυβέρνησης. Η αποφασιστική επιλογή εν τέλει της πολιτικής που θα συνάδει με το μεγαλύτερο καλό ή (για όσους βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο), με το λιγότερο κακό.
Στο σημείο που έχει φτάσει μέχρι τώρα η διαπραγμάτευση και από τη στιγμή που η κυβέρνηση, προκειμένου να συνεχισθεί η χρηματοδότηση του κράτους και των ελληνικών τραπεζών δέχεται να ενταχθεί η χώρα σε ένα νέο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής (που ασφαλώς θα εμπεριέχει επιτήρηση και έλεγχο), είναι σαφές ότι τα πράγματα βρίσκονται πλέον σε πιο εύκολο πεδίο για ελιγμούς και υποχωρήσεις. Διότι δεν βρισκόμαστε στο σημείο που κάποιοι πιο θερμόαιμοι θα περίμεναν προεκλογικά, να μη δεχθούμε κανένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής, καμία επιτήρηση και να ασκήσουμε μόνοι μας οικονομική πολιτική, αποκαθιστώντας την εθνική κυριαρχία (η οποία δεν αποκαθίσταται βέβαια με την αποδοχή νέου προγράμματος και νέας επιτήρησης).
Από τη στιγμή λοιπόν που η νέα ελληνική κυβέρνηση συζητά την ένταξή της σε ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής, το αν το ενδιάμεσο αναγκαίο διάστημα κάποιων μηνών θα εμφανίζεται ενταγμένη στο προηγούμενο πρόγραμμα (με κάποιες τροποποιήσεις) ή σε ένα άλλο προσωρινό ενδιάμεσο (αυτό που ονομάσθηκε «γέφυρα»), μικρή σημασία έχει ως προς την ουσία. Εχει ίσως ως προς τις εντυπώσεις (με την έννοια ότι το προηγούμενο πρόγραμμα φορτίσθηκε αρνητικά ως «μνημόνιο») που και αυτές έχουν αξία, ιδιαίτερα μάλιστα σε μία δύσκολη και σύνθετη συγκυρία όπως η σημερινή.
Ας ελπίσουμε ότι αυτό το κατανοούν και οι δύο πλευρές για να βρεθούν οι λύσεις που θα διασώζουν τα προσχήματα για όλους, αφού και οι δύο πλευρές φαίνεται να έχουν ανάγκη από αυτά.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.