Πριν από κάμποσα χρόνια, τριγυρνώντας στο Μοναστηράκι βρήκα και αγόρασα μια σακούλα φωτογραφίες. Χρόνια μετά, εκκαθαρίζοντας το αρχείο μου τη βρήκα μπροστά μου. Κοιτώντας τις φωτογραφίες μία μία, το μάτι μου έπεσε σε δύο ονόματα βαποριών που γνώριζα καλά. GOLDEN EAGLE και GOLDEN SHIMIZU. Ήταν τα δύο τελευταία μπάρκα του πατέρα μου. Του έδειξα τις φωτογραφίες και πράγματι ήταν αυτά. Με αλλαγμένο νηολόγιο, φωτογραφημένα καμιά δεκαριά χρόνια μετά, αλλά ήταν αυτά. Τότε μου γεννήθηκε η ιδέα να κάνω μια παρουσίαση του πατέρα μου, του καπτά Στρατή Βαλιδάκη. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι οι ναυτικοί της σειράς του, στα ογδόντα τους πια –όσοι βρίσκονται ακόμα εν ζωή–, ήταν οι αθόρυβοι εργάτες που φτιάξανε τη σημερινή ναυτιλία· όταν, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, το επάγγελμα του ναυτικού δεν θύμιζε το σήμερα σε τίποτα –εκτός από την απίστευτη σκληρότητά του. Όταν στη θάλασσα σε έσπρωχνε η απόλυτη φτώχεια της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Όπως, σε κάποιο βαθμό, αρχίζουμε να βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα.
Ο Στρατής Βαλιδάκης γεννήθηκε στη Χίο το Γενάρη του 1933, δεύτερο παιδί φτωχής οικογένειας προσφύγων από την Αγία Παρασκευή της Μικράς Ασίας, κοντά στον Τσεσμέ. Ο πατέρας του, Τάσος Βαλιδάκης, ήταν ψαράς που αργότερα, στα 26 του χρόνια, έγινε θερμαστής στα βαπόρια, με μπάρκο 8 χρόνων και δύο τορπιλισμούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γράφεται στο Δημοτικό Σχολείο και στην ΕΟΝ του Μεταξά –που «ήταν υποχρεωτικό τότε», όπως λέει– αλλά το ’40 έρχεται ο πόλεμος και η Κατοχή.
Η Χίος πεινάει και λύση είναι η προσφυγιά. Τον Απρίλη του ’42, τη χρονιά της μεγάλης πείνας, η μητέρα του Σταματία παίρνει τα τρία παιδιά της, ελάχιστα υπάρχοντα και τιμαλφή, πληρώνει το βαρκάρη –κάτι μου θυμίζει αυτό– και διαφεύγουν στον Τσεσμέ. Μένουν εκεί τρεις μέρες σε μια αποθήκη κι έπειτα ταξιδεύουν με καΐκι για Κύπρο, αφού πρώτα κάνουν στάση στο Κουσάντασι για να παραλάβουν μερικούς στρατεύσιμους Έλληνες για τις δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Στην Κύπρο παραμένει τριάμισι χρόνια. «Καλά χρόνια», ανακαλεί στη μνήμη του ο Στρατής! Δεν έλειπε το φαγητό, έφταναν μέχρι εκεί χρήματα από τη δούλεψη του πατέρα του Αναστάση Βαλιδάκη, ο οποίος όλο το διάστημα του πολέμου εργαζόταν (υπηρετούσε) σε επίτακτα φορτηγά του Σταύρου Λιβανού που συμμετείχαν σε νηοπομπές. Και ήταν πολύ τυχερός που επιβίωσε από δύο τορπιλισμούς, έναν στον Ινδικό Ωκεανό και έναν στο Γιβραλτάρ.
O Στρατής επιστρέφει στη Χίο με τη μητέρα του και τα αδέλφια του καμιά δεκαπενταριά μέρες πριν τα Χριστούγεννα του ’45. Με το ατμόπλοιο ΤΡΙΠΟΛΙΤΑΝΙΑ της Adriatica. Θυμάται ακόμη το σινιάλο με το λέοντα στην τσιμινιέρα.
Τελειώνει το Δημοτικό στον Άγιο Λουκά Λιβαδιών, κοντά στον προσφυγικό συνοικισμό του Καστέλλου, και φοιτά στο εξατάξιο Γυμνάσιο Βροντάδου, που τότε λειτουργούσε ως παράρτημα του Γυμνασίου Αρρένων Χίου. Μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών –μεγάλο πράγμα την εποχή εκείνη– η θάλασσα είναι μονόδρομος για πολλούς νέους Χιώτες. Ο Στρατής έχει ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι τρίμηνη υπηρεσία, με το κόκκινο φυλλάδιο του μαθητευόμενου, στο πέραμα ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, πλοιοκτησίας Νικολάου και Μιχαήλ Πλωμαρίτη. Με το ίδιο φυλλάδιο φεύγει και για το πρώτο μπάρκο στο λίμπερτυ ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΣΗΜΑΝ του Σταύρου Λιβανού, όπου ήδη είναι ναυτολογημένος και ο πατέρας του. Οι αναμνήσεις του από το ταξίδι για το πρώτο μπάρκο είναι καταγεγραμμένες σ’ ένα τετράδιο με κάμποσες ακόμα ναυτικές ιστορίες. Με δικά του λόγια λοιπόν ξαναζεί το μεγάλο ταξίδι.
– «Ήταν Φεβρουάριος του ’52. Το κρύο του Φλεβάρη δεν ήταν αρκετό να παγώσει τον ενθουσιασμό και την τόλμη ενός 19χρονου νέου που ξεκινά με χίλια δυο όνειρα να ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα. Χωρίς να αποτελεί για μένα εξαίρεση η επαγγελματική κληρονομικότητα, μου ήταν δύσκολο να στραφώ προς άλλους επαγγελματικούς ορίζοντες, αφού οι δυσκολίες των καιρών και η ναυτική καταγωγή μου το επέβαλλαν. Εφοδιασμένος μ’ ένα ναυτικό φυλλάδιο μαθητευόμενου κι ενα απολυτήριο του τότε Γυμνασίου, περίμενα την είδηση που θα έδινε ζωή στα τόσα όνειρα της επαγγελματικής μου αποκατάστασης. Δεν άργησε να έρθει. Η 15η Φλεβάρη και ο ΚΑΝΑΡΗΣ της ναυτιλιακής εταιρείας Νομικού, που εκτελούσε τη γραμμή Πειραιά-Χίου-Μυτιλήνης, μαζί με μένα πήρε και τις αναμνήσεις, ευχάριστες και δυσάρεστες, που έζησα στο νησί.
Ένα νυχτερινό ταξίδι που δεν είχε τελειωμό, όχι από αίσθηση του χρόνου αλλά από ένα σύμπλεγμα σκέψεων και αναπολήσεων του χθες, του σήμερα και του αβέβαιου για μένα αύριο. Χωρίς να κλείσω μάτι από την ένταση και από την κακοκαιρία, εκείνη τη νύχτα είχα την ευκαιρία να σκεφτώ τα πρόσωπα που με δάκρυα στα μάτια βλέπανε τον ΚΑΝΑΡΗ να απομακρύνεται από τον προβλήτα του λιμανιού της Χίου και να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια τους. Οι αναλαμπές ενός φάρου μού έβγαλαν κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό, σαν να ήθελε να ασχοληθώ με τα δικά μου επιτεύγματα, χωρίς βέβαια να γνωρίζω πως μελλοντικά κάθε φάρος θα ήταν για μένα η ελπίδα και η σιγουριά στα ατελείωτα ταξίδια μου.
Το ταξίδι τελείωσε και το πλοίο μπήκε στο λιμάνι του Πειραιά. Μεγάλα και μικρά επιβατηγά αναχωρούν ή φτάνουν. Μεγάλα κτίρια τριγύρω από το λιμάνι στεγάζουν ναυτιλιακά γραφεία, όπου με ευκολία συναλλάσσεται επαγγελματικά ο ναυτιλιακός κόοσμος. Σ’ ένα από τα κτίρια αυτά βρίσκονταν τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας του Σταύρου Λιβανού, όπου κατέληξα για να προσληφθώ ως μαθητευόμενος ναυτικός σ’ ένα από τα πολλά πλοία του. Η διαδικασία της μετάβασής μου από τον Πειραιά στο Λονδίνο ήταν ζήτημα δύο ημερών και ανατέθηκε στο ναυτιλιακό πρακτορείο Καραγιάννη. Οι απαραίτητες προϋποθέσεις του νέου μου ταξιδιού, που άρχισε τη 18η Φεβρουαρίου 1952, ήταν ένα εισιτήριο τρένου και μια άδεια εισόδου για κάθε κράτος διέλευσής μου. Η αμαξοστοιχία “Απόλλων Εξπρές” σε λίγο θα αναχωρούσε από το Σταθμό Λαρίσης για να εκτελέσει ακόμα μια φορά το γνωστό της δρομολόγιο. Πράγματι, στις 8 το βράδυ άρχισα το πρώτο μου ταξίδι σε καιρό ειρήνης που θα με οδηγούσε εκτός Ελλάδος. Περίπου στις 6 το πρωί της 19ης Φλεβάρη το τρένο έφτασε στη Θεσσαλονίκη και στις 11 ήμασταν στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Οι διατυπώσεις κράτησαν μία ώρα και συνεχίσαμε το ταξίδι σε γιουγκοσλαβικό έδαφος. Tα Σκόπια ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη που συναντήσαμε, μετά το Βελιγράδι κι έπειτα το Ζάγκρεμπ. Παντού βαρυχειμωνιά. Παντού απλωνόταν ένα κάτασπρο σεντόνι από χιόνι. Μικρά και μεγάλα θερμοκήπια που θύμιζαν προσφυγικούς καταυλισμούς προσφέρονταν για την παραγωγή, αφού ήταν αδύνατη η υπαίθρια καλλιέργεια.
Στις 20 του μήνα αφήσαμε πίσω μας την τελευταία μεγάλη πόλη της Γιουγκοσλαβίας, τη Λιουμπλιάνα, και φτάσαμε στα αυστριακά σύνορα. Εδώ οι διατυπώσεις έγιναν από τις αυστριακές αρχές. Το φυσικό περιβάλλον ήταν άξιο θαυμασμού. Αν και διασχίσαμε μόνο μικρό μέρος αυστριακού εδάφους, εντούτοις μπορεί κάποιος εύκολα να βγάλει συμπεράσματα για την υπόλοιπη χώρα. Σήραγγες που θα ’πρεπε να συγκαταλέγονται μεταξύ των θαυμάτων του σύγχρονου κόσμου ως προς τη δυσκολία της διάνοιξής τους διευκολύνουν και συντομεύουν το ταξίδι του τρένου, και ο επιβάτης μένει να θαυμάζει το έργο που κατασκεύασε ο ανθρώπινος νους. Μικρές και μεγάλες λίμνες φιλοξενούν στα καθαρά νερά τους πληθυσμούς από αγριόπαπιες και άλλα πουλιά που ζουν και αναπαράγονται εδώ. Πολλά ακόμα άξια θαυμασμού μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ αυτή τη χώρα, αλλά ο χρόνος και το τρένο δεν περιμένουν.
Η Γερμανία είχε σειρά να φιλοξενήσει στο έδαφός της την αμαξοστοιχία μας. Στα γερμανικά σύνορα πάλι διατυπώσεις. Το ταξίδι άρχισε πια να γίνεται κουραστικό. Μεγάλα εργοστάσια με πανύψηλες καμινάδες μαρτυρούν ένα κράτος με βαριά βιομηχανία. Απέραντοι καταπράσινοι κάμποι προσφέρονται για την εκτροφή πολλών κοπαδιών ζώων. Εντυπωσιάζουν οι πολυάριθμοι χώροι για όλα τα αθλήματα, που δείχνουν το ενδιαφέρον του κράτους για τον αθλητισμό και τα νιάτα. Η άφιξή μας στο Μόναχο και η αλλαγή τρένου θα μας δώσει μια ευκαιρία για δίωρο ξεμούδιασμα ύστερα από δυο μέρες ταξίδι.
Πρωταρχικός μας σκοπός να εντοπίσουμε την πλατφόρμα όπου θα έφτανε το τρένο με το οποίο θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας για Βέλγιο. Κάθε πληροφορία που ζητούσαμε από τους Γερμανούς μάς δινόταν με ευχαρίστηση. Συνεχίζουμε με γερμανικό τρένο πλέον. Στα σύνορα ξανά διατυπώσεις, από τις βελγικές αρχές, και το ταξίδι συνεχίζεται. Πολλές οι ομοιότητες με τη Γερμανία, γραφικά χωριά και στο τέλος οι Βρυξέλλες. Κι από κει στο λιμάνι της Οστάνδης. Ενα μικρό λιμάνι με ζωηρή κίνηση. Φέρι μποτ προς το Dover διακινούν επιβάτες, οχήματα, αλλά και τμήματα αμαξοστοιχιών. Το ταξίδι διήρκεσε περίπου είκοσι ώρες. Ο καιρός ήταν ομιχλώδης και το κρύο τσουχτερό, ως συνήθως τέτοια εποχή.
Άνθρωπος του γραφείου με περίμενε στο Dover για να με παραλάβει και να με συνοδεύσει στο Λονδίνο. Εκεί κατέλυσα σ’ ένα ξενοδοχείο της πλατείας Piccadilly. Έμεινα μια νύχτα. Στις 8 το πρωί της 21ης Φλεβάρη 1952 ήρθε πάλι ο ίδιος υπάλληλος του γραφείου και με οδήγησε στο σταθμό του τρένου. Μετά από δύο ώρες έφτασα στο λιμάνι του Bristol, όπου βρισκόταν το πλοίο. Σε λίγο θα γινόμουν ένα από τα 32 μέλη του πληρώματός του. Ήταν ένα λίμπερτυ με σημαία Παναμά, κατασκευασμένο το 1942 σε αμερικάνικα ναυπηγεία, το ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΣΗΜΑΝ. Πλοίο 10.000 dwt, ταχύτητας 10 κόμβων.
Στη σκάλα του πλοίου ήταν αναρτημένος ένας μαυροπίνακας που έγραφε ότι το πλοίο αναχωρεί την 11η βραδινή. Με μεγάλη χαρά αντίκρισα τον πατέρα μου, που εργαζόταν στο πλοίο ως θερμαστής για τρία ολόκληρα χρόνια. Με ρώτησε για τη μάνα μας και τ’ αδέρφια μου, αν είναι όλοι καλά, και για πολλά άλλα οικογενειακά ζητήματα. Είχαν περάσει δυο ώρες από την άφιξή μου στο πλοίο όταν ζήτησα να με οδηγήσουν στην καμπίνα μου για να κοιμηθώ, να συνέλθω από το κουραστικό ταξίδι. Ξύπνησα το πρωί, όταν ο λοστρόμος ήρθε και είπε σε ορισμένους από το προσωπικό του καταστρώματος ότι είναι ώρα για πρωινό και για εργασία. Δεν ήταν ο καλοκάγαθος άνθρωπος που γνώριζα από τον προσφυγικό συνοικισμό του Νοσοκομείου στη Χίο. Σοβαρός και αυστηρός στις αποφάσεις του, έδινε δουλειά στους πεπειραμένους ναύτες. Η πρώτη δουλειά που έδωσε σε μένα ήταν ένα μπουγέλο με πετρέλαιο για να καθαρίσω το πινέλο και τα ρολά που θα χρησιμοποιούσα την άλλη μέρα το πρωί».
Έτσι άρχισε η ναυτική καριέρα του καπετάν Στρατή. Κράτησε 34 χρόνια, μέχρι το Φλεβάρη του ’86. Από την απόλυτη λιτότητα των βαποριών της δεκαετίας του ’50 μέχρι τα βαπόρια με δορυφορική επικοινωνία, όπως το ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ του Λαιμού, με το οποίο θυμάμαι –ήμουν μαθητής στην Α’ Λυκείου– πέρασε από τη Χίο πλέοντας κοντά στη γειτονιά μας, στο Καστέλλο και στο Βροντάδο, σφυρίζοντας, χαιρετώντας μας μ’ αυτό τον τρόπο.
Στο ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΣΗΜΑΝ, με πλοίαρχο τον Κώστα Τσούρο από τη Χίο, το μπάρκο βάστηξε 18 μήνες. Ξεμπάρκαρε για να υπηρετήσει τη θητεία του στο Ναυτικό. Τριάντα μήνες. Αρχικά στον Παλάσκα κι έπειτα στο Βασιλικό Ναύσταθμο Κρήτης στη Σούδα με το βαθμό του υποκελευστή. Αφού απολύθηκε, μπάρκαρε ναύτης στο γκαζάδικο ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΜΑΡΤΣΙΟΝΕΣ του Σταύρου Λιβανού. Σύντομο μπάρκο. Ένα εξάμηνο, μιας και το πλοίο έδεσε στον Πειραιά λόγω της ναυτιλιακής κρίσης εκείνη την περίοδο. Στο επόμενο μπάρκο είναι ναύτης στο DONNA EDDIE του Χανδρή, με πλοίαρχο τον Κωνσταντίνο Κουτσάφτη από τη Σύρο, για ένα χρόνο. Μετά από τρία μπάρκα αρχίζει να γράφει υπηρεσία στο ΝΑΤ, αφού τα δύο πρώτα και το μισό τρίτο –ένα εξάμηνο– ήταν με βαπόρια ανασφάλιστα με ξένη σημαία. Το μπάρκο τελειώνει απρόοπτα, καθώς υποβάλλεται σε εγχείρηση σκωληκοειδεκτομής στη Νέα Υόρκη. Μετά την ανάρρωσή του αρχίζει από κει το επόμενο μπάρκο. Πάλι ως ναύτης. Μπαρκάρει στο λίμπερτυ CAPTAIN LEMOS. Δέκα μήνες. Καπετάνιος ο πλοιοκτήτης του πλοίου Πανάγος Πατέρας. Ξεμπάρκαρε για να παντρευτεί την Άννα Αυγουστινού, από οικογένεια της γειτονιάς του, από τον προσφυγικό συνοικισμό του Καστέλλου, λίγο βόρεια από την πόλη της Χίου. Το πρώτο μπάρκο του μετά το γάμο είναι το ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 4, με πλοίαρχο το Δημήτρη Τσατσαρώνη από τη Χίο, της εταιρείας Φράγκου-Λιβανού. Ως ναύτης.
Ακολουθεί το τελευταίο μπάρκο ως ναύτης. Είναι το φορτηγό ΣΤΑΜΟΣ του Φαφαλιού, με πλοίαρχο τον Ανδρέα Τσατσαρώνη από τη Χίο. Το φυλλάδιο αλλάζει. Παίρνει το επαγγελματικό. Πρώτο μπάρκο ως ανθυποπλοίαρχος το ΜΑΡΙΟΓΚΑ του Φαφαλιού, με πλοίαρχο το Χαράλαμπο Πηλιούρα από την Πάτρα. 14 μήνες. Ταξίδια Μόντρεαλ-Κουρασάο όλο το μπάρκο.
Με το ΣΤΑΜΟΣ και το ΜΑΡΙΟΓΚΑ ξεκινά τη σταδιοδρομία του στη βρονταδούσικη εταιρεία των Φαφαλιών, που θα βαστήξει λίγο πολύ 13 χρόνια. Επόμενο μπάρκο στο ΜΑΡΙΑ Λ.Φ. ως ανθυποπλοίαρχος, με καπετάνιο το φίλο και συμμαθητή του αείμνηστο Λεοντή Κλαδιά. Στη συνέχεια θα μπαρκάρει ως γραμματικός στο ΕΛΛΗ ΦΑΦΑΛΙΟΣ –από το 1977 έχει λάβει το δίπλωμα πλοιάρχου Α’ τάξεως χωρίς να καπετανέψει– και στο τάνκερ ΚΑΤΙΝΑ με πλοίαρχο τον Γεώργιο Αργυρούδη από τα Μεστά της Χίου. Ακολουθούν το ΑΛΟΥΕΤ, μικρό φορτηγό αγορασμένο από Γερμανούς, το ΜΑΡΙΑ με πλοίαρχο τον Αλέκο Ζάφτη από το χωριό Κοινή της Χίου, το ίδιο πλοίο μετονομασμένο σε ΜΟΡΙΑΣ με καπετάνιο τον Παντελή Σακελλαράκη, το ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ δύο φορές, 13 και 14 μήνες μπάρκα, και το ΜΑΙΡΟΥΛΑ με πλοίαρχο τον Αυγουστή Τόπακα, στο οποίο πέρασα κι εγώ ένα μήνα των καλοκαιρινών μου διακοπών το 1975, όταν το πλοίο επισκευαζόταν στο Πέραμα αρχικά και στη δεξαμενή του Σκαραμαγκά στη συνέχεια. Τελευταίο μπάρκο με τους Φαφαλιούς το ΟΘΩΝ, όμορφο γερμανικό σκαρί κατασκευής 1957. Και σ’ αυτό περάσαμε δυο βδομάδες το καλοκαίρι του 1977, όταν βρισκόταν στη ράδα του Πειραιά περιμένοντας ναύλο. Και είχα την ευκαιρία –και την εμπειρία– να βρεθώ σε φιλικό του Ολυμπιακού στο Καραϊσκάκη. Ήταν η εποχή του Τόζα Βεσελίνοβιτς. Η οικογένειά μας ουδέποτε έκρυψε τα φιλοολυμπιακά αισθήματά της, από παππού προς εγγονό! Πριν το ΟΘΩΝ είχε παρεμβληθεί –λόγω κρίσης την εποχή εκείνη– ένα μπάρκο με το ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ του Λαιμού. Καινούργιο βαπόρι, με αυτοματισμούς, και το πρώτο στην καριέρα του με δορυφορική επικοινωνία, όπως αφηγείται ο καπετάν Στρατής. Μετά το ΟΘΩΝ, ακολουθούν το IRENES HARMONY του καπετάν Παναγιώτη Τσάκου, το ΗΛΙΟΣ του Βενιάμη με πλοίαρχο τον αείμνηστο Αγαπητό Βασιλάκη από το Βροντάδο, πατέρα του σεβασμιότατου Μάρκου, μητροπολίτη Χίου, το Π.Σ. ΠΑΛΗΟΣ με καπετάνιο το Μιχάλη Αναγνώστου, το οποίο μετέφερε αυτοκίνητα. Μετά απ’ αυτό, τα δύο τελευταία μπάρκα με την εταιρεία του Λιγνού: το GOLDEN EAGLE και το GOLDEN SHIMIZU, με καπετάνιο τον Παναγιώτη Καλαγκιά. Και ύστερα ο θάνατος της γυναίκας του και η σύνταξη το 1986. Μετά από 34 χρόνια στη θάλασσα.
Σήμερα, 27 χρόνια μετά, ακόμα συγκινείται από τις αναμνήσεις των ωκεανών. Θυμάται φίλους που δεν υπάρχουν πια, υπομένει τη ληστεία της σύνταξής του, λέγοντας ότι «εκείνα τα χρόνια περάσαμε και χειρότερα», συμβουλεύει στα πρώτα βήματα της ναυτικής καριέρας του τον εγγονό του Στράτο Τσαμπαρλή, σπουδαστή της ΑΕΝ Οινουσσών. Συστήνει στους νέους που αγαπάνε τη θάλασσα να μη διστάσουν ν’ ακολουθήσουν το ναυτικό επάγγελμα, γιατί, όπως λέει, «για πολλά χρόνια ακόμα η ελληνική ναυτιλία θα είναι πρώτη στον κόσμο». Και μπορώ να διαισθανθώ ότι νιώθει περήφανος σαν το λέει, γιατί ανήκει στη γενιά εκείνη που εδραίωσε τη θέση του ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού στον παγκόσμιο ναυτιλιακό χάρτη. Να είσαι γερός, πατέρα!
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.