Με αφορμή τη θυελλώδη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Χίου, στις 7-1-2015, για την αύξηση των ανταποδοτικών τελών, κατά την οποία μου δόθηκε η ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις με αρκετούς από τους συμβούλους όλων των παρατάξεων και να καταγράψω συμπεριφορές, εκθέτω τις σκέψεις μου σχετικά με την κριτική που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης μέσα στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά και μέσω διαδικτύου, ως σχόλια ανωνύμων-αρκετών σε ρόλο υβριστή με μαύρη κουκούλα- κάτω από τα άρθρα και τις ανταποκρίσεις έγκριτων δημοσιογράφων σε έγκριτα ηλεκτρονικά ΜΜΕ.
H θύελλα αυτή δεν προκλήθηκε χωρίς λόγο. Σε μια εποχή κοινωνικής εξαθλίωσης, οικονομικής εξουθένωσης, ξεπουλήματος της ζωής μας και του μέλλοντος των παιδιών μας, το να βάζεις άλλο ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της ανάλγητης φοροληστρικής επιδρομής του κράτους, που μας αντιμετωπίζει ήδη ως «απόλυτο τίποτα», δεν είναι και λίγο. Το να συμπράττεις με μια κυβέρνηση η οποία σηκώνει τα χέρια ψηλά, που εμμέσως πλην σαφώς σε προτρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου κι εσύ πίσω από την προτροπή της να στοχοποιείς τους ρακένδυτους αλλά αξιοπρεπείς δημότες σου, πώς θα μπορούσες έστω και να ψελλίσεις ότι σε εξέλεξαν για να τους υπηρετείς;
Όλα τούτα, που αναμφίβολα σκέφτεται ο καθένας μας, σε όποια δημοτική παράταξη κι αν πρόσκειται, ήταν ο λόγος της θύελλας. Μιας θύελλας που εκφράστηκε ποικιλοτρόπως και με διαφορετική ένταση από τους παρευρισκόμενους εκπροσώπους φορέων, οργανώσεων, επαγγελματιών, πλήθους δημοτών, προέδρους τοπικών κοινοτήτων, σύσσωμη τη μείζονα και την ελάσσονα αντιπολίτευση.
Καθένας ως ελεύθερη προσωπικότητα κρίνεται και γίνεται αποδεκτός από τις πράξεις του και την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του. Όμως, «όποιος πεινάει, γαϊδουρινά φωνάζει» γράφει ο Β. Ρώτας. Κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και όχι του φασισμού που φιμώνει. Έτσι, είδαμε διαφορετικές αντιδράσεις, που όμως αφορούσαν το ίδιο πρόβλημα. Άλλοι με αυτοσυγκράτηση και αυτοκυριαρχία, άλλοι με παρορμητικότητα ή εκνευρισμό, άλλοι σιωπώντας αλλά εν βρασμώ ψυχής, άλλοι χειρονομώντας και υψώνοντας τη φωνή· όλοι όμως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εξέφρασαν την οργή τους. Μια οργή που ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί είχε ως κοινό παρονομαστή την αύξηση των ανταποδοτικών τελών σε καιρούς χαλεπούς.
Θα υποστηρίζαμε ότι η όλη επιχείρηση έληξε με νικημένο για άλλη μια φορά το φτωχό δημότη που θα πληρώσει ακριβά το μάρμαρο. Στην ουσία όμως πρόκειται για «Πύρρειο νίκη» της δημοτικής αρχής, που ξεγυμνώθηκε πολιτικά πλήρως στα μάτια των δημοτών! Στο όλο θέμα όμως υπάρχουν και ηθικές και πολιτικές διαστάσεις. Βλέπετε, στην πολιτική ζωή (κανείς μας δεν είναι απολιτίκ ακόμα κι αν έτσι νομίζει) υπάρχουν πάντα εκείνοι που χύνουν το δηλητήριό τους σε ανύποπτο χρόνο είτε από εμπάθεια είτε από ιδεολογικό μίσος είτε για να δημιουργήσουν ένα κοινωνικό αυτοματισμό, που θεωρείται και το απόστημα της σύγχρονης πολιτικής.
Για να ξεκαθαριστούν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, οι παρευρισκόμενοι και αντιτιθέμενοι εκπρόσωποι των φορέων, των ενώσεων, οι πρόεδροι κοινοτήτων, τα μέλη και υποστηρικτές της Λαϊκής Συσπείρωσης, το πλήθος των συνδημοτών μας βαφτίστηκαν αυθωρεί και παραχρήμα «κομουνιστές». Μακάρι να ήταν· τιμή τους και καμάρι τους. Σάμπως, πού ήταν όλοι οι θιγόμενοι που από αύριο θα αρχίσουν να γκρινιάζουν για τα αβάσταχτα ανταποδοτικά τέλη; Οι εντονότερα διαμαρτυρόμενοι (πρόεδρος του Ν.Τ. της ΑΔΕΔΥ και πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Λαγκάδας) αντιμετωπίστηκαν ως υποκινητές της διαμαρτυρίας και με κίνητρο την επαγγελματική τους ταυτότητα (εκπαιδευτικοί), που καμιά σχέση δεν είχε με τη συνδικαλιστική και πολιτική τους παρουσία στο χώρο, μπήκε σε λειτουργία ο κοινωνικός αυτοματισμός αποδόμησης τους: «Για κοίτα, ρε, κάτι δάσκαλοι», «Ντροπή σας, και είστε και δάσκαλοι» κ.λπ. Δείγμα κι αυτό του σύγχρονου πολιτικού πολιτισμού ή μακιαβελισμού;
Μέσα στους διαμαρτυρόμενους υπήρχαν και γιατροί και δικηγόροι και εργάτες και επαγγελματίες και ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι. Δυστυχώς αποδείχτηκε περίτρανα πως στη συνείδηση της αστικής τάξης και τα συμφέροντά της το μείγμα «δάσκαλος και κομουνιστής» είναι λίαν εύφλεκτο, εκρηκτικό και επικίνδυνο, γι’ αυτό και πρέπει να πολεμηθεί αλύπητα. Φόβος ή ταξικό μίσος; Μάλλον και τα δύο.
Ο απόηχος της διαμαρτυρίας έναντι των αυξήσεων των ανταποδοτικών τελών δεν έσβησε ούτε μέσα στο δημαρχείο ούτε στην κοινωνία. Παρόλα αυτά οι ανώνυμοι σχολιαστές του διαδικτύου, χωμένοι πίσω από το πληκτρολόγιό τους, εξαπέλυσαν ό,τι πιο μοχθηρό και μιαρό θα μπορούσαν να εξαπολύσουν εναντίον εκείνων που υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της δημόσιας αντίθεσης σε ένα ακόμη αφόρητο, μεταξύ άλλων, χαράτσι. Η ευκολία με την οποία έριξαν το λίθο του αναθέματος στη διαφορετική άποψη, χαρακτηρίζοντας ως «φασίστες», «λέτσους» και άλλα κοσμητικά επίθετα τα μέλη του ΚΚΕ και όσους ακόμη είχαν το θάρρος να αντιτεθούν, φανερώνει ότι μπαίνουμε ταχύτατα στο νεοταξικό πολιτικό μεσαίωνα που καλλιεργεί το διχασμό και τον αλληλοσπαραγμό. Ταυτόχρονα εγείρει ζήτημα πολιτικής ηθικής για τα ηλεκτρονικά μέσα που τους ανέχονται στο βωμό της αναγνωσιμότητας, ενώ στην ουσία υπονομεύουν το κύρος τους, γιατί η ανώνυμη ύβρις δεν αποτελεί ελευθερία γνώμης, αλλά λάσπη!
Θα ήθελα, σαν επίλογο, να παραθέσω ένα απόσπασμα αφήγησης από το βιβλίο του καπετάν Δημήτρη Μελαχροινούδη «Ιστορία της Καλλιμασιάς» που γλαφυρότατα αναδεικνύει το πρόβλημα του διχασμού και της πολιτικής εμπάθειας διαχρονικά: “Τώρα βέβαια είναι αλλιώτικα τα πράγματα. Τα χαλάσματα που αφήσανε ας πούμε οι γονείς μας και εμείς η 3η και η 2η γενεά και προσπαθούν τα παιδιά μας να τα αναστηλώσουν, τα βρίζουμε και τα λασπώνουμε και τους κολλάμε τη ρετσινιά… ΟΙ ΚΟΜΟΥΝΙΣΤΑΙ. Ντροπή και μικροπρέπεια, μάθαμε σαν τους νεροσαλιάκους με τα σάλια μας να προχωρούμε και να ανεβαίνουμε όπου μπορούμε και όχι σαν τα αετόπουλα με ανοιγμένα τα φτερά να πετούμε ψηλά. Ας ξυπνήσουμε κάποτε.”