17.5.2021 14:28

To νησί της Ουρανίτσας (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Εἶχε γηράσει πολὺ ἡ γραῖα Φωλιὼ τοῦ Ματαρώνα, χήρα τοῦ Γιάννη Καρπέτη. Καὶ
ὅμως ἦτον ἀκόμη στὰ καλά της, ὁπωσοῦν ἀκμαία, καὶ ὅλαι σχεδὸν αἱ ὁμιλίαι της
φρόνιμοι. Αὐτὴ μοῦ διηγήθη πρὸ δεκαετίας ―τώρα εἶναι ἀποθαμένη πρὸ πέντε ἐτῶν―
αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐνθυμήθην, τέλος, νὰ γράψω σήμερον, κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1902.
“Ἔτσι πλιό, παιδάκι μου, ὅταν ἐστεφανώθη ἡ μάννα μου μὲ τὸν πατέρα μου, ἦτον χήρα
ἀπὸ ἄλλον ἄνδρα, κ᾽ ἐκεῖνος ἀπὸ ἄλλην γυναῖκα ἀπόχηρος. Ὁ ἀφέντης μου ―ἔτσι τὸν
ἐκράζαμε τότε τὸν πατέρα― ἀπὸ τὴν πρώτη γυναῖκα εἶχε δυὸ παιδιὰ μικρά, ἕνα γυιὸν
μεγαλύτερον, τὸν Κωσταντή, ποὺ τὸν ἐσκότωσαν ἄδικα οἱ Τοῦρκοι στὴν Πόλη, κ᾽ εἶπαν
πὼς ἁγίασε. Σὰν ὄνειρο τὸ θυμοῦμαι. Ὅταν ἤμουν ἐγὼ ὣς πέντε χρόνων κορίτσι,
πανδρεύθη ὁ Κωσταντής, κ᾽ ἔκαμ᾽ ἕνα παιδί, κ᾽ ἐπῆγε στὴν Πόλη μὲ τὸ καράβι, καὶ
πλέον δὲν ξαναγύρισε.
Ἡ μητέρα μου πάλι, ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα εἶχε μίαν κόρη, τὴν Οὐρανίτσα, ποὺ
ἤμουν ἐγὼ ὣς ὀκτὼ χρόνων ὅταν ἀρραβωνίσθη. Αὐτὸ τὸ θυμοῦμαι καλύτερα.
Ἦτον ὣς δεκαὲξ χρόνων ἡ Οὐρανίτσα μας καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν μὲ τὸν Σπύρο τῆς
Μπερνίτσας. Αὐτὸ ἔγινε πέντε ἢ ἓξ χρόνια μπροστὰ ἀπ᾽ τὴν Ἐπανάσταση. Καὶ σὰν
ἐδέσανε τὶς πανδρειές*, κι ἄλλαξαν τὰ σημάδια*, τὴν ἄλλη μέρα ἐκάμαμε τὰ μβασίδια*
καὶ τὸν ἐμβάσαμε τὸν γαμβρὸ στὸ σπίτι μας, γιὰ νά ᾽ρχετ᾽ ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι
συνήθεια. Καὶ σ᾽ ὀλίγες βδομάδες ὁ Σπύρος, ὁ γαμβρός, ἑτοιμάσθη νὰ κάμῃ ταξίδι, μὲ
τὴν βομβάρδα* τ᾽ ἀδερφοῦ του, γι᾽ ἀπάνω, γιὰ τὰ Μπογάζια τῆς Πόλης, κι ἀποκεῖ γιὰ
τὴ Μαύρη Θάλασσα. Ἐταξίδευαν συχνὰ γιὰ κεῖνα τὰ μέρη, πότε μὲ λάδια, πότε μὲ
κρασιά. Καὶ σὰν ἑτοιμάσθη νὰ μισέψῃ ὁ Σπύρος, μιὰ βραδιὰ γυρίζει καὶ λέγει τῆς
μητέρας μου:
― Νὰ σοῦ πῶ, μάννα, ἐσὺ ἔχεις, μὴ πρὸς βάρος, μὲς στὸ σπίτι, τριῶν λογιῶν παιδιά.
Ὅσο καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾷ, τὴν Οὐρανίτσα, ὁ μητρυιός της, δὲν θὰ τὴν ἔχῃ σὰν τὰ παιδιά
του, τὰ γκαρδιακά. Εἶναι τὸ σπίτι σας σὰν μιὰ φωλιὰ ἀπὸ λογιῶν-τῶν-λογιῶν πουλιά,
ὅπου κάθε πουλὶ ἔχει καὶ τὴν λαλιά του. Δὲν ἀφήνεις τὴν Οὐρανίτσα νὰ τὴν πάρ᾽ ἡ
μητέρα μου στὸ σπίτι, καλύτερα, νὰ τὴν ἔχῃ συντροφιά, ποὺ εἶναι μονάχη της, ὅσο θὰ
λείπω ἐγώ, ὣς ποὺ νά ᾽ρθω, καλὸ κατευόδιο, νὰ στεφανωθῶ;
Ἡ μάννα μου, σὰν τ᾽ ἄκουσε, κούνησε τὶς πλάτες.
― Ξέρω κ᾽ ἐγώ, πλιό, εἶπε μόνον. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ πῇ κι ὁ πεθερός σου.
―Ὁ πεθερός μου, εἶπεν ὁ Σπύρος, τί θὰ πῇ;… φθάνει νὰ θέλῃς τουλόγου σου.
Ὁ πεθερὸς ἦτον ὁ ἀφέντης μου, ὁ μητρυιὸς τῆς Οὐρανίτσας. Ἐκεῖνος δὲν εἶπεν ὄχι,
ἐπειδὴ πέφταμε πολλὰ παιδιὰ μὲς στὸ σπίτι, κ᾽ ἡ μάννα μου γεννοῦσε ἀκόμα.
―Ἂς πάῃ, καλύτερα, μὲ τὴν συμπεθέρα, τὴ Μπερνίτσα, εἶπε.
―Ἂς πάῃ, πλιό, εἶπε κ᾽ ἡ μάννα μου.
Ἡ Οὐρανίτσα, κι αὐτή, σὰν νὰ τῆς ἄρεσε νὰ πάῃ νὰ καθίσῃ μὲ τὴν πεθερά της. Ἡ
συμπεθέρα, ἡ Μπερνίτσα, χήρα, ἄλλο παιδὶ δὲν εἶχε, παρὰ μίαν κόρη πανδρεμένη, μὲ
δυὸ παιδιά, καὶ τὸν γυιό της τὸν Σπύρο. Ὅποτε ἔλειπε ὁ Σπύρος, ἔμενε μονάχη της στὸ
σπίτι. Ὥστε ἐφάνη πρόθυμη νὰ δεχθῇ τὴν νύφη της γιὰ συντροφιά.
Ἡ Οὐρανίτσα ἑτοίμασε ὅλα τὰ ροῦχά της, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐκουβαλήθη στὸ σπίτι τῆς
πεθερᾶς. Ὁ Σπύρος ἦτο ἕτοιμος νὰ μβαρκάρῃ. Τὸ ταχιὰ ἐμβαρκάρισε νὰ φύγῃ, μὰ
ἐπειδὴ οἱ καιροὶ ποὺ φυσοῦσαν ἦταν βοριάδες, ἐπόδισε, κ᾽ ἦρθε πίσω, κ᾽ ἐκάθισε

ἀκόμη πέντ᾽ ἓξ ἡμέρες, ἐπειδὴ ἔκαμε μιὰ ὄψιμη χιονιά, κ᾽ οἱ βοριάδες ἐθύμωσαν, καὶ
δὲν μποροῦσε ἡ βομβάρδα ν᾽ ἀρμενίσῃ καταπάν᾽ τὸν ἀέρα. Ὕστερα, σὰν ἐμαλάκωσαν
οἱ καιροὶ κ᾽ ἐπῆραν νοτιές, ἐμβαρκάρισε κ᾽ ἔφυγε.
Πέρασαν δυὸ-τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἡ Οὐρανίτσα, ἡ ἀδελφή μου, ἐζοῦσε πολὺ ἀγαπημένα μὲ
τὴν πεθερά της. Κ᾽ ἡ συμπεθέρα μὲ τὴν μάννα μου εἶχαν ἀγάπες, κι ὅλοι ἦσαν
χαρούμενοι. Κ᾽ ἐπερίμεναν, ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, νὰ ἔρθῃ κανένα καΐκι ἀποπάνω, νὰ
τοὺς φέρῃ γράμμα ἀπ᾽ τὸν Σπύρο. Κ᾽ ἐλογάριαζαν ὣς τὸ φθινόπωρο, ποὺ ἔρχονται τὰ
καράβια καὶ δένουν στὴν πατρίδα γιὰ νὰ ξεχειμάσουν, νά ᾽ρθῃ κι ὁ Σπύρος μὲ τὸ καλό,
καὶ τότε νὰ γένῃ κι ὁ γάμος.
Πέρασε ἡ Λαμπρή, ἦλθε κι ὁ Μάης μὲ τὰ λούλουδα, ἦλθε κι ὁ Θεριστὴς μὲ τὰ χρυσᾶ
στάχυα, ἦλθε κι ὁ Ἁλωνάρης μὲ τὶς θημωνιές. Καὶ σὰν ἐμβῆκε ὁ Ἄουστος, ἔξαφνα ἕνα
πρωί, ἡ συμπεθέρα ἡ Μπερνίτσα βλέπει τὴν νύφη της καὶ τῆς ἐφάνη σὰν ὕποπτη καὶ
φοβισμένη… Εὐθὺς ἄρχισε νὰ τὴν ἐξετάζῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι;
Ἡ Οὐρανίτσα ἄρχισε τὰ κλάματα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὣς τὸν κόρφο τῆς πεθερᾶς της, τὸ
ἐχαμήλωσε παρακάτω ὣς τὴν μέση της, τῆς ἐφίλησε τὰ γόνατα, κ᾽ ἠθέλησε νὰ
ξομολογηθῇ. Μὰ ἡ φωνή της ἔτρεμε. Δὲν μποροῦσε νὰ βγάλῃ λόγο.
― Θὰ μοῦ πῇς;
Τῆς Οὐρανίτσας ἦτον κομμένη ἡ φωνή της. Ὣς τόσο, νά ἀπάνω κάτω τί μπόρεσε νὰ πῇ…
― Σὰν ἔφυγε… κ᾽ ἐπόδισε… κ᾽ ἦρθε πίσω… ἔλειπες τουλόγου σου… ἤσουν στὴν
ἀνδραδέλφη μου… ἕνα δειλινό…
Ἤθελε νὰ πῇ ὅτι ὁ ἀρραβωνιαστικός της τὴν ηὗρε μοναχήν, τὸν καιρὸ ποὺ εἶχε
μβαρκάρει τὴν πρώτη φορά, κ᾽ ἐπόδισε· καὶ τὴν ἔπιασε, καὶ τὴν κατεχράσθη.
Ἡ Μπερνίτσα δὲν ἠθέλησε νὰ τὸ πιστέψῃ.
― Καὶ μοῦ τὸ κρύβεις τόσον καιρό;…
― Κι ἐγὼ δὲν ἤξερα… τώρα τὸ ἔνοιωσα, εἶπε μὲ κλάματα ἡ Οὐρανίτσα.
― Ψέματα λές! εἶπεν ἀγρία ἡ Μπερνίτσα. Εἶσαι σὲ τέτοια θέση ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ
εἶναι ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ λείπει ὁ γυιός μου… Μὲ κανέναν ἄλλονε!…
Ὁ λόγος αὐτὸς τῆς πεθερᾶς ἦτον μαχαίρι δίκοπο, ἦτον ἀστροπελέκι, ἦτον θάνατος. Ἡ
Οὐρανίτσα ἄρχισε νὰ τρέμῃ ὅλη, ἐκοκκίνισε, κιτρίνισε, ἔπλεε στὸν ἱδρῶτα, πιάσθηκε ὁ
ἀνασασμός της.
― Ἐγώ! μπόρεσε μόνο νὰ πῇ… θὰ πιῶ φαρμάκι!…
― Νά ἐκειδὰ πάνω στὸ ἀράφι, τό ᾽χω, εἶπε σκληρὰ ἡ πεθερά της. Πάρε το καὶ πιέ το!…
Αὐτὸν τὸν λόγο εἶπε, καὶ τῆς γύρισε τὶς πλάτες…
Αὐτὸ ἦτον «ἕνα κ᾽ ἕνα», παιδάκι μου, ἐξηκολούθησεν ἡ γραῖα Φωλιώ, ἀφοῦ εἶχε
διακόψει ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τὴν ἀφήγησιν. Τὸ πρωὶ εἰπώθηκε αὐτὸς ὁ λόγος, καὶ τὸ
ἀπόγευμα, κοντὰ τὸ δειλινό, ἡ Οὐρανίτσα ἡ ἀδελφή μου, βρέθηκε ξαπλωμένη κοντὰ
στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἀπάνω στὸ κατώφλιο, μὲ τὰ ποδάρια κατὰ μέσα στὸ σπίτι, καὶ
τὸ κεφάλι κατὰ ἔξω στὴν αὐλή, χλωμή, νεκρή, ἀποθαμένη.
Ἔβαλε ἡ Μπερνίτσα τὶς φωνές, ἔτρεξαν οἱ γειτόνισσες. Σὲ λίγο ἔφθασε καὶ ἡ μάννα μου
ξεμανδήλωτη, τραβώντας τὰ μαλλιά της. Ἔτρεξα κ᾽ ἐγώ, πιανόμενη ἀπ᾽ τὴν φουστάνα
τῆς μητέρας μου, ὀχτὼ χρονῶν κορίτσι, κλαίοντας, χωρὶς ν᾽ ἀγροικῶ καὶ νὰ νοιώθω τὸ
γιατί.

Τὴν ἐσαβάνωσαν, τὴν ἔκλαψαν σιγανά, χωρὶς μοιρολόγια. Ἡ Μπερνίτσα «ἔπιασε τὴ
χάσα*». Δὲν τῆς ἐβάστα ἡ καρδιά ― δὲν κοτοῦσε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια τῆς μητέρας μου.
Ὕστερα, ἔπρεπε νὰ τὴν θάψουν, πρὶν βασιλέψῃ ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνον τὸν καιρό, δὲν εἴχαμε
δημάρχους, εἴχαμε δημογερόντους τοῦ χωριοῦ, πρωτόγερους. Κι ὁ πρωτόγερος τοῦ
χωριοῦ, ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ἕνας ἄνθρωπος ὅλο μὲ συννεφιασμένο μέτωπο καὶ
ζαρωμένα φρύδια, δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ ἄδεια νὰ θάψουν τὴν φαρμακωμένη στὸν ἅγιον
τὸν τόπο, στὰ Μνημούρια, ἐκεῖ ποὺ ἔθαφταν τοὺς χριστιανούς. Κι ὁ παπὰς τῆς
ἐκκλησιᾶς, σύφωνος, δὲν ἠθέλησε νὰ τῆς διαβάσῃ, τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιο.
Καθὼς μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ πνεματικός, εἶχαν δίκιο, γιὰ νὰ μὴ δίνεται κακὸ παράδειγμα.
Ἔπειτα ἡ ἀδερφή μου ἦτον ἡ πρώτη ψυχή, ὕστερα ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια, ποὺ
σκοτώθηκε μοναχή της. Ἄλλοτε δὲν εἶχε ξαναγίνῃ αὐτὸ στὸν τόπο μας.
Μερικοὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ταφῇ ἐπάνω στὸν τόπο, μὴ τυχὸν
βρυκολακιάσῃ κ᾽ ἔρθῃ πίσω ― ἐπειδὴ ὁ βρυκόλακας μόνον ἁρμυρὰ νερὰ δὲν μπορεῖ νὰ
περάσῃ. Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ νησάκια, ποὺ εἶν᾽ ἕνα καμάρι, ἕνα στολίδι, ἐμπρὸς στὸ
λιμάνι μας; Κοίταξ᾽ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ τὸ λένε Μαραγκό! Ἔτσι τὸ ἔλεγαν ἀπ᾽ ἀρχῆς,
ἔτσι ἄρχισαν πάλι νὰ τὸ λένε καὶ τώρα. Μὰ ἕνα καιρὸ τὸ εἶχαν ὀνοματίσει ἀπ᾽ τὸ ὄνομα
τῆς ἀδερφῆς μου.
Ὁ γείτονάς μας, ὁ Γιαλουγγής, μὲ τὴν βάρκα του, καὶ μὲ τὸν σύντροφό του μαζί, τὸν
Φραγκούλη τῆς Μπάλιαινας, ἐπῆραν τὸ λείψανο ἐπάνω εἰς ἕνα πλατὺ μαδέρι, καὶ τὸ
κουβάλησαν, τὸν βράχο τὸν κατήφορο, ὣς τὴν βάρκα. Ἡ μάννα μου ἔτρεχε κατόπιν, κ᾽
ἐγὼ μαζί της. Κόσμος πολύς, ἀπὸ περιέργεια, ἀκολούθησαν ὣς κάτω στὸ γιαλό.
Μερικοὶ ἔλεγαν κι ἄσχημα λόγια.
― Σκύλα!… ψοφίμι!…
Τὴν ἐμβαρκάρισαν στὴ φελούκα, κ᾽ ἔπιασαν τὰ κουπιά, οἱ δυό τους, ἐπῆγε μαζὶ κ᾽ ἕνας
ἄνθρωπος μ᾽ ἕνα σελάχι, μὲ μιὰ κουμπούρα στὴν μέση, καὶ μ᾽ ἕνα χονδρὸ ραβδὶ στὸ
χέρι. Ἄνθρωπος μὲ μεγάλα μουστάκια, καὶ μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ μιὰ μαύρη σκούφια.
Ἦτον ὁ καβάσης* τῆς δημογεροντίας. Τὸν εἶχε στείλει ὁ πρωτόγερος γιὰ συνοδία.
Ἐπῆραν μαζί τους δύο τσάπες κ᾽ ἕνα φτυάρι. Ἄλλον δὲν ἄφησαν νὰ πατήσῃ στὴν βάρκα.
Τὴν μάννα μου τὴν ἔδιωξαν μακριά.
Ἐγύρισε πίσω μὲ τὰ κλάματα.
Οἱ ἄλλες οἱ μαννάδες, ὅταν γυρίζουν ἀπ᾽ τὸ ξόδι, ἀπ᾽ τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ, παύουν
τὰ μοιρολόγια. Ἡ μάννα μου τότες τ᾽ ἄρχισε…
Ἔκλαιε, ἀμέρωτα, ἀπαρηγόρητα, καὶ μ᾽ ἔκανε κ᾽ ἐμὲ νὰ κλαίω. Ἀνάμεσα τὴν ἐρωτοῦσα:
― Ποῦ τὴν πᾶνε, μάννα, τὴν Οὐρανίτσα μας;
Ὕστερ᾽ ἀπὸ ἕνα χρόνο, μερικοὶ ψαράδες εἶχαν ἀνεβῆ στὴν ράχη τοῦ νησιοῦ, τοῦ
Μαραγκοῦ, ὅπου ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐτύχαινε νὰ πατήσῃ ἄνθρωπος. Ἤθελαν νὰ
κατεβάσουν μερικὰ ξηρόκλαδα, ἢ νὰ κόψουν ὀλίγα ξύλα γιὰ ν᾽ ἀνάψουν φωτιὰ κάτω
στὴν ἄμμο, νὰ ψήσουν ψαράκια γιὰ νὰ κολατσίσουν. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα,
μιὰ ἀσυνήθιστη μοσχοβολιὰ τοὺς ἦρθε.
Ἐκεῖ, στὴν ρίζα ἑνὸς βράχου, εἰς ἕνα μέρος ὅπου τὸ χῶμα ἐξεῖχε ὀλίγον, εἰς ἕνα μικρὸν
ὄχθον ὣς μιάμιση ὀργυιὰ τὸ μάκρος, καὶ τέσσαρες σπιθαμὲς τὸ πλάτος, ἀνθοῦσε μία
ὄμορφη ἰτσιά, γεμάτη ἀπ᾽ ὡραῖα ἀσπροκίτρινα λουλουδάκια, ἴτσια, τόσα πολλὰ καὶ
φουντωτὰ κι ἄφθονα, ὥστε μποροῦσαν νὰ γεμίσουν ὣς δέκα καλάθια.

Ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος τῆς φτωχῆς ἀδερφῆς μου. Ἀπὸ τότε τὸ Μαραγκὸ ἄρχισαν νὰ τὸ λένε
«τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας».”
(1902)

                                                                           Σχολιασμός τού διηγήματος τού Παπαδιαμάντη «Το νησί τής Ουρανίτσας»

 

   Στο συγκεκριμένο διήγημα μια ηλικιωμένη γυναίκα, η ΦιλιώΜαταρώνα, αφηγείται την ιστορία τής Ουρανίτσας: η Ουρανίτσα ήταν αδελφή τής αφηγήτριας από τον πρώτο γάμο τής μητέρας της. Τον καιρό που η αφηγήτρια ήταν οκτώ ετών, η Ουρανίτσα ήταν τότε δεκαέξι ετών. Σ’ εκείνη την ηλικία η Ουρανίτσα αρραβωνιάστηκε τον Σπύρο τής Μπερνίτσας.

   Αμέσως μετά τον αρραβώνα ο Σπύρος μπάρκαρε στα καράβια, ενώ η Ουρανίτσα τότε μετεγκαταστάθηκε στο σπίτι τής πεθεράς της. Για κάποιους μήνες συγκατοικούσαν η Ουρανίτσα με την πεθερά της. Καθώς περνούσαν οι μήνες, ο Σπύρος δεν ξεμπάρκαρε. Παράλληλα η Ουρανίτσα διαπίστωσε πως ήταν έγκυος, από τον Σπύρο βεβαίως. Ωστόσο η νεαρή κοπέλλα δυσκολεύτηκε πολύ να ενημερώσει την πεθερά της για την εγκυμοσύνη της. Όταν επιτέλους ενημέρωσε την πεθερά της ότι η ίδια κυοφορούσε το παιδί τού γιου της, η πεθερά αντιδρά με ακραία απανθρωπιά και σκληρότητα: υποψιάζεται η πεθερά πως το κυοφορούμενο παιδί δεν είναι τού γιου της και πως η Ουρανίτσα το «σκάρωσε» με άλλον άντρα. Η Ουρανίτσα, μπροστά σ’ εκείνη τη στάση τής πεθεράς της, νιώθει ντροπή και απόγνωση. Απειλεί πως θα φαρμακωθεί από τη ντροπή της. Η πεθερά ενισχύει και προτρέπει την Ουρανίτσα ν’ ακολουθήσει αυτή την οδό, της αυτοκτονίας.

   Μετά από λίγες ώρες η Ουρανίτσα κείτεται νεκρή. Ο παπάς αρνείται να θάψει την αυτόχειρα στο νεκροταφείο, επειδή εκείνη είχε αυτοκτονήσει. Έτσι αποφασίζεται να ταφεί η Ουρανίτσα «αδιάβαστη» έξω από την κοινωνία τών ανθρώπων, σ’ ένα έρημο νησάκι, έξω απ’ το λιμάνι.

   Έναν χρόνο μετά τον θάνατο τής Ουρανίτσας, κάποιοι ψαράδες ανέβηκαν πάνω στο νησάκι. Άναψαν φωτιά πάνω στο νησί. Κατά την καύση τών ξύλων αναδύθηκε μια ωραία μυρωδιά και ευωδία από τα δέντρα και τα χόρτα, επειδή εκεί ήταν θαμμένη η Ουρανίτσα.

   Έκτοτε το συγκεκριμένο νησί ονομάστηκε «το νησί τής Ουρανίτσας».

 

*

   Το συγκεκριμένο διήγημα διαπραγματεύεται την αυτοχειρία μιας νεαρής κοπέλλας, της Ουρανίτσας, ύστερα από την απόρριψη και ψυχολογική πίεση που αυτή υπέστη από την πεθερά της. Δηλαδή εδώ υπάρχει το σχήμα «πεθερά-νύφη». Η πεθερά ενσαρκώνει τον ρόλο τού κακού, ενώ η νύφη τον ρόλο τού καλού. Η πεθερά είναι ο θύτης-καταπιεστής ενώ η νύφη το θύμα-καταπιεζόμενος. Η πεθερά, ενώ γνωρίζει ότι το κυοφορούμενο από την Ουρανίτσα παιδί ανήκει στον γιο της, εντούτοις αμφισβητεί την ηθική και εντιμότητα τής Ουρανίτσας και, άμεσα, τής υποδεικνύει την οδό τής απωλείας, δηλαδή την αυτοχειρία. Επομένως εδώ η «κακή πεθερά» είναι ο ηθικός αυτουργός για την αυτοχειρία τής Ουρανίτσας. Η Ουρανίτσα είναι ετεροκίνητη στην «επιλογή» της να αυτοκτονήσει, δεν είναι «αυτο-κίνητη». Η πεθερά τής υποδεικνύει άμεσα αυτόν τον δρόμο.

   Το ερώτημα που αναφύεται είναι: για ποιον λόγο η πεθερά, ενώ ξέρει κατά βάθος ότι το κυοφορούμενο παιδί είναι εγγόνι της, παρ’ όλα αυτά εξωθεί την  Ουρανίτσα έως τον θάνατο; Μέσα στο διήγημα η προσωπικότητα τής Ουρανίτσας δεν εμφανίζει αρνητικά χαρακτηριστικά, τέτοια που να καθιστούν αυτήν πρόσωπο αύθαδες και αντιπαθητικό. Απεναντίας η Ουρανίτσα είναι υπάκουη και τελείως πειθήνια στην πεθερά της. Συνεπώς ποιοι να είναι οι λόγοι για τους οποίους η κακή πεθερά να θέλει να εξοντώσει τη νύφη της; Για ποιους άραγε λόγους «ο κακός λύκος» θέλει να εξοντώσει «το άκακο αρνί»;

   Νομίζω ότι δύο είναι οι λόγοι για το ενδόμυχο μίσος τής πεθεράς προς τη νύφη, παρόλο που και οι δύο αυτοί λόγοι είναι εκτός κειμένου, είναι «ανομολόγητοι». Δηλαδή δεν υπάρχουν μέσα στο κείμενο «κειμενικοί δείκτες» τέτοιοι που να αιτιολογούν τη συγκεκριμένη στάση τής πεθεράς: ο πρώτος λόγος προφανέστατα σχετίζεται με το γεγονός ότι ο Σπύρος είναι «μάννας γιος». Δηλαδή ο Σπύρος είναι το μοναχοπαίδι τής ηλικιωμένης γυναίκας. Άρα ο Σπύρος είναι τα πάντα για τη μάννα του. Έχει επενδύσει συναισθηματικά η μάννα αυτή πάνω στον γιο της. Έχει «γαντζωθεί» συναισθηματικά εντελώς πάνω του, με μια αγάπη αρρωστημένη, που πνίγει. Οπότε, για τη μάννα τού Σπύρου, η Ουρανίτσα – και η κάθε Ουρανίτσα – είναι εκ προοιμίου εχθρός. Είναι η κάθε Ουρανίτσα εκείνη η γυναίκα που θα στερήσει από την ηλικιωμένη γυναίκα τον γιο της, εκείνη που θα τον «κλέψει» από τη μάννα του. Συνεπώς η όποια Ουρανίτσα συνιστά θανάσιμη απειλή για την «ασφάλεια» τής ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία βλέπει τον γιο της ως κτήμα της. Άλλωστε αξιοπρόσεκτος μέσα στο διήγημα είναι ο προσδιορισμός τού Σπύρου: λέγεται αυτός «ο Σπύρος τής Μπερνίτσας» (=ο γιος τής μάννας του). Ο Σπύρος ελέγχεται πλήρως από τη μάννα του, είναι «ευνουχισμένος» νέος άντρας, υφίσταται δια της μητέρας του, είναι ετερόφωτος, είναι κτήμα τής μάννας του. Ακόμα κι αν τα πράγματα είχαν άλλη τροπή και εξέλιξη, δηλαδή ακόμα κι αν ο Σπύρος παντρευόταν τελικά με την Ουρανίτσα, είναι απολύτως βέβαιο ότι, διαμένοντας όλοι μαζί υπό την αυτή στέγη (αντρόγυνο και πεθερά), θα τελούσε το αντρόγυνο υπό την πλήρη αυταρχική κηδεμονία και δεσποτεία τής πεθεράς. Οπότε πάλι η ζωή τής νύφης, μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό περιβάλλον, θα ήταν αφόρητη. Έτσι λοιπόν η μάννα τού Σπύρου, λαμβάνοντας αφορμή από την εκτός γάμου εγκυμοσύνη τής Ουρανίτσας, την «θέτει εκτός μάχης» έγκαιρα, ώστε να μείνει αυτή εντελώς μόνη με τον γιο της. Για την πεθερά η Ουρανίτσα είναι εκ προοιμίου θανάσιμη απειλή, η οποία εγκαίρως πρέπει να «βγει από τη μέση», πράγμα το οποίο και γίνεται.

   Ένας δεύτερος λόγος για το θανάσιμο μίσος που τρέφει η κακή πεθερά προς την αθώα νύφη είναι μάλλον τα βιώματα που έχει συσσωρεύσει εντός της η πεθερά, από τα χρόνια τής νεότητάς της, όταν δηλαδή κάποτε και η ίδια υπήρξε νύφη δίπλα σε κάποιαν άλλη πεθερά. Προφανέστατα η γριαΜπερνίτσα εισέπραξε και η ίδια ψυχολογική και συναισθηματική βία στα νιάτα της από την δική της πεθερά. Οπότε τώρα, που άλλαξαν οι ρόλοι και η Μπερνίτσα είναι πλέον πεθερά και όχι νύφη, τώρα λοιπόν η Μπερνίτσα«περνά στην αντεπίθεση», θέλει «να πάρει το αίμα της πίσω». Βγάζει πάνω στη νύφη της τα δικά της νεανικά απωθημένα.

   Παρατηρούμελοιπόν ότι ο κύκλος τής εκδίκησης και του μίσους δεν κλείνει αλλά συνεχίζεται. Η Μπερνίτσα σίγουρα ως νύφη, στα νιάτα της, υπέστη συναισθηματική κακοποίηση από τη δική της τότε πεθερά. Και τα καψόνια που τότε πέρασε τώρα τα επαναλαμβάνει τα ίδια στη δική της νύφη, την Ουρανίτσα.

    Ο Παπαδιαμάντης απλώς περιγράφει γεγονότα και συμπεριφορές ανθρώπων. Ο ίδιος δεν ερμηνεύει συμπεριφορές. Ωστόσο οι συμπεριφορές τών ηρώων, εμμέσως πλην σαφώς, δίνουν τις απαντήσεις για τα ελατήρια τής συμπεριφοράς τους.

    Το σχήμα «κακή πεθερά-αθώα νύφη» συναντάται και σε άλλα διηγήματα τού Παπαδιαμάντη, όπως συμβαίνει και στο διήγημα «Το Χριστόψωμο». Στο διήγημα «Το Χριστόψωμο» πάλι η κακή πεθερά αποπειράται να δηλητηριάσει την αθώα νύφη της, με αποτελέσματα όμως αντίθετα από τα προσδοκώμενα.

    Άξιο ιδιαίτερου σχολιασμού είναι και ένα άλλο σημείο: η άρνηση τής κοινότητας, δια των επισήμων Αρχών που την εκπροσωπούν, να λειτουργηθεί η αυτόχειρ στην εκκλησία και εν συνεχεία να ταφεί στο χριστιανικό νεκροταφείο. Η Ουρανίτσα ως νεκρή τίθεται εκτός τής κοινωνίας τών ανθρώπων, διότι, θέτοντας τέρμα στη ζωή της και στη ζωή τού κυοφορούμενου, εσημείωσε «ύβρη», δηλαδή καταπάτησε τους «ηθικούς νόμους» τής ανθρώπινης κοινωνίας (εγκυμοσύνη εκτός γάμου) και παράλληλα πήγε κόντρα στους φυσικούς νόμους (αυτοχειριάστηκε). Έτσι την «ύβρη» τής Ουρανίτσας ακολουθεί η «τίση»: τίθεται αυτή, ως παραβάτις τής κοσμικής-φυσικής αλλά και κοινωνικής τάξης, εκτός ανθρώπινης κοινωνίας. Δηλαδή η Ουρανίτσαεισπράττει το επιτίμιο τής συμπεριφοράς της.

   Όμως αυτό το επιτίμιο επιβλήθηκε αδίκως στην Ουρανίτσα, καθόσον ο ηθικός αυτουργός είναι άλλος: ο φανερός ηθικός αυτουργός είναι η Μπερνίτσα και ο αφανής ηθικός αυτουργός είναι η ίδια η κοινωνία (μέλος τής οποίας είναι και η Μπερνίτσα), η οποία διαιωνίζει στερεοτυπικές και απάνθρωπες ιδέες και αντιλήψεις, μέσω τών οποίων συντηρεί την ψυχική καταπίεση και τη συναισθηματική βία.

   Πιστεύω λοιπόν ότι το συγκεκριμένο διήγημα τού Παπαδιαμάντη είναι μια έμμεση καταγγελία τού ίδιου για τη βία (σε όλες της τις μορφές της) και την ηθική σκληρότητα, την οποία βία παρατηρούσε ο συγγραφέας στη μικρή κοινωνία τού νησιού του. Δηλαδή εδώ ο Παπαδιαμάντης καταρρίπτει τον «μύθο» τών «αγγελικά πλασμένων» μικρών κοινωνιών τής υπαίθρου. Καταγγέλλει τη βία σε όλες τις εκφάνσεις της.

Ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το διήγημα δείχνει και τη στάση τού συγγραφέα απέναντι στο γεγονός: στον τόπο που θάφτηκε η Ουρανίτσα η γη ανέδυε ευωδία. Τούτη η λογοτεχνική επιλογή τού Παπαδιαμάντη υποδηλώνει και τη συμπάθειά του προς την Ουρανίτσα. Ο Παπαδιαμάντης συντάσσεται αναφανδόν με το μέρος τής Ουρανίτσας και θεωρεί ως ηθικό αυτουργό για το τέλος τής Ουρανίτσαςτις αρρωστημένες και στρεβλές ιδέες τού «ηθικού κώδικα» τών κλειστών κοινωνιών. Προκαλεί μάλιστα ιδιαίτερη έκπληξη – θετική έκπληξη – στον αναγνώστη το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης, όντας ο ίδιος γιος παπά και ένας έντονα θρησκευόμενος συγγραφέας, εμμέσως καταδικάζει ως αντιχριστιανική, ανίερη και απάνθρωπη ενέργεια το παραπέταμα τής Ουρανίτσας και τον ενταφιασμό της «εκτός τειχών».

 

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ