Ανατρέχοντας στις αποφάσεις και τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση κατά τους τελευταίους μήνες, δυσκολεύεται κανείς να τα εντάξει στη βασική στόχευση που είχε ο Συριζα, να τηρήσει την προτεραιότητά του για προστασία των αδύναμων και για μετάθεση των βαρών στα πιο εύρωστα στρώματα της κοινωνίας.
Δεν είναι μόνο τα μέτρα που περιλαμβάνονται στις αρχικές δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου ή στις μεταγενέστερες εξειδικεύσεις τους, είναι και αρκετές ακόμη αποφάσεις της κυβέρνησης που μόνο το στίγμα της προστασίας των ασθενέστερων στρωμάτων δεν δίνουν.Η σημαντική αύξηση για παράδειγμα του εισιτηρίου των αστικών συγκοινωνιών από το 1,20 στο 1,40 ευρώ, απόφαση αδιανόητη για μία υποτιθέμενη αριστερή κυβέρνηση στη σημερινή συγκυρία, είναι προφανές ότι πλήττει τους χρήστες των μαζικών μέσων μεταφοράς που σχεδόν στο σύνολό τους ανήκουν στους οικονομικά αδύναμους. Η άμεση μείωση του ΕΚΑΣ και μάλιστα αναδρομικά από τις συντάξεις του Ιουνίου 2016 (μολονότι είχε καταβληθεί ήδη με τις συντάξεις αυτές), η ντροπιαστική επιστροφή της διαφοράς συμψηφιστικά για το ποσό που καταβλήθηκε και η απόφαση για πλήρη κατάργησή του στη συνέχεια, πλήττει όλους τους συνταξιούχους των 600 ευρώ και κάτω. Και τα λεγόμενα αντίβαρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση, όπως συσσίτια για χαμηλοσυνταξιούχους είναι μάλλον ντροπιαστικά.
Η αύξηση του ΦΠΑ στο 24% για πρώτη φορά από την θέσπιση του σημαντικότερου έμμεσου φόρου, αυξάνει το καθημερινό κόστος ζωής για τα πλατιά στρώματα, αφού επιβαρύνονται οι τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Οι αυξήσεις στους ειδικούς φόρους ειδών ευρείας κατανάλωσης, όπως ο καπνός, τα αλκοολούχα ποτά, ο καφές, η προσθήκη και νέων ειδικών έμμεσων φόρων (όπως στην κινητή τηλεφωνία και τη συνδρομητική τηλεόραση), είναι επίσης μέτρα που πλήττουν ευρεία στρώματα του πληθυσμού, με μειωμένη φοροδοτική δυνατότητα.
Η κυβέρνηση από τη μια θέλησε να τηρήσει τα αριστερά προσχήματα και δεν μείωσε τις κύριες συντάξεις, επιχειρώντας να αναδείξει το γεγονός αυτό ως επίτευγμα και ως αριστερή πολιτική και απ’ την άλλη μείωσε τις συντάξιμες αποδοχές όλων των χαμηλοσυνταξιούχων καταργώντας το ΕΚΑΣ. Στην ανάγκη της να προβάλει κάποια επίφαση επιτυχούς διαπραγμάτευσης, προστάτευσε όλες τις κύριες συντάξεις, δηλαδή και τις συντάξεις των 2.000 ευρώ τον μήνα, αλλά μείωσε δραματικά τις συνολικές συντάξιμες αποδοχές αυτών που λαμβάνουν κάτω από 600 ευρώ σύνταξη. Προφανώς ανάμεσα στην επιλογή να μειώσει τις κύριες συντάξεις ή να καταργήσει το ΕΚΑΣ, θεώρησε ως λιγότερο κακή λύση τη δεύτερη επιλογή.
Η συνεχής επίκληση από την κυβέρνηση της συμφωνίας με τους δανειστές του καλοκαιριού του 2015 και της ψήφισής της και από ΝΔ, Πασοκ και Ποτάμι, δεν καθαγιάζει όλες τις επιλογές της, αφού κατά την διαπραγμάτευση των τελευταίων μηνών, υπήρχε περιθώριο για παραλλαγές και παρεκκλίσεις στην εξειδίκευση των μέτρων που θα υπηρετούσαν την επίτευξη των στόχων του νέου μνημονίου και συνέβη πράγματι αυτό σε αρκετές περιπτώσεις, αρκούσε μόνο τα προτεινόμενα μέτρα να είχαν ισοδύναμο δημοσιοοικονομικό αποτέλεσμα.
Θα μπορούσε δηλαδή η κυβέρνηση αντί για την κατάργηση του ΕΚΑΣ να δεχθεί μια μικρή μείωση των κύριων συντάξεων, είτε με ενιαία αναλογική μείωση πάνω από κάποιο όριο σύνταξης είτε θεσπίζοντας περισσότερες αναλογικές κλίμακες και όρια υπολογισμού, με βάση το σύνολο των συντάξιμων αποδοχών. Αντ’αυτού επέλεξε την κατάργηση του ΕΚΑΣ με την βολική επίκληση ότι συμφωνήθηκε με το 3ο μνημόνιο που ψηφίσθηκε το καλοκαίρι του 2015.
Είχε τη δυνατότητα επίσης, όπως είχαν ζητήσει και οι δανειστές, να προχωρήσει σε μικρή μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, αντί για το υφεσιακό μέτρο της αύξησης του ΦΠΑ στο 24%, η οποία δεν ήταν πρόταση των δανειστών, αλλά απόφαση της ίδιας και λήφθηκε ως ισοδύναμο μέτρο προκειμένου να αποφύγει τις μειώσεις μισθών στο δημόσιο.
Συνεκτιμώντας τα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη προτεραιότητα και η βασική στόχευση της κυβέρνησης ίσως να μην ήταν τελικά η προστασία των αδύναμων, αλλά η διατήρηση μιας προνομιακής σχέσης που είχε με πλατύτερα στρώματα ψηφοφόρων, όπως τους δημόσιους υπαλλήλους ή την ευρύτερη κατηγορία των συνταξιούχων. Ισως όμως και να εκτιμά η συγκυβέρνηση ότι τα ασθενέστερα στρώματα της κοινωνίας είναι περισσότερο δεδομένα, ενώ οι άλλες κατηγορίες πιο απαιτητικές και καλομαθημένες, πιο εύκολες σε μετακινήσεις και λιγότερο πιστές.
Ο κίνδυνος βέβαια να μην ικανοποιήσει τελικά κανέναν με την πολιτική της η κυβέρνηση είναι όχι μόνο υπαρκτός αλλά και ορατός, αφού η μείωση των καθαρών εισοδημάτων από την αύξηση της άμεσης φορολογίας, η άνοδος του κόστους ζωής από την αύξηση της έμμεσης φορολογίας, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ αλλά και η αύξησή του για την μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία, η μεγάλη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών σε επαγγελματίες και αγρότες, δύσκολα μπορούν να υπηρετηθούν από κάποιο επιχείρημα ή ιδεολόγημα οποιασδήποτε πολιτικής απόχρωσης, αριστερής ή προοδευτικής ή και φιλελεύθερης ακόμη.
Όπως και να ‘χει, τα όποια αριστερά προσχήματα επεδίωξε ή υποτίθεται ότι επεδίωξε να διαφυλάξει κατά τους τελευταίους μήνες ο Συριζα παρατείνοντας συνεχώς τη διαπραγμάτευση, «μπάζουν» από παντού.
Φαίνεται όμως ότι και η κυβέρνηση κατανοεί πως το τελικό αποτέλεσμα της συμφωνίας για την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, δεν είναι ικανό να διασώσει κανένα πρόσχημα και γι’αυτό προσπαθεί να στρέψει το ενδιαφέρον σε «θεσμικά» θέματα, στην προσπάθειά της να αλλάξει την ατζέντα κατά τους δύσκολους προσεχείς μήνες. Υστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια ψήφισης της «απλής» αναλογικής με αυξημένη πλειοψηφία, θα αναζητήσει μέσα από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης την επίφαση «προοδευτικής» πολιτικής που έχει ανάγκη, αφού για αριστερή πολιτική δεν γίνεται λόγος ούτε από την ίδια πλέον.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.