Γιατί, υπάρχουν δυο λογιών; Έτσι πίστευα κι εγώ ότι ξενιτεμένος - πρόσφυγας ή μετανάστης είναι η νομική διάκριση του όρου-, είναι ένας. Εκείνος που κάνει μπόγο τα λιγοστά του υπάρχοντα και τις αναμνήσεις του, πέτρα την καρδιά του και φεύγει, με ή χωρίς εισιτήριο, μακριά από τον τόπο που αντίκρισε το πρώτο φως της μέρας. Διαφέρει η διαβάθμιση της μιας και μόνης αιτίας. Απειλείται η ζωή του. Απ’ τον πόλεμο, το ανελεύθερο καθεστώς, την φτώχεια, την πείνα, την αίσθηση του τέλματος, την αναζήτηση μιας πιο καλής προοπτικής.
Ξενιτεμένος ο Σύρος, ξενιτεμένος κι ο Χιώτης της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ίδιο κι απαράλλαχτο το αποτέλεσμα. Τούτη είναι η μια όψη της προσφυγιάς.
Απ’ το καλοκαίρι του 2016 ο συγκλονιστικός στίχος της Ευγ. Ασλανίδη και η μουσική και η φωνή του Παντ. Θαλασσινού μου αποκάλυψαν και τη δεύτερη. «Τι ξέρεις εσύ από ξενιτιά;», ρωτήθηκε – στο στίχο – ένας μόνιμος κάτοικος χωριού της Αμανής. «Η δική μου ξενιτιά είναι που έρχεται Λαμπρή χωρίς «Χριστός Ανέστη». Η δική μου ξενιτιά που δε μυρίζει η γειτονιά βασιλικό κι ασβέστη, που για κηδείες μοναχά σημαίνουν οι καμπάνες, που δεν προβάλλουν στις αυλές τ’ απομεσήμερο οι μάνες. Η δική μου ξενιτιά ειν’ η αβάστακτη σιωπή που κάθεται στις στράτες. Η δική μου ξενιτιά το λεωφορείο που περνά με δίχως επιβάτες. Είναι θρανία αδειανά και έρημες αλάνες, πόρτες κλειστές ερμητικά που δεν προβάλλουν πια οι μάνες.» Υπάρχει τελικά και δεύτερη όψη της ξενιτιάς, αναμφίβολα.
Η Πλουμίτσα απ’ το Συκούση ξενιτεύτηκε πριν χρόνια στην Αμερική. Την άκουσα στην τηλεόραση να λέει ότι δεν έμαθε εσκεμμένα αγγλικά, για να υποχρεώσει τα παιδιά της να μάθουν τη μητρική ελληνική γλώσσα. Έζησε στην ξενιτιά, έχασε τον άντρα της και σε ηλικία κοντά στα 70 … βρήκε δουλειά. Εργάζεται μια φορά στο τόσο σε εστιατόριο του Μανχάταν διαδίδοντας τη χιώτικη κουζίνα. Σε ένα εστιατόριο που δίνει τη δυνατότητα σε γιαγιάδες όλων των εθνών να μεταφέρουν στο πιάτο του πελάτη αυθεντικές παραδοσιακές συνταγές του τόπου τους. Η Πλουμίτσα, κοντά στα 70, ξαναβρήκε νόημα στη ζωή της, έγινε η σύγχρονη φίρμα του Συκούση, το καλοκαίρι στο χωριό θα είναι άλλος άνθρωπος.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι η Πλουμίτσα δεν ξενιτεύονταν. Γάντζωνε τη ζωή της σε ένα χωριουδάκι της Χίου. Κοντά στα 70 της θα ‘ταν καλύτερα απ’ την Πλουμίτσα της Αμερικής; Τα παιδιά της πιθανά θα της είχαν φύγει και σίγουρα τα εγγόνια της. Ο κόσμος στο νησί της θα λιγόστευε. Ένα τέλμα, ένας βούρκος στασιμότητας απειλεί να τον πυρπολήσει. Ο τόπος της αγριεύει, η ζωντάνια του χάνεται.
Ποια ξενιτιά είναι τελικά πιο επώδυνη;
Ενοχλήθηκα από πολλούς τα εικοσιτετράωρα που πέρασαν για την απόφαση του «π» να συσχετίσει το σκληρό περιστατικό αυτοπυρπολισμού του Σύρου πρόσφυγα με τις επιπτώσεις του στην εικόνα του νησιού. Θεωρούν, φαντάζομαι, πως το νησί, ως έννοια, είναι αποκομμένο απ’ τους ανθρώπους του.
Στον «π» έχουμε άποψη διαφορετική. Στον τόπο μας βιώνουμε, ακούσια, συνθήκες Παλαιστίνης. Η σκέψη μας μοιράζεται και στην Πλουμίτσα της Αμερικής και στην Πλουμίτσα της Χίου. Ο καημός της ξενιτιάς τους στο δικό μας ζύγι έχει το ίδιο βάρος. Απόλυτο δικαίωμα όποιου θέλει να το ζυγίζει μονόπαντα. Σεβαστή η άποψη του, ιδίως αν δεν την βγάζει στο μεϊντάνι για να καπαρώσει κανένα πιο παχυλό συμβόλαιο συνεργασίας με ανθρωπιστικές οργανώσεις, με το αζημίωτο, βεβαίως – βεβαίως. Στον «π», να ξέρετε, δεν το επιδιώκουμε. Επιμένουμε, με τη όποια κριτική, να τιμούμε το συμβόλαιο μας για την υπεράσπιση της Χίου.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.