12.5.2020 8:40

Φιλοπαίγμονες ἐν οὐ παικτοῖς

(Ενώ δεν θά ’πρεπε, αντιμετωπίζετε, κύριοι του Υπουργείου Παιδείας, σαν παιχνίδι πράγματα πολύ σοβαρά)

   Πριν από λίγες μέρες η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ανακοίνωσε την πρόθεσή της να τοποθετήσει, εφεξής, ηλεκτρονικές κάμερες στις αίθουσες διδασκαλίας των δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων της Χώρας (Δημοτικών, Γυμνασίων και Λυκείων), προκειμένου η διεξαγόμενη εντός των σχολικών αιθουσών  ζωντανή διδασκαλία να μπορεί να μεταδίδεται, ηλεκτρονικώ τω τρόπω, επίσης «ζωντανή και άμεση» και σ’ εκείνους τους μαθητές οι οποίοι απουσιάζουν από τον σχολικό χώρο για λόγους ασθενείας ή ανωτέρας βίας. Μάλιστα το Υπουργείο Παιδείας στήριξε αυτή του την πρόθεση στο σκεπτικό ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του απουσιάζοντος μαθητή η συμμετοχή του στη γνώση και στη μάθηση και ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παρεμποδίζει κάποιον απόντα και κωλυόμενο να παρευρίσκεται στον σχολικό χώρο από την παρακολούθηση της σχολικής διδασκαλίας, έστω και από απόσταση, δηλαδή μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κατά το σκεπτικό λοιπόν του Υπουργείου Παιδείας, είναι αυτονόητο δημοκρατικό δικαίωμα του απουσιάζοντος – για λόγους ανωτέρας βίας ή έκτακτων συνθηκών – μαθητή η ισότιμη συμμετοχή και πρόσβασή του στη γνώση και μάθηση.

   Άποψή μου είναι ότι δεν πρέπει σε οποιονδήποτε σχολικό χώρο να τοποθετούνται ηλεκτρονικά μηχανήματα (κάμερες) καταγραφής της διεξαγόμενης διδασκαλίας, δηλαδή καταγραφής των κινήσεων και συμπεριφορών τόσο των δασκάλων όσο και των μαθητών. Και παραθέτω τους λόγους:

   Η σχολική αίθουσα είναι ένας χώρος στον οποίο συναντώνται, σε καθημερινή βάση, οι μαθητές με τον δάσκαλό τους. Δεν είναι αυτή μονάχα χώρος στον οποίο μεταδίδεται «ξερά» η όποια γνώση από τον δάσκαλο ή τον καθηγητή. Αν της σχολικής αίθουσας ο ρόλος περιοριζόταν μονάχα σ’ αυτό, δηλαδή σε χώρο «μετάγγισης» γνώσεων, τότε θα μπορούσαμε κάλλιστα να βρούμε και υποκατάστατά της ακόμα, τα οποία μάλιστα «μεταγγίζουν» και με πιο μεγάλη αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα την παρεχόμενη γνώση και μάθηση (επιστημονικά βιβλία, διαδίκτυο). Η σχολική αίθουσα λοιπόν δεν αποτελεί απλώς χώρο «μετακένωσης» γνώσεων από τον «σοφό και παντογνώστη» δάσκαλο στους αμαθείς μαθητές.

   Μέσα σ’ αυτήν, εκτός της διδακτικής και μαθησιακής διαδικασίας, συμβαίνουν «πολλά και διάφορα». Πολλών ειδών «υπόγεια ρεύματα» την διατρέχουν. Πάμπολλες σχέσεις εξυφαίνονται μέσα σ’ αυτήν, τόσο «οριζόντιες» όσο και «κάθετες». «Οριζόντιες» είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις των μαθητών (οι φιλίες τους, τα ερωτικά τους σκιρτήματα, οι ψυχικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις της εφηβείας). «Κάθετες» πάλι σχέσεις είναι αυτές που παρατηρούνται ανάμεσα στους μαθητές και στον δάσκαλο. Έχουν, βλέπετε, και οι μαθητές λογιών λογιών σχέσεις όχι μονάχα μεταξύ τους αλλά και μ’ εμάς, τους δασκάλους τους. Με άλλους από μας διατηρούν μια τυπική και ουδέτερη σχέση, έως και ψυχρή πολλές φορές, με άλλους πάλι κρατούν μια πιο ζεστή και εγκάρδια σχέση. Τέλος, κάποιους λίγους δασκάλους οι μαθητές τούς ξεχωρίζουν και τους αγαπούν έντονα. Και μάλιστα αυτό το ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο του μαθητή προς τον δάσκαλο, πολλές φορές, συνεχίζεται με την ίδια αμείωτη ένταση για πολλά χρόνια. Η σχέση δασκάλου-μαθητή, όταν στηρίζεται στην ειλικρίνεια και την αλήθεια, παραμένει αρραγής και άτρωτη από τον χρόνο. Ο δάσκαλος που πραγματικά τιμά το λειτούργημά του παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένος στην ψυχή του μαθητή του, όσα χρόνια κι αν περάσουν! Πρόσωπα από δυό χώρους ποτέ δεν ξεχνά κανείς, τους γονείς του και τους δασκάλους του!

   Θυμούμαι, κατά την παιδική μου ηλικία, τη γιαγιά μου, όταν πια «τα είχε χαμένα». Απάγγελλε το ποίημα που της είχε αναθέσει ο δάσκαλός της στο Δημοτικό Σχολείο…, και, μέσα στη γεροντική της άνοια, μιλούσε για τον δάσκαλό της, τον Ευάγγελο!

   Συνεπώς, δεσμοί ισχυρότατοι συνδέουν τον μαθητή με τον δάσκαλο, τέτοιοι και τόσο μεγάλης έντασης που συχνά του δασκάλου ο λόγος έχει βαρύτητα πολύ μεγαλύτερη για το παιδί από τον λόγο του ίδιου του γονιού του! «Το είπε ο δάσκαλος» ή «το είπε ο κύριος» λένε οι μαθητές για τον δάσκαλό τους με καμάρι. Εφόσον λοιπόν κάτι «το είπε ο δάσκαλος», αυτό το κάτι είναι πλέον θέσφατο για τον μαθητή, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

   Επιτρέψτε μου μια ακόμα προσωπική εκμυστήρευση: πριν από τρία χρόνια είχα μια μαθήτρια στην Γ΄Λυκείου, η οποία, λόγω εφηβείας, βρισκόταν «σε πόλεμο» με τους γονείς της. Τους πήγαινε κόντρα στα πάντα. Βέβαια η συμπεριφορά της στο σχολείο ήταν άριστη. Κάποια μέρα ήλθε η μητέρα της στο σχολείο και μου διηγήθηκε τι τραβούσε η ίδια με τον αντιδραστικό χαρακτήρα της κόρης της. Συγκεκριμένα, η μητέρα και ο πατέρας εκείνου του κοριτσιού την συμβούλευαν να ακολουθήσει κάποια συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση – διότι οι ίδιοι αυτοί γονείς διέθεταν ήδη μια «στρωμένη δουλειά» στην οποία θα μπορούσε η κόρη τους να τους διαδεχθεί επαγγελματικώς. Στο παιδί άρεσε μεν το επάγγελμα των γονιών αλλά δεν ήθελε να μείνει και να δουλέψει στο κατάστημά τους. Ήθελε η ίδια να πάει στην Αθήνα και να δραστηριοποιηθεί εκεί, σε κάποιο ξένο μαγαζί, πάνω στο ίδιο επαγγελματικό αντικείμενο. Την άλλη μέρα εγώ έκανα μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τη μαθήτρια εκείνη, σχετικά με όλα τα προαναφερθέντα. Της κατέθεσα την προσωπική μου άποψη τονίζοντάς της πως αποτελεί παραλογισμό να θέλει μεν η ίδια τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριοποίηση, και την ίδια στιγμή να αντιμάχεται τους γονείς της οι οποίοι είχαν κάνει «το έγκλημα» να της έχουν έτοιμη δουλειά και «στρωμένο τραπέζι»! Η μαθήτρια, όταν τελείωσε η συζήτησή μας, δεν είπε κάτι αλλά αποχώρησε. Ύστερα από δυο μέρες βλέπω τη μάννα της ξανά στο σχολειό. Είχε έρθει για να με ευχαριστήσει που είχα καταφέρει «να αλλάξω τα μυαλά» της κόρης της, η οποία εν τω μεταξύ είχε αναθεωρήσει άποψη και είχε καταλήξει στην απόφαση να παραμείνει τελικά στη δουλειά των γονιών της! Σημειωτέον ότι σήμερα η μαθήτρια εκείνη ασκεί με πολύ μεγάλη επαγγελματική επιτυχία το επάγγελμα που τότε «μισούσε».

    Τι διδάσκει η προηγούμενη ιστορία; Ότι ο δάσκαλος είναι παντοδύναμος πάνω στο παιδί. Διαθέτει σχεδόν «απόλυτη εξουσία» πάνω του. Αρκεί βέβαια αυτή τη δύναμη να τη μεταχειρίζεται πάντοτε επ’ αγαθώ του μαθητή και όχι επί κακώ.

    Ξαναγυρίζω στο θέμα μας ύστερα από την απαραίτητη και διαφωτιστική παρέκβαση που επιχείρησα. Έλεγα πριν ότι η σχολική αίθουσα είναι χώρος πολυσχιδής και πολύτροπος. Μέσα σ’ αυτήν επικρατεί συγκεκριμένη κάθε φορά «χημεία», ανάλογη με τον δάσκαλο και τους μαθητές, ανάλογη με τον «ηθοποιό» και το ακροατήριο. Κάθε φορά μέσα σε μια σχολική αίθουσα επικρατεί διαφορετικό «ηλεκτρομαγνητικό πεδίο», συναρτημένο άμεσα τόσο από τον δάσκαλο και τους μαθητές όσο και από τη συγκεκριμένη κάθε φορά «ψυχολογία» δασκάλου-μαθητών. Ο δάσκαλος δεν είναι μηχανή που την «πριζώνεις» και «λέει μάθημα». Ο δάσκαλος είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος, με ψυχή, με συναίσθημα, με προσωπικά προβλήματα κάθε είδους. Κάθε φορά που μπαίνει μέσα στην αίθουσα έχει ο δάσκαλος διαφορετική «ψυχολογία». Κανένα μάθημα και καμιά διδασκαλία δεν είναι ίδια και όμοια. Απλούστατα διότι ποτέ ο δάσκαλος δεν είναι ο ίδιος! Άρα κάθε διδασκαλία είναι για τον δάσκαλο μια «θεατρική παράσταση», με ακροατές και κριτές τους ίδιους τους μαθητές. Θα πρέπει δε να ξέρετε όλοι εσείς που «είστε έξω απ’ το χορό», όσοι δηλαδή δεν είστε επαγγελματίες δάσκαλοι και καθηγητές, ότι ο μαθητής ΠΑΝΤΑ είναι ο καλύτερος κριτής του δασκάλου, όπως και ο ακροατής-θεατής είναι ο καλύτερος κριτής του ηθοποιού. Το λαϊκό αισθητήριο ουδέποτε σφάλλει, διότι απλούστατα είναι αυτό η «συνισταμένη» άπειρων «συνιστωσών». Επομένως ο δάσκαλος εκτίθεται καθημερινά δημοσίως και καθημερινά κρίνεται και ελέγχεται. Οι πάντες – μαθητές, γονείς μαθητών, κοινωνία – ξέρουν «τι καπνό φουμάρει» ο καθένας μας, διότι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δημόσια πρόσωπα. 

    Όπως λοιπόν ο δάσκαλος κάθε φορά που «δίνει παράσταση» είναι αλλιώτικος άνθρωπος και ποτέ ίδιος, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον μαθητή. Κι αυτός δεν είναι ποτέ ίδιος μέσα στην αίθουσα, και για πολλούς λόγους.

   Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα φαίνεται πως η «ατμόσφαιρα» της σχολικής αίθουσας είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη και ποτέ ίδια, επειδή αυτοί που την απαρτίζουν συνεχώς μεταβάλλονται και δεν μένουν στατικοί. Το είπε και ο αρχαίος Ηράκλειτος: ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν (Απόσπ. 49 α). Δηλαδή: στους ίδιους ποταμούς μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε. Και αυτή άλλωστε είναι και η «μαγεία» της διδασκαλίας. Ποτέ κανένα μάθημα δεν είναι ίδιο με το άλλο, κι ας τό ’χεις διδάξει εσύ πάνω από 30 χρόνια! Διότι εσύ ο δάσκαλος «λογαριάζεις χωρίς τον ξενοδόχο», που είναι ο μαθητής! Πριν μπεις στην αίθουσα είσαι πανέτοιμος και έχεις «σκηνοθετήσει» τι θα πεις και πώς θα το πεις. Και ξαφνικά ένας μαθητής σού ανατρέπει όλο αυτό το σκηνικό. Ξεκίνησες για αλλού και ο μαθητής σε πάει εκεί που αυτός θέλει. Είναι σα να ξεκινάς ταξίδι με το πλοίο από τον Πειραιά για την Κρήτη και ξαφνικά να φτάνεις στην Κέρκυρα!

   Η εγκατάσταση ηλεκτρονικών μηχανημάτων καταγραφής της διδασκαλίας και αναμετάδοσής της τηλεοπτικώς εκτός σχολείου θα δημιουργήσει μονάχα προβλήματα, σε δασκάλους και μαθητές. Συγκεκριμένα: θα χαθεί η φυσικότητα της διδασκαλίας και η «ανθρώπινη» διάστασή της. Η διδασκαλία θα μεταλλαχθεί σε μια επιτηδευμένη και φτιαχτή διαδικασία, όπου οι πάντες – δάσκαλος και μαθητές – θα «παίζουν θέατρο». Θα εμφανίζουν έναν εαυτό ψεύτικο που δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό που οι ίδιοι αντιπροσωπεύουν. Γιατί θα συμβεί αυτή η μετάλλαξη; Απλούστατα διότι θα μας καταγράφει ο Big Brother, ο ηλεκτρονικός ρουφιάνος, ο ηλεκτρονικός ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ. Αυτή η ηλεκτρονική καταγραφή αποτελεί κατάφωρο πλήγμα στην ίδια την ποιότητα της διδασκαλίας αλλά και στο ίδιο το πολυσύνθετο πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων, όπως αυτό το περιέγραψα παραπάνω. Ακόμα αυτή η ηλεκτρονική καταγραφή αποτελεί κατάφωρη «εισβολή» και παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας δασκάλων και μαθητών. Μέσα σε μια σχολική αίθουσα υπάρχουν δάσκαλοι και μαθητές, δηλαδή ανθρώπινα όντα με «τις μαύρες τους και με τις άσπρες τους», με τις χαρές και με τις λύπες τους. Κανενός απ’ όσους παίρνουν μέρος στη σχολική ζωή «ο ουρανός δεν είναι ασυννέφιαστος». Ο καθένας, μπαίνοντας μέσα στη αίθουσα, κουβαλά και τα κάθε λογής προβλήματά του, είτε το θέλει είτε όχι. Τοποθετώντας απέναντί του μια ηλεκτρονική κάμερα τον εξευτελίζετε, ελέγχετε κάθε σημείο της ιδιωτικότητάς του και τον μετατρέπετε – αργά αλλά σταθερά – σε έναν παραιτημένο εκπαιδευτικό. Διότι άνθρωπος που νιώθει πως παρακολουθείται και αστυνομεύεται δεν μπορεί να έχει την ψυχολογία ελεύθερου δασκάλου και παιδαγωγού. Ένας ταπεινωμένος άνθρωπος που αισθάνεται πως μέρα με τη μέρα τού «κλέβεις» την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό δεν θα είναι πια δάσκαλος αλλά ένας «χαμάλης», ένας «αγγαρειομάχος» της Εκπαίδευσης, ένας ψυχικά γερασμένος διεκπεραιωτής άνωθεν εντολών.

   Αν λοιπόν, εσείς κύριοι που χαράσσετε την εκπαιδευτική πολιτική της Χώρας, θέλετε τέτοιους δασκάλους – ταπεινωμένους και «προσκυνημένους» – τότε θα πρέπει να είστε έτοιμοι να δεχθείτε και τα ανάλογα αποτελέσματα επί της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου.

   Κύριοι, μην εξωθείτε τους επαγγελματίες εκπαιδευτικούς στα άκρα! Μην αναγκάσετε την πλειονότητα των εκπαιδευτικών – η οποία ασκεί το συγκεκριμένο λειτούργημα από αγάπη προς τα παιδιά – να σιχαθεί τη δουλειά της και να περιορίζεται μόνο στην τυπική διεκπεραίωση των καθηκόντων της. Εκπαίδευση χωρίς ψυχωμένους εκπαιδευτικούς δεν υπάρχει. Ο δάσκαλος θέλει τον σεβασμό και της εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Έχει ο ίδιος υψηλή συναίσθηση της αποστολής του. Ο ταπεινωμένος δάσκαλος λιγότερο κακό προξενεί στον εαυτό του και περισσότερο στην κοινωνία!    

 

                                                                                             Λεωνίδας Πυργάρης

                                                                                            Φιλόλογος καθηγητής

                                                                                             2ου Γεν. Λυκείου Χίου

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ