20.4.2023 17:34

Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄(1745-1821): Ο Πρωτοκάθεδρος της Ορθοδοξίας και του Γένους

Από τη Δρ. Φιλ. Μαρία - Ελευθερία Γ. Γιατράκου

Όσα θ' ακολουθήσουν δεν έχουν σκοπό να προβάλουν τη βιοεργογραφία του πρώτου ιερομάρτυρα της Εθνεγερσίας, του μεγαλωστί μεγάλου Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε', αλλά στοχεύουν με βάση τις πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές στο να επανεκτιμήσουμε τη μεγάλη αυτή μορφή του Γένους, ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης στη μνήμη του, λιβανωτό απ' τ' απόκρυφο λιβανιστήρι της ψυχής μας.

Έχουν περάσει διακόσια εξήντα πέντε χρόνια από τότε που είδε το φως στη Δημητσάνα της ευάνδρου Αρκαδίας ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, μετέπειτα δε Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' και 190 χρόνια από τον μαρτυρικό του θάνατο. Ο Γρηγόριος ο Ε' υπήρξεν ένας εκ των διαπρεπέστερων πατριαρχών της Κωνσταντινουπόλεως και αποτελεί μορφή ν της Εκκλησίας, της παιδείας και του έθνους, όχι τυχούσαν[1]. Τρεις φορές ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο, δύο φορές κατεβιβάσθη από αυτόν και την τρίτην εμαρτύρησεν[2] .

Ας παρακολουθήσουμε όμως έστω και σύντομα τη λαμπρή βιοτροχιά του. Γεννήθηκε το 1745 ή πιθανότερον το 1746 όπως προελέχθη στη Δημητσάνα. Πατέρας του ο πτωχός ποιμήν Ιωάννης Αγγελόπουλος και μητέρα του η Ασημίνα Παναγιωτοπούλου. Είχε ένα αδελφόν και δύο αδελφές[3]. Παρακολούθησε το νεαρό τσοπανόπουλο τα πρώτα στοιχεία των εγκυκλίων ελληνικών μαθημάτων και της εν Χριστώ ζωής κοντά στο θείο και ανάδοχο του Μελέτιο ιερομόναχο και σε άλλον δάσκαλο από τη Δημητσάνα τον ιερομόναχο Αθανάσιον τον Ρουσόπουλον. Κατά το 1765 ήδη σε ηλικία είκοσι ετών, φλεγόμενος υπό της ιεράς παιδείας απεδήμησεν μαζί με τον διδάσκαλόν του Ρουσόπουλον στην Αθήνα, όπου και εμαθήτευσεν επί δύο σχεδόν έτη κοντά στον τότε πολυμαθή διδάσκαλόν των Αθηνών, Δημήτριον τον Βόδαν[4]. Ο Γεώργιος Αγγελόπουλος απέπλευσεν το 1767 στη Σμύρνη και έμεινε κοντά στον άλλο θείο του Χατζή Μελέτιον, ο οποίος ήταν Εκκλησιάρχης στο ναό, τον βοηθούσε και συγχρόνως παρακολουθούσε καρποφόρως τα μαθήματα της Ευαγγελικής Σχολής. Έπειτα μετέβη στις νήσους Στροφάδες και διέτριψεν επ' ολίγον σε κάποιο μονύδριο, που αποτελούσε τόπον ενάρετου βίου και εκεί ενδύεται το μοναχικόν σχήμα, μετονομασθείς σε Γρηγοριον[5]. Από εκεί μετέβη στην Πάτμο και μαθήτευσε κοντά στον Δανιήλ τον Κεραμέα, «γυμναζόμενος περί τους λόγους της θείας και ανθρώπινης σοφίας μετ' επιμελείας ενδελεχούς».

Αφού διήνυσεν το στάδιον των σπουδών στη Σχολή της Πάτμου, προσκαλεί τον Γρηγόριο στη Σμύρνη ο τότε Μητροπολίτης Σμύρνης, Προκόπιος (Πελοποννήσιος και αυτός), και πληροφορηθείς την χρηστότητα των τρόπων του, την κατά Θεόν πολιτείαν του και το γεγονός ότι εκοσμείτο υπό παιδείας αληθινής, τον εχειροτόνησεν διάκονον και στη συνέχεια τον προεχείρισεν αρχιδιάκονον, πρωτοσύγγελον, και υπηρέτησεν κοντά του επί μίαν δεκαετίαν, μέχρι τον Ιούνιον του 1785, οπότε εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Προκόπιος και διεδέχθη αυτόν εις τον μητροπολιτικόν θρόνο της Σμύρνης κατ' απαίτησιν των Σμυρναίων. Ο Γρηγόριος παρέμεινεν εις την Σμύρνην μέχρι της εκλογής του εις οικουμενικόν Πατριάρχην[6].

Όπως διαπιστώνεται, ο Γρηγόριος φοίτησε σε ακμάζουσες σχολές της εποχής του, έτυχε σοβαρής παιδείας, την οποία συμπλήρωσε με πολλή μελέτη. Μεγάλη επίδραση άσκησεν στην ασκητική του φύση η μονή του Φιλοσόφου, που βρισκόταν στην πατρίδα του τη Δημητσάνα. Η είσοδος του στον μοναχικό βίο υπήρξε αποτέλεσμα εν πρώτοις βαθιάς κλίσης έμφυτης και κατά δεύτερον λόγον επίδρασης που ήσκησε επί της ασκητικής του φύσης η μονή της πατρίδας του, Δημητσάνας, η του Φιλοσόφου[7].

Ύστερα από ολίγον χρόνον μετά από τα δεινά των Πελοποννησίων, που υπήρξαν συνέπεια του κινήματος του Ορλώφ κατά το 1770 και ύστερα από το δράμα και τη φοβερή σφαγή κατά το γνωστό «ρεμπελιό της Σμύρνης» (1797), ο Γρηγόριος συγκλονίσθηκε κυρίως όταν ένα ασυγκράτητο προσφυγικό κύμα αποτελούμενο από 70.000 περίπου Πελοποννησίους κατέφυγε στη Σμύρνη ζητώντας άσυλο[8]. Κι όταν ως συνοδικός βρισκόταν στη βασιλεύουσα και έμαθε τις εις βάρος των επαρχιωτών του σφαγές των Τούρκων, έσπευσε αμέσως κοντά στο ποίμνιο του για να εκπληρώσει το πνευματικό του χρέος[9]. Εξάλλου εκεί τον βρήκε η είδηση της εκλογής του σε Πατριάρχη. Στον πατριαρχικό θρόνο ο Γρηγόριος μετέβαινε κατηφής και πλήρης πικρίας[10].

Ο Γρηγόριος επιθυμώντας να δει την γενέθλια γη ταξίδεψε στη Δημητσάνα και για να επισκεφθεί τους λίγους εναπομείναντες συγγενείς του. Όταν όμως έφθασε εκεί, σχολαρχούντος του μικρού Αγαπίου Παπαντωνοπούλου, με δικές του δαπάνες, φρόντισε να οικοδομηθούν σ' αυτήν οκτώ ευρύχωρα δωμάτια για δωρεάν κατοικίαν των προερχομένων έξωθεν απόρων μαθητών[11].

Θα άξιζε να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι ο Γρηγόριος ανήλθε βαθμιαία τις κλίμακες της ιερωσύνης κατ' αξίαν για την παιδεία και την αρετή του. Εξάλλου είναι γνωστόν ότι όταν ο Σμύρνης Προκόπιος εκλήθη εις τον πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινούπολης, ο Ηγεμών Υψηλάντης είχεν ήδη προτείνει στη Σύνοδο ως διάδοχον του Προκοποίου κάποιον Ναθαναήλ ιερομόναχον λόγιον. Αλλά ένα μήνα μετά την ενθρόνιση του στην Κωνσταντινούπολη ο Προκόπιος, επήνεσε μεν τον Ναθαναήλ, έκρινε αυτόν κατάλληλον να χειροτονηθεί στην πρώτη χηρεύουσα Επαρχία, αλλά πρότεινε στη Σύνοδο του Πατριαρχείου για Μητροπολίτη Σμύρνης τον Γρηγόριο για τις αρετές του και την παιδεία του αλλά και για την υπόληψη και αγάπη που απελάμβανεν από τους κατοίκους της Σμύρνης. Οι Σμυρναίοι επλήθησαν χαράς και προσυπήντησαν αυτόν πανδήμως[12].

Κατά τα δεκατρία έτη ποιμαντορίας του στη Μητρόπολη Σμύρνης ο Γρηγόριος όχι μόνο δικαίωσε τις προσδοκίες των Σμυρναίων, αλλά τις υπερέβη. Εκήρυττε αδιαλείπτως τον θείον λόγον, προς διδασκαλίαν της λογικής του ποίμνης. Θλιβόμενος για την έλλειψη αρκετών ναών στη Σμύρνη, και στα χωριά της, φρόντισε να θεραπεύσει την έλλειψη αυτή με ζήλο υποδειγματικό. Στη Σμύρνη υπήρχε μία μόνον εκκλησία, αλλά μικρή και σεσαθρωμένη και εστεγασμένη το πλείστον εκ κηροπάνου, ώστε οι εκκλησιαζόμενοι βρέχονταν κατά τον χειμώνα. Με την προσπάθεια του Γρηγορίου και με τις μεσιτείες του προς τους εν Κωνσταντινουπόλει ομογενείς ανέκτισεν τον ναόν εκ βάθρων λαμπρό και μεγάλο[13]. Επειδή επίσης δεν ανεχόταν να βλέπει συρομένους στους δρόμους υπό των χαρτοδοτών (εισπρακτόρων του χαρατσίου), τον κλήρο της Σμύρνης, τον απήλλαξε από τον βίαιο αυτό δασμό και συμφώνησε να πληρώνεται από το κοινό της πόλεως ο κεφαλικός φόρος όλων των κληρικών. Ο Γρηγόριος υπήρξεν επίσης ο ειρηνοποιός προσπαθώντας πάντοτε να λύσει τις διαφορές που ανέκυπταν μεταξύ των ορθοδόξων και τους συμβίβαζε αποδίδοντας το δίκαιον. Αξιομνημόνευτο είναι και το έργο του Γρηγορίου, που μαρτυρεί τον ευαγγελικό του χαρακτήρα.

Συνέβη κάποτε στη Σμύρνη έρις μεταξύ των Χριστιανών, ο δε Γρηγόριος προσπαθώντας να συμβιβάζει τους ερίζοντες, σύρθηκε στο άλλο μέρος των ενδιαφερομένων μερών, που είχε το άδικον. Όταν όμως ύστερα από λίγο συνειδητοποίησε το παράπτωμα του, εξεφώνησε στην Εκκλησία λόγον για ομόνοια μεταξύ των Χριστιανών και κατέβηκε φορώντας την αρχιερατική του στολή, «το σχήμα ταπεινός, την καρδίαν συντγετριμμένος, πλήρης δακρύων τους οφθαλμούς», ομολογεί το αμάρτημα, και προσπίπτει και ζητεί παρά πάντων την συγχώρησιν, σύμφωνα με τον Κων/νον Οικονόμον των εξ Οικονόμων[14]. Το 1798 επί Πατριάρχου Γερασίμου του Γ' μετακληθείς, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εγκαινίασε τον υπό του Πρίγκιπος Υψηλάντου ανεγερθέντα και σωζόμενον στην Ελληνεμπορική Σχολή της νήσου Χάλκης ναόν του Αγίου Ιωάννου, κοντά στον ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που οικοδομήθηκε από τον προτελευταίο αυτοκράτορα της Βασιλεύουσας, Παλαιολόγον[15]. Ο Γρηγόριος διέπρεψεν και ως συγγραφέας.

Όταν ακόμη ήταν νεαρός Αρχιδιάκονος μετέφρασε και εξέδωκεν τους περί ιερωσύνης λόγους του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στη Βενετία, στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ[16] , με δαπάνη του Σμυρναίου λογίου Ιω. Πιττακού. Ως πατριάρχης εξέδωκε εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου τα Ηθικά του Μεγάλου Βασιλείου και εξήγηση των ομιλιών του στην Εξαήμερο καθώς και μετάφραση του Κυριακοδρομίου σε απλή γλώσσα. Σε αγιορείτικο κώδικα παραμένει ανέκδοτη μετάφραση του εις τα Εισόδια της Θεοτόκου λόγου Γρηγορίου του Παλαμά[17].

Κι η μέριμνα του για την παιδεία ανύπνωτη. Έλαβε σειρά μέτρων για την ίδρυση σχολείων, για διδασκάλους, για οργανισμούς σχολείου, για τα οικονομικά της παιδείας, για τα βιβλία, για τις εκδόσεις, για τα τυπογραφεία κ,ά. Ήταν ο άξιος πνευματικός ηγέτης με πλήρη συνείδηση της υψηλής αποστολής του. Έδινε ιδιαίτερη σημασία στην πνευματική αναγέννηση του έθνους και προς αυτήν την κατεύθυνση εργαζόταν, φροντίζοντας να προσφέρει βιβλία σε γλώσσα απλή.

Πριν αναφερθούμε στις πράξεις του κατά την διάρκειαν της πατριαρχείας του, αξίζει να παρουσιάσουμε τα σωματικά και ηθικά του γνωρίσματα, που συνθέτουν την προσωπικότητα του.

Ο Γρηγόριος ο Ε' υπήρξεν κατά τον βιογράφον του υψηλός το ανάστημα, ισχνός το σώμα, γλαυκός τους οφθαλμούς, συνάμα δε και μέγας κύκλος περιέτρεχε την κόρην ηρέμα στεφανών το δε βλέμμα γοργόν και οξύ μετά της λαμπρότητος, όθεν διεφαίνετο και το γοργόν και γρήγορον της διανοίας εις το περί τας Εκκλησιαστικάς αυτού πράξεις ενεργόν και δραστήριον» .

Ο Γρηγόριος ο Ε' κατά τον βιογράφον του ήταν «την τροφήν ολιγαρκής και ασκητικός οσάκις εγευμάτιζεν ή εδείπνει καθ' εαυτόν». Όταν όμως φιλοξενούσε ξένους ή άλλους γνωστούς παρέθετε λαμπράν τράπεζαν, μόλις απογευόμενος των ποικίλων φαγητών, ίνα μη φανή νηστευτής αυτός μεταξύ των εστιωμένων[18]». Γεμάτος από τη θεία αγάπη,

υπήρχεν ακάματος εις τον ιερόν αγώνα της προσευχής. Κάθε βράδυ μετά την κοινήν ανάγνωση του αποδείπνου, αναχωρούσε στον μικρό κοιτώνα του όπου αφιερωνόταν για πολλή ώρα σε νοερή προσευχή, «προσομιλών μόνος μόνω Θεώ[19]» . Έπειτα κατά μικρόν ανέπαυε το σώμα· και πάλιν μεσονύκτιον εξηγείρετο, «του εξομολογήσασθαι, τω ονόματι Κυρίου». Και πάλιν επινυστάξας, προέφθανε τον όρθρον, μελετών και απαγγέλων τα λόγια του Θεού, και συνήγετο περί αυτόν εις εκπλήρωσιν της εκκλησιαστικής ακολουθίας. Και καθ' όλην την ημέραν, οσάκις κατά τύχην έμενε μόνος, «ήρε τας οφθαλμούς του προς τον κατοικούντα εν τω ουρανώ». Ο Γρηγόριος ο Ε' είχε την προσευχήν τροφήν και τρυφήν της φιλόθεου ψυχής του και οδηγόν εις τα πρακτέα και σύντροφον εις τους αγώνας των πατριαρχικών μεριμνών[20].

«Άτυφος και ταπεινός τη καρδία» παραμυθούσε τους θλιβομένους και κανείς δεν υπήρξεν όσο κι αν ήταν οχληρός, που να ανεχώρησε απαρηγόρητος είτε δια λόγου, είτε δι' έργου, εφόσον ήταν δυνατή η έμπρακτη βοήθεια. Πράος τω πνεύματι, και ειρηνικός, υπομονετικός εργάτης της αρετής, ζηλωτής και μέχρι οξυθυμίας προς πράξεις και περιστάσεις. Ανυπόκριτος και ακέραιος, «ως η περιστερά και φρόνιμος ως ο όφις» κατά το Ευαγγελικόν, φρόντιζε για την δική του σωτηρία και του πλησίον. Αμνησίκακος και πρόθυμος να συγχωρήσει τους άλλους, αυστηρός όμως δικαστής για τα δικά του σφάλματα, επιεικής και ήπιος προς τον πλησίον. Άκαμπτος και ανένδοτος στις άνομες απαιτήσεις και ατρόμητος υπερασπιστής του δικαίου. Αφιλάργυρος και αφιλοχρήματος όχι μόνο ουδέποτε κρατούσε χρήματα για τον εαυτόν του, ούτε εβάσταζε βαλάντιο, αλλά ούτε εμπειρία είχε να μετρήσει τα αργύρια[21]. Όσα εισοδήματα συνήγοντο κατά καιρούς, όλα αυτά, εκτός των αναγκαίων για τροφή και δαπάνες του Πατριαρχείου, μοίραζε σε πτωχούς και ορφανούς. Και όλων των ειδών οι ενδεείς, χήρες και γέροντες, χωλοί και τυφλοί, και ανάπηροι έτρεχαν στο Πατριαρχείο και έπαιρναν από τον Αρχιδιάκονο την ανάλογη βοήθεια. Επειδή όμως το φιλόπτωχο κιβώτιο πολλές φορές ήταν γεμάτο μεν από την ελεημοσύνη των θείων χαρίτων, κενό από χρήματα, ήλθε κάποτε ο Αρχιδιάκονος προς τον Πατριάρχην και το ανέφερεν αυτό. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' του απήντησε, «Απελθών, δάνεισαι, τι περιμένεις;» Επειδή εκείνος συστελλόταν ο Πατριάρχης κίνησε την κεφαλήν και του είπε: «Εντρέπεσαι, καθώς φαίνεται, να ζητήσεις δάνειον, ίνα δανείσης τω Θεώ. Ο γάρ ελεών πτωχόν, δανείζει Θεώ».

Αλλοτε πάλιν όταν προσήλθε κάποια πτωχή χήρα με την κόρη της που βρισκόταν σε ώρα γάμου και έκλαιγε, διότι ο νυμφίος ευρεθείς ζητεί προίκα, σηκώθηκε ο Πατριάρχης και έβγαλε την πολύτιμη ζώνη του (εκ λαχουρίου) την οποίαν είχε στείλλει προς αυτόν εξ ευλαβείας ένας από τους άρχοντες και έδωκεν αυτήν για να θεραπεύσει την παρούσαν ανάγκην. Κι όλα αυτά τα πολύτιμα ευρήματα που προσφέρονταν στον Πατριάρχη Γρηγόριον τον Ε' προς ένδειξιν τιμής, γίνονταν κληρονομιά των πτωχών. Ιδιαιτέρως μάλιστα φρόντιζε για τις νέες κόρες και τις χήρες για να μην πέσουν στο βάραθρο της αμαρτίας. Κι έτσι εφήρμοζε κατά το δυνατόν την Κυριακήν εντολήν «παντί τω αιτούντι σε δίδου» αποβλέποντας όχι προς πρόσωπα, αλλά προς τις ανάγκες και τις περιστάσεις εκάστου με αμεροληψίαν και φιλανθρωπίαν[22].

Είναι χαρακτηριστική η συνοπτική περιγραφή που γίνεται για τον Πατριάρχη στον κατάλογο των πατριαρχών: «Το σεμνόν και αυστηρόν του ήθους, η λιτή δίαιτα, η ταπεινή στολή, το αφιλάργυρον του τρόπου, ο προς την πίστιν ένθερμος ζήλος, η περί την κοσμιότητα των Εκκλησιαστικών αδυσώπητος οξυδέρκεια, η οξυτάτη περί τα έργα δραστηριότης, το οξύθυμον και ραγδαίον, και προς τους κινδύνους καταφρονητικόν, αι άκαμπτοι αυτού ιδέαι και η ανένδοτος περί τα καλά και ατρόμητος πεισμονή επεδείκνυνον σεβαστόν και φοβερόν τον Γρηγόριον[23]» .

Οι καιροί κατά τους οποίος ανήλθεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο Γρηγόριος ήταν χαλεποί. Καλύπτοντας δια των τριών πατριαρχών του διάστημα χρόνου μιας εικοσιπενταετίας - μιας εποχής κρισιμότατης για την εν γένει ζωήν του έθνους, από την οποίαν μόλις έξι έτη έχει την ευθύνη διαποίμανσης, σηκώνει το βαρύ φόρτον του μόχθου και του εθνικού πόνου, για όσα συμβαίνουν, προσπαθεί να θέσει τις στέρεες βάσεις της αναμόρφωσης και του φρονηματισμού. Η διέλευση του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σημαίνει αναστήλωση του μεγάλου θεσμού που κλονιζόταν, σημαίνει προβολή φωτεινού παραδείγματος και εξιλασμό γεγονότων κατά την έναρξη του απελευθερωτικού Αγώνα αλλά και συνειδητοποίηση της πίστης στον αγώνα αυτόν και εσωτερική ενίσχυση για την πραγματοποίηση της μεγάλης απόφασης [24].

Αξίζει να παρακολουθήσουμε τον Γρηγόριον τον Ε' και τις επισημότερες πράξεις τις τριπλής πατριαρχίας του.

Μόλις ανήλθεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον έστρεψε παντού το διορατικό του βλέμμα για να δει τις ανάγκες της Εκκλησίας. Φρόντισε για την ευπρεπή στέγαση του Πατριαρχείου, το οποίο υπήρχε «σεσαθρωμένον», διότι είχε κτισθεί προ εκατό περίπου ετών επί Πατριάρχου Ιερεμίου το 1716 και είχε καεί κατά την πυρκαϊάν που ξέσπασε το 1707 ή 1710. Θεωρούσε απαράδεκτη τη συνήθεια της μίσθωσης ιδιωτικής οικίας για τον αρχηγό του έθνους. Έτσι οικοδόμησε εκ βάθρων πατριαρχικήν στέγην που μαρτυρείται δι΄ επιγραφής με τριπλή ακροστιχίδα και με τα χρήματα που συνήχθησαν από τους χριστιανούς όσα δε επερίσσευσαν, χρησίμευσαν σε άλλο κοινωφελές έργο[25]. Φρόντισε επίσης για τη σύσταση Ελληνικού Τυπογραφείου μέσα στο οίκημα του Πατριαρχείου.

Επειδή θα συναντούσε προσκόμματα από την τουρκική εξουσία ανέφερε σ' αυτήν ότι στο Τυπογραφείο θα τυπώνονται τα βιβλία της πίστεως, και όχι σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, όπου μπορεί να νοθευτούν και επομένως να συμβούν σκάνδαλα και ταραχές στους χριστιανούς υπηκόους του Οθωμανικού Κράτους[26]. Έτσι είδε η Βασιλεύουσα Τυπογραφείο διακόσια χρόνια μετά, αφότου το πρώτο καταστράφηκε. Σ' αυτό τυπώνονταν εκκλησιαστικά βιβλία και όρισεν ο Πατριάρχης λογοκριτές. Κατασκευάσθηκε και σφραγίδα με το δικέφαλον και το όνομα του εκάστοτε Πατριάρχη και ετίθετο επί των βιβλίων.

Στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του στο εσωτερικόν της Μεγάλης Εκκλησίας και χάραξε αυστηρή ηθική γραμμή, προκειμένου να συνεχίσει την απρόσκοπτη πορεία της, με βάση την μακράν της παράδοσης[27]. Φρόντισε για την απαρέγκλιτη τήρηση και φύλαξη των ιερών κανόνων. Κι έστειλε εγκυκλίους προς τους υπό τον Οικουμενικόν θρόνον Αρχιερείς, διατάσσοντας την κανονική διοίκηση των Εκκλησιών. Απηγόρευσε να χειροτονούνται ιερείς που δεν θα είχαν την απαιτουμένην ηλικίαν και αξιότητα. Απηγόρευσε στους Κληρικούς να αναμιγνύονται στα κοσμικά καθώς επίσης στους κοσμικούς στα Εκκλησιαστικά. Με εγκύκλιες διαταγές προέτρεψεν όλους τους Αρχιερείς να τηρούν τους ιερούς κανόνες και φρόντισε να υπάρχει τάξη στα υπό την δικαιοδοσία του μοναστήρια και εξέδωκε σιγίλλια και κατεγράφησαν κατά την τάξη στον Κώδικα της Εκκλησίας[28] . Εξαρχικές Επιτροπές του Πατριαρχείου όφειλαν να αναγνώσουν ή να επιδώσουν ιδιοχείρως στα ηγουμενοσυμβούλια τα πρωταρχικά γράμματα, εξηγώντας ότι απέβλεπαν σε «μυστικούς εθνικούς σκοπούς[29]» .

Με τον τρόπον αυτόν διασκέδασαν την αρχική ανησυχία των μοναχών που θεωρούσαν το περιεχόμενο των εγκυκλίων γραμμάτων «σκοτεινόν και ασαφές» και στη συνέχεια εκφράσθηκαν με ικανοποίηση για τον «θείον και άγιον σκοπόν της τοιαύτης κοινωφελούς καταγραφής[30]» και υπογράμμισαν ότι «ήλθε καιρός να αποσείσωσι τα βάρη των δυστυχιών τα ιερά μοναστήρια, και να αναλάβωσι την προτέραν σταυροπηγιακήν λαμπρότητα.[31]..» .

Η προσπάθεια του Γρηγορίου του Ε' για την ανόρθωση των οικονομικών δέχθηκε δριμύτατη επίθεση από το Σέργιο Μακραίο, δάσκαλο της Πατριαρχικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως. Οι κρίσεις του Μακραίου θεωρήθηκαν άδικες και προφανώς μαρτυρούν την εμπάθεια του. προφανώς οφείλονται στο γεγονός ότι ο Μακραιός υπήρξεν αρχηγός του περίφημου κινήματος των καλυβάδων, το οποίο βρήκε τελικώς τη λύση του από τον Γρηγόριο τον Ε΄[32].

Η αύξηση υπό του Πατριάρχη των εισφορών των Ι. Μονών προς το Πατριαρχειον δεν οφειλόταν σε λόγους «χρηματικούς» αλλά ήταν «απαραίτητος για την εκπλήρωσιν εθνικών σκοπών, «... της ανορθώσεως δηλαδή της Εκκλησίας και του Έθνους[33]».

Ο Γρηγόριος ο Ε' εφρόντιζε μετά ζήλου να ανεγείρονται ή να ανακαινίζονται και οι Εκκλησίες κατά τόπους, με άδειαν της εξουσίας, συνεργούντων και των ισχυρών ομογενών[34]. Εξέδωκεν συνοδικούς τόμους. Με τις ενέργειες του τονίσθηκε η σημασία και η κοινωνική αποστολή της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Καθιέρωσε τακτές ημέρες συνεδριάσεων, για τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου, καθόρισε τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συνοδιακών, κατήρτισε καταστατικόν χάρτην, ερύθμισε τα των μαντζήληδων, δηλαδή των εμπεριστάτων αρχιερέων, απηγόρευσε την χειροτονία ιερέων απαίδευτων και μη χρηστοήθων ή ανηλίκων, καθώς και χειροτονίαν αρχιερέων εκ του εγγάμου βίου, αποβλέποντας στην ευταξία και την ηθικοποίηση των λειτουργών. Προσπάθησε να εισαγάγει την λιτότητα που τον χαρακτήριζε και την αυστηρότητα του βίου, γι' αυτό και συνήντησε ζωηρή αντίδραση. Με διάκριση προσπάθησε να συγκρατεί τις παρεμβάσεις των κρατούντων στα εσωτερικά της Μεγάλης Εκκλησίας και επιμένοντας στην τήρηση των βερατίων. Όλες του οι ενέργειες μαρτυρούν το καθαρώς πνευματικό και ηθικό του πρόγραμμα[35] .

Επειδή συνέρρεαν πολλοί Αρχιερείς στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να είναι ανάγκη, τους απέπεμπε να επιστρέψουν στο ιερό τους ποίμνιο, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τους. Απέθανε εν τω μεταξύ και ο Γεώργιος Χαντζερής, Ηγεμόνας της Βλαχίας και συκοφαντήθηκε ο Γρηγόριος ο Ε' ως «άνθρωπος βίαιος και ανίκανος εις διατήρησιν της των λαών υποταγής», όπως έγραφε το κατ' αυτόν βεζυρικό Διάταγμα, και εξορίσθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1798 στον Άθωνα ύστερα από Πατριαρχία ενός έτους και έξι μηνών[36] .

Δεν θύμωσε γι' αυτό όμως ο αδάμαντας της αρετής, αλλά διέπλεεν τα κύματα της θαλάσσης χαίρων και αγαλλόμενος, επόμενος ευχαρίστως όπου τον οδηγούσε ο δάκτυλος του Θεού[37]. Στο Αγιον Όρος εξέλεξε για κατοικία την μονήν των Ιβήρων και κάποτε την Ααύραν, απολαμβάνοντας την ελευθερίαν των ασκητικών αγώνων, κηρύσσοντας τον θείον λόγον συνεχώς στις Εκκλησίες εξομαλύνοντας τις διαφορές που προέκυπταν στα μοναστήρια, όντας ο ίδιος υπογραμμός της μοναχικής ζωής[38]. Επισκεπτόταν και τις άλλες μονές και τις δέκα Σκήτες του Αγίου Όρους και συμφιλοσοφούσε με τους άλλους πατέρες την ανωτάτην φιλοσοφίαν και συναγωνιζόταν τους πνευματικούς αγώνες και συνεκκλησιαζόταν και συναγρυπνούσε και συναναμίγνυε τα γλυκερά της κατανύξεως δάκρυα. Πρόσφερε και λογία (εισφορά) για τους πτωχότερους όλα τα χρήματα όσα περίσσευαν από την πενιχρή του διατροφή από τα 500 γρόσια κατά μήνα που του έστελλε η Μεγάλη Εκκλησία και κάποιοι ευεργετηθέντες από αυτόν[39]. Έξι χρόνια παρέμεινεν εξόριστος ο Γρηγόριος ο Ε' στον Άθωνα, ουσιαστικά επίδοξη μετάβαση νικηφόρου πνευματικού Αγωνιστή[40].

Όταν συμπληρώθηκε η εξαετία εξορίας του Γρηγορίου Ε' στον Αθωνα, παραιτείται ο τότε Πατριάρχης Καλλίνικος και ανακαλείται από τον Άθωνα ο Γρηγόριος ο Ε'. Τον συμπροπέμπουν με δάκρυα οι πρώην συμμοναστές και ασκητές και τον υποδέχεται η Βασιλεύουσα και εισέρχεται πάλι στο στίβο των πατριαρχικών αγώνων θερμότερος από πριν. Παρακαλεί τους συναθλητές του Αρχιερείς να συνέρχονται πρόθυμα στις καθιερωμένες υπό της Ιεράς Συνόδου συνάξεις. Κι αν κάποιος ισχυρός κατά καιρούς τον παρακαλούσε να προβεί σε άδικη πράξη, έδειχνε μειδιώντας αντί άλλης απάντησης το κλειδί του κελλίου του στον Αθωνα, κατά την εκεί διατριβή του, δηλώνοντας χαριέντως, ότι είναι πάλιν έτοιμος προς εξορίαν, προτιμώντας αυτήν παρά την παράβαση των ιερών κανόνων[41] .

Συνήθιζε να πηγαίνει στη νεοσύστατη μεγάλη και κοινωφελή του Γένους Σχολή Ξηροκρήνη (Κουρούτ - Τζεσμέ) ευλογών και ενισχύων τους εκεί διδασκάλους και μαθητές. Φρόντισε να ιδρυθούν νέα σχολεία, να βελτιωθούν τα υπάρχοντα. Έστελλε εγκυκλίους σε Αρχιερείς και καθηγουμένους των Μονών εφιστώντας την προσοχήν τους στην τήρηση των ιερών κανόνων. Έλαβε μέτρα και για το τράχωμα, την προίκα θα λέγαμε, με την οποίαν η νύμφη αγοράζει τον γαμπρόν. Ιδιαιτέρως φρόντισε και πάλι για την Τυπογραφία των Πατριαρχείων [42]. Έλαβε μέτρα κατά των σχισματικών Ιγνάτ Κοζάκων, οι οποίοι κατοικούσαν περί τον Δούναβη και ζήτησαν να χειροτονηθούν διάκονοι και ιερείς «Υπάγετε, λοιπόν», τους είπε ο Γρηγόριος ο Ε' «ως πρόβατα πλανώμενα έξω της μιας και μόνης ποίμνης του Χριστού[43]».

Όταν το 1807 ο αγγλικός στόλος απειλούσε να κατατεφρώσει την Βασιλεύουσα, εάν η Οθωμανική Κυβέρνηση δεν διερρήγνυε την συμμαχίαν με τους Γάλλους η τουρκική εξουσία διέταξε τους υπηκόους να κτίσουν προμαχώνα γύρω από το παλάτι. Ο Γρηγόριος ο Ε' ως θρησκευτικός Εθνάρχης των υποκειμένων στο Σουλτάνο Χριστιανών ειδοποιήθηκε από τον Σουλτάνον δια του τότε Διερμηνέως Αλεξάνδρου Χατζερή να φροντίσει για την συμμετοχή σε πάνδημη εργασία. Τρεις χιλιάδες Γραικοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και μεταξύ αυτών ο μακάριος γέρων Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' μετέφερεν ως απλός εργάτης μέσα σε πήραν - σακκί χώμα στους παράλιους εκείνους προμαχώνες για να μη δώσει αφορμή και προκαλέσει την εχθρότητα του Σουλτάνου κατά των Χριστιανών. Ο Σουλτάνος από τα παράθυρα του παλατιού επισκοπώντας τους εργαζομένους ευχαριστήθηκε όταν είδε εργαζόμενον και τον γέροντα Πατριάρχη. Εξέφρασε ποικιλοτρόπως την εύνοια του και του προσέφερεν εκτός των άλλων επιδαψιλεύσεων πολύτιμον ερυθρόν επενδύτην διφθερωτόν (σαμουρόγουνα) και έφιππον απέστειλεν εντίμως στα Πατριαρχεία[44] .

Όταν μετά από στάση στην Κωνσταντινούπολη κατεβιβάσθη από τον θρόνον ο Σουλτάνος Σελίμης και ανεβιβάσθη ο υιός του Σουλτάνου Χαμίτη, Μουσταφάς το 1808, επεθύμησεν ο Καλλίνικος ο Ε' πρώην πατριαρχεύσας όχι τους αγώνες, αλλά την υψηλήν πατριαρχίαν και ανεβαίνει στον Οικουμενικό θρόνο χωρίς εκλογή κανονική, χωρίς ψήφους, χωρίς να ενημερώσει την Σύνοδο, αλλά με διαταγή του Βαϊρακτάρη και καταβιβάζεται ο Γρηγόριος ο Ε' από τον θρόνο με βεζυρικό διάταγμα, αφού εν τω μεταξύ πατριάρχευσε για δεύτερη φορά επί δύο ολόκληρα χρόνια. Αφού παραιτήθηκε μετά χαράς, μετέβη στη νήσο Πρίγκηπο με άδεια της εξουσίας και έμεινε για λίγους μήνες στο μονύδριο του Χριστού[45] , «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» και προσδεχόταν μόνον τους πένητες παραμυθώντας τους πενιχρώς με τα ολίγα χρήματα που είχε. Κι όταν προσήλθαν να τον συναντήσουν δύο πάμπτωχες χήρες που είχαν κόρες να υπανδρεύσουν, έβγαλε από το κιβώτιον την σουλτανικήν δωρεάν, την σαμουρόγουνα και αφού τη χώρισε στα δύο έδωσε από μισή στην κάθε χήρα, προκειμένου να την πωλήσουν και να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για προικισμό των θυγατέρων τους. Το 1809 εξορίζεται και πάλιν ο Γρηγόριος ο Ε' υπό της εξουσίας στον Αθωνα. Όταν έλαβεν την διαταγήν ανέκραξεν: «Επίστρεψον ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου[46]».

Και επανήλθεν ο Γρηγόριος στη μονή των Ιβήρων έχοντας πρόχειρο και το κλειδί του κελλίου του που έδειχνε τυπικά, χαριεντιζόμενος κατά την β' πατριαρχία του. Έμεινε, την φοράν αυτήν δέκα ολόκληρα χρόνια στο αγιώνυμον όρος διδάσκοντας συχνά τον θείο λόγο προς τους συναγωνιζόμενους συμμοναστές του Αγιορίτες, οι οποίοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Κατά το τέλος του 1818 (13 Δεκεμβρίου) παραιτείται ο Πατριάρχης Κύριλλος και προσκαλείται στην τρίτη και τελευταία πατριαρχία του ο Γρηγόριος ο Ε, η οποία θα λήξει με τον απαγχονισμο του στις 10 Απριλίου 1821[47]. Ο Γρηγόριος Ε' φροντίζει και πάλιν όπως και κατά τις προηγούμενες πατριαρχίες του αποσκοπώντας στην κοινή ωφέλεια. Φροντίζει για την Εκκλησίαν και την παιδείαν, προτρέποντας όλους να φροντίζουν για την σπουδήν της ελληνικής, διότι πληροφορήθηκε ότι οι μαθητές στα σχολεία αρέσκονταν στις καινοφανείς διδασκαλίες της νεότερης φιλοσοφίας και αμελούσαν την εκμάθηση της θείας γλώσσας των Ελλήνων[48]. Στη συνέχεια το γρήγορον όμμα της πατρικής ποιμαντορίας στρέφεται προς φιλάνθρωπον σκοπόν. Εις την Βασιλεύουσαν είχε αυξηθεί ο αριθμός των πτωχών και ορφανών και ξένων που ζητούσαν πόρον ζωής. Με συναντιλήπτορες τον τότε Μέγα Διερμηνέα Ιωάννην τον Καλλιμάχην και άλλους επισήμους συνιστά το Κιβώτιον του Ελέους[49] για την σύσταση του οποίου κατέβαλαν ικανά κεφάλαια και οι Αρχιερείς και οι Μεγιστάνες, οι μεγαλέμποροι ομογενείς και οι δύο ηγεμονίες της Μολδαυίας και Βλαχίας. Για τον σκοπό αυτό παρεκλήθησαν και οι Χριστιανοί να συμβάλουν καθώς επίσης το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων. Και οι νεοχειροτόνητοι Αρχιερείς κάθε ένας προσφέρει στο γαζοφυλάκιον της ελεημοσύνης. Διορίσθησαν και επίτροποι για την σύναξη των εισοδημάτων του Κιβωτίου και διανέμονται τα ελέη άλλοτε περιστασιακά οπωσδήποτε όμως δύο φορές το χρόνο, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα[50].

Περί τα τέλη του 1820 φήμη διέτρεχε, προαναγγέλουσα πόλεμον εκ του βορρά και κάποιοι οικείοι του Γρηγορίου του Ε' επεσήμαναν τον κίνδυνον. Συγκινητική η απάντηση του: «Και άλλοτε, ου προ πολλού χρόνου, πόλεμοι ήσαν και ο Πατριάρχης δεν εκινδύνευσε. Ει δε τι συμβαίνει εις εμέ, γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Και πρόσθεσε: «Ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν, φεύγει! Ο δε ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτοί τίθησιν υπέρ των προβάτων[51]» .

Στις 10 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εισήλθε στη Μολδαυία και φονεύονται οι Τούρκοι έμποροι που βρίσκονται στο Γαλάτσι. Η είδηση έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από λίγες ημέρες και περισσότεροι από δύο χιλιάδες Οθωμανοί ζητούν εκδίκηση κατά των Χριστιανών για το αίμα των συγγενών τους. Ο Βεζύρης υποσχέθηκε να το κάνει.

Φυλακίζεται στην φυλακή του (Βοσταντζίμπαση) του αρχικηπουρού ο Εφέσου Μητροπολίτης, Διονύσιος ο Καλλιάρχης, ο οποίος είχε αδελφόν έναν εκ των αρχόντων της Ηγεμονίας της Μολδαυίας και αποκεφαλίζονται την επομένην όσοι ευγενείς είχαν συγγενείς στη Μολδοβλαχία. Κατά την γ' εβδομάδα των νηστειών οδηγούνται στη φυλακή άλλοι δύο συνοδικοί Αρχιερείς, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος. Ικετεύει την Πύλη ο Γρηγόριος ο Ε' για τους τρεις ιεράρχες, βεβαιώνοντας για την αθωότητά τους. Αλλά αντί να εισακουσθεί πληροφορείται ότι οδήγησαν στη φυλακή και τον Αρχιερέα, τον Αγχιάλου Ευγένιο. Από τότε αυξανόταν κάθε μέρα η οργή των Τούρκων κατά της Εκκλησίας και ο Πατριάρχης φυσικά προαισθάνθηκε και το τέλος του ως εκπλήρωση της θείας βουλής[52]. Η Πύλη υποχρεώνει τον Πατριάρχη να φυλάξει στα Πατριαρχεία επτά αντιπροσώπους της Σερβίας[53].

Και οι τρεις πατριαρχίες του Γρηγορίου του Ε' συνέπεσαν σε κρίσιμη εποχή για τον Ελληνισμό. Ιδιαιτέρως η κήρυξη της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες έφερε τον Γρηγόριο και την Ιερά Σύνοδο σε δύσκολη θέση. Υπήρχε φόβος ότι η εκδικητική μανία των Τούρκων θα στρεφόταν όπως είχε συμβεί και στα Ορλωφικά όχι μόνον εναντίον του Πατριαρχείου αλλά και εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Η απόφαση του Γρηγορίου ήταν να παραμείνει στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποτρέψει όσο ήταν δυνατό, αντίποινα εναντίον των Ελλήνων, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι σύγχρονοι προς τα γεγονότα Ιωάννης Φιλήμων, Νικόλαος Σπηλιάδης, Μιχαήλ Οικονόμου και άλλοι[54].

Ο πατριάρχης δεν είχε ποτέ φιλοτουρκική διάθεση αλλά έπρεπε να αποτρέψει σφαγή του Ελληνισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ήταν τυπικώς έστω ενταγμένος στη Φιλική Εταιρεία αλλά προσεποιείτο υπακοή στο Σουλτάνο. Είναι χαρακτηριστικό όσα είπε ο Γρηγόριος ο Ε' στον Ι. Φαρμάκη, όταν ήταν εξόριστος στο Αγιον Όρος, όταν ο Φαρμάκης θέλησε να τον μυήσει στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. «Εμένα, του είπε ο Γρηγόριος ο Ε' μ' έχετε που μ' έχετε, αν ποτέ αποκαλυφθεί εις τα βιβλία της Εταιρείας το όνομα μου, είναι βέβαιον ότι θα διακινδυνεύσει από τον τύραννον ολόκληρον το ελληνικόν Έθνος».

Και στη συνέχεια συνέστησε στον Φαρμάκη: «Να προσέξουσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσι αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα[55]» . εξάλλου από την αλληλογραφία του Παναγιώτη Σέκερη συνάγεται ότι ο Γρηγόριος ο Ε' συνεργαζόταν με τους Φιλικούς[56]. «Η Εκκλησία αναγκάσθηκε να τηρήσει, αυτήν την στάση για χάρη της ασφαλείας των ραγιάδων. Φανερά δεν τολμούσε να αναλάβει αγώνα επαναστατικό, μυστικά όμως ορισμένοι κληρικοί και συνεννοήσεις μετά ξένων ισχυρών ηγεμόνων διεξήγον και εν τη σπουδή των ανεμίχθησαν ενεργώς εις ένοπλα κινήματα...» γράφει χαρακτηριστικά ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος[57].

Η πραγματική στάση του Γρηγορίου του Ε' από την πρώτη στιγμή της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης ήταν στάση ηρωισμού και αυτοθυσίας. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρουν για τη στάση του Γρηγορίου του Ε' ο Μιχαήλ Οικονόμου και ο Νικόλαος Σπηλιάδης, άνδρες του Αγώνα και οι δύο, εξιστορώντας σύσκεψη της Ιεράς Συνόδου, που έγινε στις αρχές Μαρτίου, με εντολή της τουρκικής κυβέρνησης. Στη σύσκεψη προτάθηκε, να ζητηθεί άδεια από την οθωμανική κυβέρνηση να μεταβούν όλοι οι αρχιερείς στις επαρχίες τους και ο Πατριάρχης στην Πελοπόννησο, με το σκοπό να επηρεάσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς, ώστε να ματαιωθεί η Επανάσταση. Ο Γρηγόριος ο Ε' όμως με παρέμβαση του ματαίωσε την έγκριση της πρότασης αυτής και εξήγησε τους λόγους, όπως γράφει ο Μιχαήλ Οικονόμου στον συμπατριώτη του Δέρκων Γρηγόριο: «γνωρίζω μεν, ότι το μέτρον, ει παρεδέχετο, ην σωτήριον δια τα ολίγων γερόντων αγίων άτομα· αλλ' η Υψηλή Πύλη δικαιολογίαν της ωμότητός της ήθελ' έχει την ιδικήν μας διαγωγήν. Αι ημέραι ημών εμετρήθησαν, Αγιε Δέρκων, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου, του καλέσαντος ημάς εις την σεμνοτάτην, ταύτην δοκιμασίαν, ην οφείλομεν και με το ίδιον ημών αίμα να ελαφρύνωμεν... Τούτο συμφέρει εις το έθνος[58]» . Λόγοι μεγάλου ανδρός, έτοιμου για αυτοθυσία.

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης, εξάλλου, αφού αναφέρει, ότι ο Δέρκων με την πρόταση του απέβλεπε στο να επιτύχει την άδεια της Πύλης για την αναχώρηση του, όπως και του Πατριάρχη από την Κωνσταντινούπολη και την μετάβαση στην Πελοπόννησο, με σκοπό, όταν θα έφθαναν εκεί, να ηγηθούν της Επανάστασης, παραθέτει, την απάντηση του Πατριάρχη, που είχε τη γνώμη, ότι η θέση ήταν στην Κωνσταντινούπολη και η θυσία τους εκεί θα ήταν κατά πολύ ωφελιμώτερη για το έθνος: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς η Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την Χριστιανοσύνην να υπερασπίση το έθνος εναντίον του τυράννου αλλ' αν υπάγωμεν ημείς να θαρρύνωμεν την Επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον να εξολοθρεύσει όλον το έθνος[59]».

Λόγοι συνετού και στοργικού Εθνάρχη αποφασισμένου να θυσιασθεί προκειμένου να μην εξολοθρεύσει ο Σουλτάνος ολόκληρο το έθνος. Ο Γρηγόριος ο Ε' ως Οικουμενικός Πατριάρχης είχε συνείδηση της αποστολής του και του χρέους του έναντι του «Ορθοδόξου Εκκλησιαστικού κράτους του Ελληνικού έθνους» όπως πολύ προσφυώς το χαρακτήρισε με τον όρον αυτόν ο Διονύσιος Ζακυθηνός[60]. Ενός έθνους που είχε ως κύρια χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπίας του την πάτρια γλώσσα, την ελληνική παιδεία και την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, στοιχεία για την διατήρηση των οποίων φρόντιζε ο Γρηγόριος ο Ε' όσον ουδείς άλλος.

Η κήρυξη της Επανάστασης τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες έφερε τον Γρηγόριο και την Ιερά Σύνοδο σε δύσκολη θέση. Υπήρχε φόβος, ότι η εκδικητική μανία των Τούρκων θα στρεφόταν, όπως είχε συμβεί και στα Ορλωφικά, όχι μόνον εναντίον του Πατριαρχείου, αλλά και εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Η απόφαση του Γρηγορίου ήταν να παραμείνει στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να αποτρέψει όσο του ήταν δυνατόν τα αντίποινα εναντίον των Ελλήνων, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι σύγχρονοι προς τα γεγονότα, Ιωάννης Φιλήμων, Νικόλαος Σπηλιάδης, Μιχαήλ Οικονόμου και άλλοι[61].

Στα μέσα του Μαρτίου ο σουλτάνος αποφάσισε, υπό την πίεση συμβούλων του και φανατισμένων Μουσουλμάνων, τη σφαγή των Ελλήνων της Πόλης, ήταν όμως απαραίτητο να εκδοθεί προηγουμένως «φετφάς» του ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού των Οθωμανών, του «σεϊχουλισλάμη», Χατζή Χαλήλ εφέντη. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη μαρτυρία ο Γρηγόριος, για να σώσει τον ορθόδοξο πληθυσμό επισκέφθηκε τον σεϊχουλισλάμη και τον διαβεβαίωσε ότι το Γένος ήταν αμέτοχο στην εξέγερση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Δεδομένου ότι το Κοράνιο δεν επέτρεπε τιμωρία αθώων για πράξεις ενόχων συγγενών τους, ο Τούρκος θρησκευτικός ηγέτης ζήτησε πειστήρια για να στηρίξει εισήγηση του στο σουλτάνο. Για το λόγο αυτό ο Γρηγόριος με τη σύνοδο υπέγραψαν κείμενο αφορισμού και το παρουσίασαν στο Χατζή Χαλήλ εφέντη, ο οποίος πράγματι δεν ενέκρινε τη σφαγή, γεγονός που οδήγησε στην εξορία του και τη θανάτωση του.

Με «φετφά» του νέου σεϊχουλισλάμη Φείζιμάμη, που επέτρεπε την τιμωρία των υπόπτων, ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι, με το οποίο θα χορηγούσε αμνηστία, μόνον εφόσον το Πατριαρχείο αποδοκίμαζε την επανάσταση και αφόριζε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το Μιχαήλ Σούτσο και τους οπαδούς του[62] . Συγχρόνως εκδίδεται διάταγμα, να μετοικήσουν εντός του Φαναριού όλες οι ηγεμονικές και αρχοντικές οικογένειες που κατοικούσαν στο Βόσπορο. Ο ακάματος Γρηγόριος προσπαθώντας να οικονομήσει τα ανοικονόμητα, συγκροτεί συμβούλιον για να συσκεφθεί μετά των εγκρίτων του Γένους πως θα ενεργήσουν. Εγκρίθηκε λοιπόν κατά την συνέλευση αυτή να υποβάλουν αναφορά στην Πύλη με την οποίαν όλοι οι πρόκριτοι θα εγγυόνταν υπέρ αλλήλων στην Κωνσταντινούπολη, ως πιστοί υπήκοοι της βασιλείας και ότι θα συνέπρατταν για την αποκατάσταση της κοινής ησυχίας[63]. Την αλληλέγγυον αυτήν αναφοράν πήγε ο Πατριάρχης να δώσει στον Βεζύρη στις 10 Μαρτίου 1821, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Επειδή όμως απουσίαζεν ο Βεζύρης αναγκάσθηκε ο Πατριάρχης να παρουσιασθεί στον Κεχαγιάν (Τοποτηρητήν) του Υπουργού, Ζανήπ Εφέντην, τα μέγιστα χριστιανομάχον. Ο Πατριάρχης με ετοιμότητα και συγκινητική προσπάθεια φρόντισε να πείσει τον Κεχαγιά για την αθωότητα του Γένους αλλά ο Βεζύρης

προσπάθησε να ενοχοποιήσει τον κλήρον, όσον αφορά τα γεγονότα της Μολδοβλαχίας, εφόσον έγινε γνωστόν ότι τον Υψηλάντην «περιέζωσεν την ρομφαίαν στην Εκκλησία ο Μητροπολίτης Μολδαυίας[64]». Ο Πατριάρχης, Γρηγόριος ο Ε' προσπάθησε να πείσει τον Κεχαγιά ότι ο κλήρος δεν αναμιγνύεται σε ανάλογες ενέργειες, διότι το θρήσκευμα μας καθαιρεί τους ενόχους από το Εκκλησιαστικό αξίωμα και η εξουσία τους τιμωρεί ως αποστάτες. Ο Πατριάρχης προσπάθησε να πείσει τον εκπρόσωπο της τουρκικής εξουσίας. Η συνέχεια υπήρξε αλγεινή. Ο Πατριάρχης διατάσσεται να στείλει στην Πύλη τρεις εκ των Αρχιερέων, τον Θεσσαλονίκης, τον Ανδριανουπόλεως και τον Τουρνόβου, ως ενέχυρα ασφαλείας. Ο Πατριάρχης αφού τους κάλεσε σε γεύμα και συνέφαγε μαζί τους τους ανακοίνωσε την θλιβερήν είδηση, ότι δηλαδή θα σταλούν στην φυλακή ως ενέχυρα. Και μετά την θλιβερή ανακοίνωση έκλαυσε πικρώς και πρόσθεσεν ο Γρηγόριος ο Ε': «Τι το αποβησόμενον, και εις υμάς και εις εμέ Κύριος οίδεν. Ει δε και αποβήσεται υμών εις μαρτύριον, δεν θέλω πάντως βραδύνει να σας ακολουθήσω καγώ[65]». Συνεθρήνουν μετά των Αρχιερέων και οι παρεστηκότες. Και προσελθόντες οι Αρχιερείς εποίησαν μετά του Πατριάρχου τον τελευταίον επί γης εν Χριστώ ασπασμόν και αφού έκλιναν οι Αρχιερείς την κεφαλήν οδηγήθηκαν στην φυλακή.

Κατά την 20 του Μαρτίου η Πύλη παραδίδει στον Μέγα Διερμηνέα Διάταγμα περί αμνηστίας, να το εξελληνίσει, για να αναγνωσθούν και τα δύο και το πρωτότυπον και η μετάφραση στην Εκκλησία, εις επήκοον όλων. Συγχρόνως δε να εκδώσει εξάπαντος αφορισμόν κατά του Υψηλάντου και αυτών που αποστάτησαν μαζί του, να συγχωρήσει τον όρκον των Εταιριστών και να αποδέχεται με προθυμία όσους προσέρχονται επί μετανοία και θα απολαμβάνουν την προσήκουσαν ασφάλειαν για την ειλικρινή και πιστή τους υπηκοότητα. Διότι, έλεγεν ο Βεζύρης, η ελπίς της εκ του τοιούτου γράμματος περιγενομένης ησυχίας ανεβαλεν το κατά των Υπηκόων Γραικών επικρεμάμενον ξίφος του Σουλτάνου[66]».

Κι ο Γρηγόριος ο Ε' αφού έλαβεν την διαταγήν διέταξε να συνταχθεί το απαιτούμενο γράμμα, ο δε Μέγας Διερμηνεύς φέρει το διάταγμα της αμνηστίας καταρώμενον μεν τους περί τον Υψηλάντην αποστάτες αμνηστεύον δε τους άλλους Εταιριστές, όσοι επανέλθουν στην πρότερη υπακοή τους .[67]

Στις 23 Μαρτίου λοιπόν (Ε' Κυριακή των Νηστειών) αφού συνήλθαν στη Μεγάλη Εκκλησία όλοι οι πρόκριτοι του Γένους, και Ηγεμόνες και οι δύο Διερμηνείς και οι λοιποί άρχοντες και Αρχιερείς, συμπαρόντος και του Πατριάρχου των Ιεροσολύμων Πολυκάρπου, και αναγνώσθηκε το Διάταγμα από του άμβωνος πρώτον με τουρκιστί, έπειτα δε ελληνιστί υπό Αρχιερέως, ο οποίος στεκόταν κοντά στο θρόνο του Πατριάρχη. Ύστερα αναγνώσθηκε και το διαταχθέν αφοριστικόν, αφού προηγουμένως υπεγράφη από τους δύο Πατριάρχες, της Κωνσταντινουπόλεως και των Ιεροσολύμων και από όλους τους άλλους Αρχιερείς πάνω στην Αγία Τράπεζα. Και όλα αυτά τα έκανε με πόνο ο Γρηγόριος ο Ε', προκειμένου να αποφευχθεί η γενική σφαγή των Χριστιανών της Πόλης, άρχισαν όμως μεμονωμένες θανατώσεις, ενώ φυλακίστηκαν αρχιερείς και εντάθηκαν οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων, κυρίως όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η είδηση για εξέγερση στην Πελοπόννησο[68] .

Παρόντες κατά την υπογραφή του αφορισμού ήταν και Τούρκοι Κρητικοί, που γνώριζαν καλά την ελληνική γλώσσα, για να παρατηρήσουν, αν εγράφησαν και τα άλλα τα παραγγελθέντα, ακριβώς σύμφωνα με τις διαταγές της οθωμανικής εξουσίας. Και διετάχθησαν τρεις Αρχιερείς να πάνε στα ύποπτα μέρη του κράτους, δύο στα νησιά, ο τρίτος στην Ελλάδα, για να κηρύξουν ειρήνη και να αναγνώσουν το διάταγμα της αμνηστίας και το γράμμα του αφορισμού και εγκύκλιον συνοδικήν επιστολήν, που περιείχε νουθεσίες προς τους λαούς για ειρήνη. Κατά το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου (31 Μαρτίου 1821) έρχεται στην Πύλη η είδηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Επειδή η Πύλη υπώπτευεν ότι και στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε πλήθος Εταιριστών, προετοιμα-σμένων για Επανάσταση, προετοίμασε τον ελλιμενίζοντα στόλον και στρατόν των Γενιτσάρων για σφαγή των Χριστιανών.

Και κατά τον βαθύν άρθρον της Κυριακής των Βαΐων βγήκε από τα Σχολεία πλήθος Τούρκων σπουδαστών αλαλάζοντας και έσπευσαν προς την Εκκλησίαν, την Ζωοδοχον Πηγήν και την πυρπόλησαν. Ο Πατριάρχης κατ' εκείνην την ώραν διένειμε κατά το σύνηθες, τα βάϊα, κι όταν κάποιος τον ειδοποίησε κρυφά «Εκείνος εξακολούθησε να το κάνει». Μετά το πέρας της λειτουργίας κοινοποίησε τα συμβάντα στους Αρχιερείς που παρευρίσκονταν εκεί[69]. Κι όταν εκείνοι έκπληκτοι ρωτούσαν τι συμβαίνει, ο Πατριάρχης απάντησε: «Αρχαί ωδίνων και ταύτα και ίσως «ήκει το τέλος».

Ύστερα από λίγο έφθασε διαταγή να στείλει στην Πύλη την κατάλογο των γραικικών οικογενειών που κατοικούσαν στο Φανάρι και των άλλων των αρχοντικών με τον ακριβή αριθμόν των προσώπων και το όνομα και την πατρίδα του καθ' ενός. Ο Πατριάρχης απήντησεν ότι δεν υπήρχε τέτοιος κατάλογος και στη συνέχεια ήλθε και δεύτερη διαταγή να δώσει ο Πατριάρχης δύο εφημερίους που θα συνόδευαν τρεις γενιτσάρους, εκ των οποίων δύο Κρητικοί που θα γνώριζαν τα Ελληνικά, για να τους δείχνουν οι Εφημέριοι τις οικίες των υπηκόων, και να συγκαλούν όλα τα μέλη της οικογενείας και τους υπηρέτες, οι δε Τούρκοι να κάνουν την καταγραφήν[70].

Το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας, 2 Απριλίου, αποκεφαλίσθηκε πλησίον της Μεγάλης Πύλης του παλατιού (Μπάϊ Χουμαϊούν) ο φιλογενέστατος και έσχατος των εξ ηγεμονικών οικογενειών εκλεγομένων μεγάλων Διερμηνέων, Κωνσταντίνος ο Μουρούζης. Όταν το πληροφορήθηκε ο Πατριάρχης εδάκρυσε και διέταξε να τελεσθεί η συνήθης νεκρώσιμος ακολουθία και εφεξής και τα μνημόσυνα του και παράγγειλε να αγοράσουν από τον δήμιο το σώμα και να το θάψουν τη νύκτα, όπου μπορούν. Την ίδια νύκτα εσφάγησαν ή κρεμάστηκαν και άλλοι επίσημοι, μάλιστα όσοι κατάγονταν από την Πελοπόννησο[71] .

Ο Σουλτάνος πάντοτε υποψιαζόταν τον Πατριάρχη, γι' αυτό κλήθηκε ο γιατρός του πατριάρχη και αρχιμανδρίτης, Πύρρος ο Θεσσαλός να δώσει πληροφορίες αν ο πατριάρχης ήταν φίλος του Υψηλάντη κι αν γνώριζε το κίνημα. Εκείνος διαβεβαίωσε ότι ο Πατριάρχης ήταν αγιώτατος και διαμαρτυρήθηκε για τις υπόνοιες που διατυπώθηκαν. Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του ενημέρωσε τον Πατριάρχη για όσα έμαθε, προσθέτοντας: «Ο Παναγιώτατος... ηδύνατο να φύγει, πλην δεν ηθέλησε δια να μη θυμώσουν οι Τούρκοι και θανατώσουν τους Χριστιανούς»[72]. Ό,τι έκανε ο Πατριάρχης το έκανε με πλήρη συνείδηση της μεγάλης ευθύνης και του τρομερού κινδύνου που αντιμετώπιζε το Γένος[73].

Ο ίδιος εξάλλου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σε άλλη περίπτωση, που εξέδωκεν ο Γρηγόριος ο Ε' αφορισμόν προκειμένου να μη συμπράξουν οι Σουλιώτες με τον Αλή Πασά, έγραφεν προς τους Σουλιώτες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθείτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου»[74]. Τη στιγμή που το άγιο χέρι του Γρηγορίου του Ε' υπόγραφε τον αφορισμό, ευχόταν να επιτύχει ο ξεσηκωμός των ραγιάδων. Γι' αυτό ο Γρηγόριος ο Ε' παίρνοντας έξι συνοδικούς μαζί του, παίρνοντας μια λαμπάδα από την άγια Τράπεζα, αφού βγήκε η κατάλληλη ευχή από τα χείλη του έκαψε το μισητό έγγραφο.

Κατά το Μέγα Σάββατο στέλλεται διαταγή στον Πατριάρχη να παραγγείλει στους Χριστιανούς να συνέλθουν κατά το θρήσκευμα τους και να προσευχηθούν κατά την ημέρα του Πάσχα κι έπειτα ν' αναχωρήσουν ήσυχα καθ' ένας για το σπίτι του. Ο Πατριάρχης στράφηκε τότε προς έναν των παρακαθημένων Αρχιερέων: «Πληρούται», του είπε, «το προφητικόν». «Και αι εορταί αυτών εις πένθος μεταστραφήσονται[75]» .

Κατά το δειλινό του Σαββάτου, νήστης και εξουθενωμένος συζητούσε με πρόσωπα και με μερικούς εκ των οικείων του. Αναφέρθηκαν και στον καρατομηθέντα Κων/νον Μουρούζη και ο Πατριάρχης στενάξας ρώτησε: «ποίον λέγουσιν ηπιώτερον θάνατον, τον της καρατομίας ή τον της αγχόνης;» Επειδή κανείς δεν απάντησε, επανέλαβε την ίδια ερώτηση: «Αλλ' εγώ, είπε κάποιος εξ αυτών δεν γνωρίζω, αφού δεν δοκίμασα ούτε τον ένα, ούτε τον άλλον». «Συνετώς απεκρίθης, είπεν ο Πατριάρχης. Αλλ' εάν ενθυμείσο τους υπέρ Χριστού μαρτυρήσαντας, ότι και εκαταρτομήθησαν και μυρία βίαιων θανάτων υπέστησαν ήδη, δεν ήθελες φρίσσει πάρα πολύ το τοιούτον, ως μέγα τι κακόν[76]» .

Καθ' όλην την νύκτα ο Πατριάρχης άγρυπνος προσευχόταν στο δωμάτιό του. Κατά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου ειδοποίησεν ο Υπουργός Εξωτερικών της Πύλης τον Μέγαν Διερμηνέα Σταυράκην τον Αριστάρχην, ο οποίος αντικατέστησε τον καρατομηθέντα Κων/νον Μουρούζην να μεταβεί το πρωί στην Πύλη για να λάβει τις αναγκαίες διαταγές[77].

10 Απριλίου 1821. Ο Πατριάρχης δεν νιώθει καλά τις δυνάμεις του. Όμως θα λειτουργήσει. Φρουρά τρισχιλίων στρατιωτών περιέζωσεν έξωθεν το Πατριαρχείον. Αφού φόριεσε την στολήν του προσήλθεν εις την προσκομιδήν και εμνημόνευσε όλα τα ονόματα που διατηρούσε στο αμάραντο μνημονικό του όταν οι χοροί έψαλλαν το «Αγαπήσω Σε Κύριε, η ισχύς μου». Με δάκρυα στα μάτια ασπαζόταν, τον τελευταίον ασπασμόν τους αρχιερείς. Αρχιερεύς που συλλειτούργησε εκείνη τη φορά διηγείται: «Ίσως ποτέ έως τώρα ο Γρηγόριος δεν ήταν πιο ζωηρός και δεν έκανε λαμπρότερη, κατανυκτικώτερη, πιο ζωντανή και πιο μεγάλη θεία λειτουργία. Από τα μάτια του έβγαινε θεία φεγγοβολή. Ο Πατριάρχης μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης ευλογεί το εκκλησίασμα, κι εύχεται το «Χριστός Ανέστη». Μέσα του εύχεται και το «Αναστήτω το Έθνος[78]».

Μετά την θείαν Λειτουργίαν κάποιος εκ των οικείων τον πληροφόρησε ότι η Επανάσταση στην Πελοπόννησο είναι γεγονός και διερωτήθηκε τι θα γίνει; Κι ο Πατριάρχης ατάραχος απάντησε: «Και τώρα και πάντοτε το θέλημα του Κυρίου γενέσθω».

Κατά την 10ην πρωινήν της 10ης Απριλίου 1821 ο Μέγας Διερμηνέας σπεύδει να συναντήσει τον Γρηγόριον τον Ε', διότι είχε λάβει ήδη εντολήν από τον Υπουργόν Εξωτερικών της Πύλης για την εκλογή νέου Πατριάρχη, την έκπτωση του Γρηγορίου ως απίστου και επίβουλου και τον απαγχονισμό του. Ο Μέγας Διερμηνέας με δάκρυα έσπευσε να συναντήσει τον Πατριάρχην. Μετ' ολίγον έφθασαν στο Πατριαρχείο και ο Κεσεδάρης του Υπουργού Εξωτερικών και ο Τζουσλάρ Εμινής που συνήντησαν τον Πατριάρχην ο οποίος διετάχθη να ακολουθήσει τον Μουσουλμάνον. Ο Κεσεδάρης τον οδήγησε στο κατά το Βυζάντιο Παράλιο Εξώστεγο (Γιαλί Κιόσκι) και εν συνεχεία στα ενδότερα του παλατιού στην περιοχή των οικημάτων του Βοστατζίμπαση (Αρχικηπουρού) έως ότου εκλεγεί ο νέος Πατριάρχης. Εκεί του υπέβαλαν ερωτήσεις με μορφή ανάκρισης, τον βασάνισαν, τον ταπείνωσαν, τον προκαλούσαν να αρνηθεί την πίστη του. «Μα μην κοπιάζετε» απάντησεν ο Γρηγόριος ο Ε'. «Ο Πατριάρχης των Χριστιανών αποθνήσκει Χριστιανός». Μετ' ολίγον ο αρχηγός της τουρκικής φρουράς τον οδήγησε δια του παραλίου Εξωστέγου (Γιαλί - Κιόσκι) στην παραλία, όπου ήταν προετοιμασμένος πολύς αριθμός τρικώπων ακατιών. Διέταξαν τους δικούς του να απομακρυνθούν. Κι εκείνοι πενθούντες και δακρύοντες κρουνηδόν κατησπάσθησαν την δεξιά του και αυτός τους ευλογούσε μέχρις ότου μπήκε στο προορισμένο γι' αυτόν σκάφος. Μαζί με αυτόν μπήκε και ο επί των Στρεβλώσεων (Κοτσίμπασης) και τον οδήγησαν στον τόπον του μαρτυρίου, όπου ήταν συνηγμένο πλήθος Οθωμανών. Όταν βγήκε από το ακάτιον ο Πατριάρχης, έκλινε τα γόνατα και την κεφαλήν (έτοιμον προς αποτομήν), ο δε Στρεβλωτάρχης τον έπληξε με το πόδι του και τον ανάγκασε να προχωρήσει. Ανέμεναν λίγο για να ολοκληρωθεί η εκλογή του νέου Πατριάρχη και τέλος τον οδήγησαν στη μέση Πύλη των πατριαρχικών δωμάτων προκειμένου να τον απαγχονίσουν. Ο Πατριάρχης εξέτεινε την χείραν του εις ευλογίαν του ορθοδόξου πληρώματος, τα δε όμματα εις τον ουρανόν και ανεβόησε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου». Ο δήμιος πέρασε από το σεβάσμιο κεφάλι του το βρόχο. Κι εκείνος πέταξε νικηφόρος εις την εν ουρανοίς θριαμβεύουσαν εκκλησίαν των πρωτοτόκων. Ο Φρούραρχος ανήρτησεν επί του στήθους του την αιτίαν της καταδίκης του, ότι δηλαδή «όντας ο αποστάτης πρωταίτιος εγένετο και συμμέτοχος και συμπατριώτης των επαναστατών[79].

Κι ενώ οι ορθόδοξοι Χριστιανοί θρηνούσαν τον απαγχονισθέντα Πατριάρχη τους, οι Καθολικοί του Γαλατά (παπικοί) επέχαιρον για την συμφοράν της Ορθόδοξης Εκκλησίας και οι φράτορές τους έψαλλαν το Te Deum (δοξολογία) μόλις έμαθαν ότι απαγχόνισαν τον Πατριάρχη των Γραικών[80].

Το σώμα του ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε' έμεινε ανηρτημένον επί τρεις ημέρες, φρουρούμενον, και δεν κατόρθωσε να το εξαγοράσει αντί μεγάλης ποσότητας χρημάτων ο της πατριαρχίας διάδοχός του Ευγένιος[81] . Στις 13 Απριλίου ο νεκρός του Γρηγορίου του Ε' πουλήθηκε σε σπείρα Εβραίων του Γαλατά, που τον έσυραν στους δρόμους. Τελικά οι δήμιοί του τον μετέφεραν στο μέσον του Κερατίου Κόλπου και τον έριξαν στη θάλασσα. Στις 16 Απριλίου το πτώμα του, που επέπλεε στην περιοχή του Γαλατά, ανασύρθηκε από τον Κεφαλλονίτη πλοίαρχο Νικόλαο Σκλάβο και μεταφέρθηκε στην Οδησσό, όπου έγινε με μεγαλοπρέπεια η κηδεία του, ύστερα από εντολή του τσάρου, στις 19 Ιουνίου 1821[82] .

Το πλοίο που μετέφερε το σκήνωμα του Γρηγορίου του Ε' και κατευθυνόταν στην Οδησσό, είχε ρωσσική σημαία. Αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 17 Απριλίου και έφθασε στην Οδησσό στις 5 Μαΐου. Η σορός του ιερομάρτυρα Πατριάρχη αναγνωρίσθηκε πρώτα από τον Πρωτοσύγκελό του ο οποίος όταν τον είδε, θρηνώντας γοερά ανέκραξεν: «Ο Πατριάρχης μου, ο Πατριάρχης» κι όταν έφθασε στην Οδησσό η σορός του αναγνωρίσθηκε από τον λόγιο κληρικό Κωνσταντίνο Οικονόμο, τον εξ Οικονόμων[83] .

Το γεγονός αναστάτωσε την Οδησσό στην οποία είχαν βρει καταφύγιο τόσοιΈλληνες. Το γεγονός έφθασε μέχρι την Πετρούπολη, στο παλάτι του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ (1801-18025), ο οποίος απέστειλε στην Οδησσό «μεγαλοπρεπεστάτην αρχιερατικήν στολήν, μίτραν και εγκόλπιον αδαμαντοκόλλητον» και πραγματοποιήθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία στο μητροπολιτικό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της Οδησσού στις 17 Ιουνίου 1821. Το λείψανο παρέμεινε στο μητροπολιτικό ναό μέχρι τις 19 Ιουνίου 1821 ημέρα κατά την οποία εψάλη και πάλιν η Θεία Λειτουργία και εξεφώνησε το γνωστό επικήδειο λόγο ο λόγιος κληρικός, Κων/νος Οικονόμος ο ες Οικονόμων[84]. Την ίδια ημέρα μεταφέρθηκε το λείψανο στο ναό της Αγίας Τριάδας, όπου έγινε η ταφή «εν τη αριστερά πλευρά του ναού», και όπου αναπαύτηκε εκεί επί πενήντα χρόνια[85]. Το 1871, ύστερα από ενέργειες της ελληνικής πολιτείας το λείψανο μεταφέρθηκε στο μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα[86].

Η Εκκλησία της Ελλάδας ανακήρυξε στη χορεία των αγίων το νεομάρτυρα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο τον Ε.

Στα Κρατικά Αρχεία της περιοχής Οδησσού βρίσκεται ο φάκελλος που περιέχει τα της κηδείας του Γρηγορίου του Ε'. Ανήκε στη Γενική Διοίκηση της Νέας Ρωσίας και Βεσσαραβίας όπου τη θέση του Γενικού Διοικητή κατείχε ο κόμης Α.Φ. ντε Λανζερόν. Περιέχει 57 σελίδες. Το Δημόσιο Ταμείο Πετρουπόλεως έστειλε στον πρίγκιπα Α.Φ. ντε Αανζερόν 4.539 ρούβλια και 90 καπίκια για τα συνολικά έξοδα της κηδείας[87]. Και με αυτοκρατορική εντολή, τυπώθηκε ο επικήδειος λόγος του ιεροκήρυκα του Πατριαρχικού Οίκου Κωνσταντινουπόλεως Οικονόμου στην Πετρούπολη ελληνικά με παράλληλη μετάφραση στα Ρωσικά, το 1821. Εάν το επέτρεπεν ο χρόνος να περιγράψουμε τη μεγαλοπρέπεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, της πορείας και των τιμών κατά την εκφοράν, δεν θα μείνει μάτι χωρίς να δακρύσει για τον ιερόαθλον νεκρόν [88].

Οι Τούρκοι απαγχονίζοντες τον Γρηγόριον τον Ε' δεν ήταν βέβαιοι ότι τιμωρούν έναν ένοχο. Σκοπόν είχαν να απορφανίσουν το έθνος και να κάμψουν ηθικώς τους επαναστάτες. Αλλά πέτυχαν ακριβώς το αντίθετον, διότι «εις την κόψιν του ελληνικού σπαθιού ήτο γραμμένον το όνομα του πατριάρχου και εθέριζε» θα πει πολύ προσφυώς ο Γ. Τερτσέτης[89]. Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου του Ε' συγκλόνισε τον Ελληνισμό, προκάλεσε όμως συγχρόνως έντονη αντίδραση των χριστιανικών λαών της Ευρώπης και κυρίως της Ρωσίας και επηρέασε τη στάση της απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία[90]. Ακόμη και η τουρκική ιστοριογραφία παραδέχεται σήμερα ότι ο απαγχονισμός του Γρηγορίου του Ε' εξάπλωσε το απελευθερωτικό κίνημα και ακόμη ότι ενδιαφέρθηκε η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για το ελληνικό πρόβλημα[91].

Όπως κατά κανόνα σχεδόν συμβαίνει για τις ανώτερες μορφές της ιστορίας, δεν έλειψαν και οι επικριτές της αρνητικής κριτικής σχολής, οι οποίοι ίσως παρασυρόμενοι παρερμήνευσαν αναγκαστικές όχι όμως ολιγώτερον πατριωτικές ενέργειες του σεπτού Ιεράρχου[92].

Αξίζει να αναφερθεί άγνωστο έγγραφο, προερχόμενο από τα Γενικά Αρχεία της Ολλανδίας, στα οποία υπάρχει πλούτος εγγράφων αφορώντων εις την Ελληνικήν Επανάσταση. Ίσως το έγγραφο αυτό, προερχόμενο από ξένο μάρτυρα, και μάλιστα διπλωματικό υπάλληλο, γνωστό φίλο των Τούρκων να οδηγήσει σε επανεκτίμηση της μορφής του Γρηγορίου του Ε' και αμερόληπτη και δίκαιη κρίση για τον απαγχονισθέντα Εθνάρχη.

Πρόκειται για τον Gaspard Testa, ο οποίος διετέλεσεν επί μακρά έτη διερμηνέας, στη συνέχεια γραμματέας και επιτετραμμένος της Ολλανδίας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος σε σχετική έκθεσή του προς το αρμόδιο Υπουργείο Εξωτερικών, που εστάλη την επομένην της εκτελέσεως του Γρηγορίου Ε', εξιστορεί σύντομα, με σαφήνεια και κατηγορηματικό τρόπο, τα αφορώντα εις την μυστικήν δράση, τα πατριωτικά αισθήματα και τέλος το μαρτύριο και την θυσία του πατριάρχη. Η έκθεση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί προέρχεται από διπλωμάτη με αντικειμενική κρίση, που βρισκόταν στην πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον τόπο που διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα.

Η όλη πολιτεία του Γρηγορίου του Ε' εκδιπλώθηκε παραπάνω, είναι γνωστή, όπως είναι γνωστή και η συνεχής καχυποψία των Τούρκων προς το πρόσωπο του και οι κατά καιρούς διώξεις εναντίον του. Δεν αγνοούσε η τουρκική κυβέρνηση την πατριωτική δράση του Εθνάρχη και την συμμετοχήν του εις πάσαν μυστικήν πρωτοβουλίαν αποσκοπούσαν εις την απελευθέρωση της υπόδουλης πατρίδας και την αποκατάσταση της ορθοδοξίας[93]. Οι αρχειακές πηγές γύρω από το θέμα αυτό είναι πλούσιες και οι μαρτυρίες σαφείς.

Η αυστηρή κριτική γι' αυτόν οφείλεται στην έκδοση της περίφημης εγκυκλίου δια της οποίας καταδικαζόταν και μάλιστα δι' αφορισμού η επανάστασις του 1821 και χαρακτηριζόταν οι αρχηγοί της ως προδότες. Είναι όμως πλέον γνωστές οι συνθήκες που ανάγκασαν τον Πατριάρχη να προβεί στην έκδοση της εγκυκλίου προκειμένου να σώσει από βέβαιη γενική σφαγή και ολοσχερή αφανισμό τον ελληνικό πληθυσμό, δεδομένου ότι ο Πατριάρχης ήταν σε θέση να γνωρίζει ανάλογες ενέργειες που παρασκεύαζαν οι Τούρκοι και περί των οποίων μας πληροφορεί σχετικά και ο Testa[94]. Εξάλλου η επισφράγιση του μακρού μαρτυρίου του με τον απαγχονισμό του υπήρξε σαφής απόδειξη και αποτέλεσε ιερόν σύμβολον για τους αγωνιζόμενους ορθοδόξους Έλληνες.

Το έγγραφο του Ολλανδού επιτετραμμένου προσφέρει μίαν ακόμη αδιάσειστη μαρτυρία κει επιβεβαιώνει την στάση του Πατριάρχη, τον οποίον ο σουλτάνος καταδικάζει ως προδότην και συνωμότην κατά της ακεραιότητος του τουρκικού κράτους.

Ο Testa απέστειλεν προς το ολλανδικό Υπουργείον των Εξωτερικών τρία κατά χρονολογική σειρά έγγραφα: 1) την πατριαρχικήν «απανταχούσα» περί αφορισμού της Επαναστάσεως και των αρχηγών της[95] η οποία εκδόθηκε κατόπιν διαταγής του σουλτάνου και 2) Την προκήρυξη (yasta = δημοσία καταδίκη), για την καταδίκη του Γρηγορίου του Ε' ως προδότη και συνωμότη[96] και 3) Την προσωπική έκθεση του ως επιτετραμμένου για την εξέλιξη των γεγονότων και των ιδιαιτέρων σχετικών πληροφοριών, με ημερομηνία 25 Απριλίου 1821.

Και τα τρία έγγραφα έχουν συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα, το τελευταίο κατ' ευθείαν σ' αυτήν, τα άλλα δύο όμως εκ μεταφράσεως, το μεν πρώτο εκ της ελληνικής το δε δεύτερον εκ της τουρκικής[97] .

Το πρώτον έγγραφον περιέχει τον αφορισμόν του Γρηγορίου του Ε' κατά της Επαναστάσεως των πρωτεργατών και οπαδών της. Η προκήρυξη γνωστή και αυτή περιέχει την καταγγελία και καταδίκη του Πατριάρχου Γρηγορίου για δολιότητα, προδοσία, μυστική συνεργασία και υποκίνηση των υποδούλων σε εξέγερση κατά της καθεστηκυίας αρχής, τέλος δε την απόφαση προς θανατικήν εκτέλεση, επειδή αποκαλύφθηκε η δράση του υπέρ των Ελλήνων και η προσπάθεια του να συγκαλύψει τη συνωμοσία των πρωτεργατών της Επαναστάσεως. Το κείμενο αυτό σε τουρκική γλώσσα είχε αναρτηθεί στο στήθος του νεκρού πατριάρχη.

Ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη είναι η έκθεση του Ολλανδού επιτετραμμένου, Gaspard Testa. Αποκαλυπτικές οι ειδήσεις. Στην αρχή ο Testa αναφέρει τον διορισμό του νέου μεγάλου βεζύρη ως και του Σταυράκη Αριστάρχη εις διαδοχήν επί απιστία και συμμετοχήν στην ελληνικήν επανάστασιν» του καρατομηθέντος πρίγκιπος Κωνσταντίνου Μουρούζη. Αποκαλύπτει την σχεδιαζχομένην οργάνωση υπό των μαινόμενων τουρκικών στιφών μυστικής γενικής επιθέσεως κατά του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως μετά την διάδοση της ειδήσεως για την επανάσταση με σκοπό την πλήρη εξόντωση των Ελλήνων. Αναφέρει ο Testa επίσης ότι ο Πατριάρχης ήταν αναμφιβόλως γνώστης της Επαναστάσεως και προσπάθησε να την ματαιώσει δια παντός μέσου, επιδεικνύων υποταγήν προς τον σουλτάνον, απεφεύχθη όμως αυτή τελικώς χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του μεγάλου βεζύρη και των τουρκικών αρχών.

Στη συνέχεια ο Testa αναφέρει τη σύλληψη και τον απαγχονισμό του Πατριάρχη την επομένη του Πάσχα και εκθέτει πληροφορίες περί του απαγχονισμού, που συγκεντρώθηκαν από ασφαλή πηγή και μαρτυρούν ότι παρά την φαινομενική δήθεν προσήλωση του Πατριάρχη στην Υψηλή Πύλη και παρά την έκδοση της καταδικαστικής κατά της επαναστάσεως «απανταχούσας» από γραπτές πληροφορίες και διασταυρούμενες γραπτές μαρτυρίες, αποδείχθηκε κατά τρόπον σαφή και αναμφίβολον ότι ο Πατριάρχης και προ και μετά την έκρηξη της Επανάστασης βρισκόταν σε πλήρη γνώση και συνεργασία μετά των Επαναστατών.

Και σύμφωνα με τουρκικές ασφαλείς πληροφορίες ο Γρηγόριος ο Ε' ενώ φαινομενικώς προσεποιείτο τον πιστόν υπήκοον του σουλτάνου, στην πραγματικότητα ήταν εις των σημαντικότερων υποκινητών και οργανωτών της όλης υπόθεσης, εργαζόμενος κρυφίως μεν αλλά δραστηρίως υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Ο Ολλανδός διπλωμάτης κλείνει την έκθεση του, παρέχοντας λεπτομέρειες για τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε', για τις περιπέτειες του σεπτού νεκρού, για τη διαπόμπευση του πτώματος και τον καταποντισμό του στη θάλασσα.

Τέλος ο Testa επανέρχεται στο θέμα της καρατόμησης του μεγάλου διερμηνέως Μουρούζη και αναλύει τις συνθήκες της καταδίκης του, ένεκα απιστίας και προδοσίας, αφού προσπάθησε να αποκρύψει το πραγματικό περιεχόμενο συνωμοτικών εγγράφων, με τα οποία αποδεικνυόταν η συμμετοχή στην επανάσταση επισήμων προσώπων. Ο πονηρός όμως σουλτάνος, διεπίστωσεν την απάτη από την μετάφραση των εγγράφων αυτών τα οποία έδωσε σε άλλους έμπιστους μεταφραστές και επέβαλε στο Μουρούζη την θανατική ποινή[98] .

Από την προκήρυξη μάλιστα, υπ' αριθ. 461 η οποία ανηρτήθη στο στήθος του Πατριάρχη απομονώνουμε δύο υψίστης σημασίας σημεία του κατηγορητηρίου. Το ένα είναι ότι ο σουλτάνος κατέκρινε τον πατριάρχην ότι διηύθυνε την επανάσταση εκ των παρασκηνίων ως ο πραγματικός μυστικός αρχηγός της και το άλλο ότι ο ίδιος ο σουλτάνος έδωσε εντολήν εις τον πατριάρχην να εξαπολύσει «απανταχούσαν» και να αφορίσει τους οπουδήποτε επαναστάτες[99].

Εκτός των άλλων πηγών και η έκθεση του Ολλανδού επιτετραμμένου μαρτυρεί την αγνότητα προθέσεων και πράξεων αλλά και την πατριωτική δράση του εκ Δημητσάνης Γρηγορίου του Ε' και περί της μυστικής συμμετοχής του σε κάθε απελευθερωτική κίνηση, της οποίας επιστέγασμα υπήρξεν τελικώς η τραγική πορεία προς το μαρτύριον και την θυσίαν[100].

Το 1871 τα λείψανα του Γρηγορίου του Ε' μετακομίσθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών, ανηγέρθη ο ανδριάντας του στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών με δαπάνη του διαμένοντος στην Αλεξάνδρεια φιλογενούς Γεωργίου Αβέρωφ[101]. Η τελετή των αποκαλυπτηρίων του αδριάντος έλαβε χώραν στις 25 Μαρτίου 1872. Μεστόν πανηγυρικόν λόγον εξεφώνησεν ο τότε Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμιος Καστόρχης, ενώπιον της ηγεσίας του έθνους και του λαού[102].

Η πρυτανεία του Εθνικού Πανεπιστημίου θέλοντας να λαμπρύνει την εθνικήν και ακαδημαϊκήν αυτή πανήγυρη αξίως του «μεγαλώνυμου Πατριάρχου» και να τον κοσμήσει όπως έγραψε με αειθαλή στέφανον εκ του Ελικώνος, παρεκάλεσε τον ποιητήν Αριστοτέλην Βαλαωρίτην «όπως δια της ηδυεπούς και εθνικωτάτης γλώσσης του, προσαγορεύσει, τον αδριάντα του αθανάτου τούτου τέκνου της νεωτέρας Ελλάδος, του παρασκευάσαντος όσον το επ' αυτώ τα του μεγάλου ημών αγώνος και θύσαντος και την ψυχήν αυτού υπέρ της ημετέρας ελευθερίας[103]» .

Συγκινητική υπήρξεν η ανταπόκριση του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Απομονώνουμε ολίγα λόγια από την απάντηση του προς τον πρύτανην του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Καίτοι συναισθανόμενος την αδυναμίαν μου και μόλις τολμών να προσηλώσω τα βλέμματα μου επί του ουρανίου σκηνώματος, ένθα βασιλεύει η ψυχή του μεγάλου της νεωτέρας Ελλάδος αθλητού, αποδέχομαι μετά βαθύτατης συγκινήσεως την υψηλήν εντολήν, ήν ευπρεστήθητε να μοι διαπιστευθήτε»[104]. Είναι πιστεύω γνωστόν εις όλους, το ποίημα του: «Πως μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχ' ο λογισμός σου» κλπ.[105]

Τον Γρηγόριον τον Ε', τον κατ' εξοχήν πατριάρχην της ορθοδοξίας και του Γένους παρέλαβεν η δόξα, η εθνική ιστορία, το νέφος των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδας. Με συνοδική πράξη της Εκκλησίας ανακηρύχθηκε άγιος το 1921. Χρέος της Εκκλησίας και εθνικόν[106]. Θα έλεγε κανείς ότι ίσως το μέγα μαρτύριον του Γρηγορίου του Ε' δεν υπήρξεν τόσον η αγχόνη, όσο η εγκύκλιος της 23ης Μαρτίου 1821 δια της οποίας οι μεν επαναστάτες προτρέπονταν σε μετάνοια αφωριζόταν δε ο αρχηγός της Επαναστάσεως, Αλέξανδρος Υψηλάντης[107]. Κι ο συναξαριστής του προσθέτει:

«Εν αγχόνη καν τέθνηκας Πατριάρχα,

όμως γε αεί ζης Εδέμ τη θεία.

Τη δεκάτη πατριάρχης θύμα γέγονεν ένεκα Γένους».

Ας θεωρηθεί η σύντομη αυτή μελέτη, ως ολίγον θυμίαμα ευγνωμοσύνης από τ' απόκρυφο θυμιατήρι της καρδιάς προς τον πρωτοκάθεδρο της Ορθοδοξίας και του Γένους.

Δρ. ΜΑΡΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γ. ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ


[1] Βλ. Τάσο Αθ. Γριτσόπουλο, Γρηγόριος ο Ε’, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 4, Αθήναι 1964, σ. 736

[2] ό.π.

[3] ό.π.

[4] Ανωνύμου, Βίος και πολιτεία του Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνησι 1853, σ. 8

[5] ό.π., σ. 9

[6] Βλ. Ανωνύμου, ό.π., σ. 9 και Τάσο Γριτσόπουλο, ό.π.

[7] Βλ. Τ. Γριτσόπουλο, ό.π., σ. 737-738

[8] Τ. Γριτσόπουλο, ό.π., σ. 738 και Ανωνύμου, Βίος και Πολιτεία, ό.π.

[9] ό.π.

[10] Τ. Γριτσόπουλο, ό.π.

[11] Ανωνύμου, Βίος και Πολιτεία του ιερομάρτυρος Γρηγρορίου, ό.π., σ. 10

[12] Βλ. Ανωνύμου, , ό.π., σ. 11

[13] Βλ. Ανωνύμου, , ό.π., σ. 12

[14] Κωνσταντίνος Οικονόμος, Λόγος Επιτάφιος εις τον αείμνηστον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον, εν Πετρουπόλει, αωκά, σελ. 22

[15] Βλ. Ανωνύμο, ό.π., σ. 13

[16] Βλ. Βασίλη Σφυρόερα, Γρηγόριος Ε’, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 3, Εκδοτική Αθηνών, σ. 213

[17] Βλ. Τ. Γριτσόπουλο, ό.π., σ. 738

[18] ό.π., σ. 14

[19] ό.π.

[20] ό.π.

[21] ό.π., σ. 15

[22] Βλ. Ανωνύμου, ό.π., σ. 16-17

[23] Βλ. Μαθά, Κατάλογος Πατριαρχών, σελ. 263

[24] Βλ. Τάσο Γριτσόπουλο, ό.π., σ. 738

[25] ό.π., και Ανώνυμος, ό.π., σ. 18

[26] Βλ. ό.π., όπου υπος. α΄ Ιστορ. Κούμα, τ. 12, σ. 508

[27] Τ. Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 19

[28] Ανώνυμος, ό.π., σ. 19

[29] Βλ. Μαρία – Ελευθερία Γ. Γιατράκου, Η Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά ή Ξηροκαστελλίου, Αθήνα 1999, σ. 86, όπου υποσ. 73

[30] Βλ. ό.π., όπου υπος 75.

[31] Supplement Grec, αριθ. 97/22 Δεκ. 1797, Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων

[32] Βλ. Μαρία – Ελευθερία Γ. Γιατράκου, ό.π., σ. 87, όπου υποσημείωση 79

[33] Βλ. ό.π., όπου υποσημ. 81

[34] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 20

[35] Βλ. Τάσο Γριτσόπουλο, ό.π., σ. 740

[36] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 23

[37]Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 23 και Βασίλη Σφυρόερα, Γρηγόριος Ε’, Εκπαιδετική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., σ. 213

[38] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 24

[39] ό.π., σ. 24

[40] ό.π., σ. 25

[41] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 25

[42] Βλ. ό.π., σ. 26-27

[43] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 28

[44] ό.π., σ. 29

[45] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 30

[46] ό.π., σ. 31

[47] Βλ. Βασίλη Σφυρόερα, ό.π.

[48] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 32

[49] Βλ. ό.π., όπου «¨Λόγιος Ερμής», 1820, σελ. 451

[50] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 33

[51] ό.π.

[52] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 34-35

[53] ό.π., σ. 35

[54] Βλ. Βασίλη Σφυρόερα, ό.π., σ. 213

[55] Βλ. Χρ. Θ. Κρικώνη, Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρωταγωνιστής της Εθνεγερσίας του 1821, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 128-129.

[56] Βλ. Βασίλη Σφυρόερα, ό.π., σ. 213

[57] Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Η Εκκλησία εις τον Απελευθερωτικόν Αγώνα», Αθήνα 1971, σ. 13 (Ανατύπωση από το περιοδικό «Παρνασσός», τ. 13)

[58] Βλ. Αξέξ. Δεσποτόπουλο, Η Ελληνική Επανάσταση, ΙΕΕΕ, τ. ΙΒ΄, Αθήνα 1975, σ. 32

[59] Βλ. Αλέξ. Δεσποτόπουλο, ό.π., σ. 32

[60] Δ.Α. Ζακυθηνός, Η Τουρκοκρατία, Αθήνα 1957, σ. 28

[61] Βλ. Βασίλη Σφυρόερα, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, ό.π., σ. 213

[62] Βλ. Βας. Σφυρόερα, ό.π.

[63] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ.36

[64] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 38

[65] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 38

[66] ό.π., σ. 39

[67] ό.π., σ. 39

[68] Βλ. Βασίλη Σφυροέρα, ό.π., σ. 213.

[69] Βλ. Ανώνυμα, ό.π., σ. 40

[70] Βλ. Ανώνυμα, ό.π., σ. 41

[71] ό.π.

[72] Βλ. Αλέξ. Δεσποτόπουλο, ό.π., σ. 33.

[73] ό.π., σ.34.

[74] Βλ. Αρχιεπισκοπή Αθηνών Χρυσόστομο, Γρηγόριος Ε΄ Πατριάρχης Κωνσταντινοπόλεως, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, τ. Η΄, σελ. 74

[75] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 43.

[76] ό.π. σ. 43-44.

[77] ό.π., σ. 44.

[78] ό.π. σ. 45.

[79] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 49.

[80] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ. 51

[81] ό.π.

[82] Βλ. Νασίλη Σφυροέρα, ό.π., σ. 213

[83] Βλ. Κων/νο Παπυλίδη, Γρηγόριος Ε΄, Τον κρέμασε ο Σουλτάνος τον κήδεψε ο Τσάρος, «Ιστορικά» (Ελευθεροτυπία) 23 Μαρτίου 2000 (Αρ.23) κα ιτο άγνωστο 21, σ.12

[84] ό.π.

[85] ό.π.

[86] ό.π.

[87] Βλ. Κων/νο Παπυλίδη, όπ. Σ. 13

[88] Βλ. Ανώνυμο, ό.π., σ.742.

[89] Βλ. Τάσο Γριτσόπουλος, ό.π., σ.742

[90] Βλ. Βας. Σφυροέρα, ό.π.

[91] Βλ. Κων/νο Παπουλίδη, ό.π. σ. 13-14.

[92] Βλ. Γεώργιο Θ. Ζώρα, ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, εις έκθεσιν του Ολλανδού επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, «Παρνασσός», τ. ΙΗ΄, παρ. 1 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1976), σ.127.

[93] Βλ. Γ.Θ. Ζώρα, ό.π. σ.128.

[94] Βλ. Γ.Θ. Ζώρα, όπ., σ.128

[95] ό.π. σ. 129, όπου υποσημείωση 1 με τον τίτλον του κειμένου: Le patriache de Constantinople lon de ce l’ anathema aux Ypsilanti et ses adherens – traduction du grec.

[96] Βλ. Γ.Θ. Ζώρα, ό.π. σ. 129 όπου υποσημείωση 4 με τίτλο της προκύρηξης: «Traduction dy yasta de patriarche grec» και ημερομηνία «22 Απριλίου 1821».

[97] ό.π.

[98] Βλ. Γ.Θ. Ζώρα, ό.π., σ.130-131.

[99] Βλ. ό.π. σ.133-134.

[100] ό.π. σ. 138.

[101] Βλ. Τα της τελετής των αποκαλυπτηρίων του αδριάντος του Αοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ γενομένης την 25η Μαρτίου του 1872, εν Αθήναις, 1872, σ.2-3.

[102] Βλ.

[103] ό.π., σ.21.

[104] ό.π., σ.22.

[105] Βλ.

[106] Βλ. Τάσο Γριτσόπουλο, ό.π., σ. 741

[107] Βλ. Κ.Κ. Παπουλίδη, ό.π., σ. 14

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ