29.3.2022 18:37

Η έπαυλη του Διαβόλου - Ένα άγνωστο διήγημα του Φώτη Αγγουλέ

Το, άγνωστο σε πολλούς, διήγημα του ποιητή Φώτη Αγγουλέ που παρουσιάζουμε παρακάτω δημοσιεύθηκε στο χιώτικο περιοδικό «Το Νησί» στο 13ο τεύχος του τον Ιούνη του 1938. Το μηνιαίο φιλολογικό και λογοτεχνικό περιοδικό «Το Νησί» αποτελεί μια από τις πιο λαμπρές στιγμές της πνευματικής ζωής της Χίου. Στις σελίδες του συμμετέχουν γνωστά και άγνωστα ονόματα της λογοτεχνικής ζωής του νησιού και όχι μόνο. Εξέδωσε συνολικά 27 τεύχη, από τον Ιούνιο του 1937 μέχρι τον Οκτώβριο του 1939. Ο Φώτης Αγγουλές συνεργάζεται από το πρώτο τεύχος του περιοδικού και γίνεται διευθυντής του από το 9ο τεύχος μέχρι το τελευταίο. Μάλιστα το στοιχειοθετεί στο χέρι ο ίδιος. 

Το 1938, όταν δημοσιεύεται το διήγημα, ο Φώτης Αγγουλές είναι 27 χρονών. Η ποιητική, αλλά και η κοινωνική και αγωνιστική, διαδρομή βρίσκονται ακόμη μπροστά του. Ωστόσο, στο σύντομο αυτό διήγημα διακρίνουμε τα κύρια χαρακτηριστικά που διατρέχουν ολόκληρο το ποιητικό του έργο. Την ευαισθησία και την κατανόηση, τη ματιά που στρέφεται στον ταπεινό και καταφρονεμένο. Η ανθρώπινη φιγούρα του Μαστροκωστή του Θεριού, με προφανή βιωματικά στοιχεία, αποδεικνύεται συγκλονιστική. Μάλιστα με έναν τρόπο προοιωνίζει θαρρείς τη ζωή και τις ταλαιπωρίες του ίδιου του ποιητή. Αλλά πάνω απ’ όλα το στοιχείο που χαρακτηρίζει το διήγημα είναι ο αβίαστος λυρισμός και η βαθιά ανθρωπιά του. 

Κώστας Ζαφείρης

Ιστορικός - συγγραφέας

Η έπαυλη του Διαβόλου 

Πέθανε ο Μαστροκωστής το θεριό, και τον κουβαλήσανε με το κάρο της Δημαρχίας. Πρέπει να πέθανε ευχαριστημένος και δίχως παράπονο στην ψυχή του, γιατί τα κατάφερε να πεθάνει μέσα στην έπαυλη του Διαβόλου.

Για να πω την αλήθεια η έπαυλη, δεν ήτανε του Διαβόλου. Ήτανε του Μαστροκωστή του Θεριού. Μα εμείς, για να τον πειράξωμε κάποια μέρα, γράψαμε με μεγάλα γράμματα πάνω σ’ ένα χαρτί αυτή την ψευτιά, και το κολλήσαμε στη μετώπη της πόρτας. Σκύλιασε ο Μαστροκωστής από το κακό του. Με τις γροθιές του σφιγμένες, κουνούσε τα χέρια του προς το μέρος μας και μας βλαστημούσε. Ύστερα πήγε και προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο μέρος που ήτανε το χαρτί, να το σκίσει. Εμείς για να τον θυμώσωμε παραπάνω, του δείξαμε τις γροθιές μας και του φωνάξαμε:

  • Ε, Μαστροκωστή ξεκουκιάρη!... Μην αποκοτήσεις να το ξεσκίσεις, γιατί στην έπαυλή σου θα βάλωμε φωτιά, να σε κάψωμε. 

Εκείνος, σαν άκουσε το κακό που μελετούσαμε για την έπαυλή του, αφιονίστηκε. Σαλτάρισε κάτω, κι άρχισε να μας κυνηγάει με άγριες διαθέσεις. Εμείς, ξέραμε πώς ο Μαστροκωστής δεν μπορούσε να μας χτυπήσει, και πώς ακόμα, αν κάναμε πώς στεκόμαστε, μπορεί να φοβότανε και να γύριζε πίσω. Ωστόσο, κάθε φορά που μας κυνηγούσε, κάναμε πως τρέχαμε και τονέ γιουχάζαμε. Εκείνος σε λίγο, ξεθύμωνε πάντα. Κι αν ακόμα μας κυνηγούσε, μας κυνηγούσε στ’ αστεία. Καμμιά φορά, γυρνούσαμε να δούμε αν ο Μαστροκωστής κοντεύει να μας προστάξει και τον βλέπαμε σταματημένο στη μέση του δρόμου, να καμαρώνει. Στο μούτρο του πάνω, λαμποκοπούσε η χαρά, λες κι αισθανότανε μια ξεχωριστή ευχαρίστηση που τον παίρναμε από φόβο. 

Ήτανε μικρόσωμος ανθρωπάκος. Το μούτρο, στενόμακρο και σπανό και τα μαλλιά του κατάσπρα. Τα μικρά του ματάκια, παίζανε πονηρά πονηρά, σαν δυο γαλάζιες χαντρίτσες, μες στις καψιδιασμένες τους τις παρπέλες. Κι ήτανε φοβιτσιάρης πολύ. Φοβόταν και την οσκιά του ακόμα. Στοιχηματίζω πως μέσα του, είχε πεθάνει ο άνθρωπος από χρόνια, και στη θέση του ανθρώπου τη θέση βρισκότανε ένα αγρίμι. Ένα αγρίμι φτωχό, φοβισμένο, που οι άνθρωποι το κυνηγούσανε με τις βέργες να το σκοτώσουν και κείνο κατόρθωσε να ξεφύγει και να τρυπώσει κει μέσα. Κάτω από τον ήλιο, δεν είχε τίποτε άλλο, εκτός από την αγαπημένη του έπαυλη.

Η έπαυλη, ήτανε μια παληά σαραβαλιασμένη παράγκα, από τη μια μεριά πλαγιασμένη και μαυρισμένη από τα χρόνια. Ο αγέρας, μπαινόβγαινε το χειμώνα μέσα από τις ανοιχτές χαραμάδες της και φουντανίζανε τα νερά από τη σκεπή της. Μα εκείνος θαρρούσε, πως ο κόσμος ολάκερος στηριζόταν απάνω σ’ αυτήν, και πως αν γκρεμιζότανε καμμιά μέρα, θα γκρεμιζότανε και ο Κόσμος. Και είχε δίκηο ο κακομοίρης. Όπως ήταν ναυαγισμένος μέσα στο πέλαγος της ζωής, η παράγκα του ήτανε το πονετικό, το άγιο σανίδι, που τον κρατούσε απάνω από τα κύματα τ’ αφρισμέν. Και παρακάλαγε το Θεό να πεθάνει απάνω σ’ αυτό το σανίδι.

-«Λετέρα να μου κάμουνε Κύριε» προσευχόταν… 

Τον περασμένο χειμώνα. Ο άμοιρος έπαθε ένα δυστύχημα τρομερό. Ένα δυστύχημα που τον τσάκισε και τονέ μπρουμούτισε χάμω. Ήτανε μια νυχτιά του Γενάρη. Έξω έκανε τρικυμία. Κι έβρεχε, έβρεχε δυνατά. Ο αγέρας δυνάμωνε λίγο λίγο. Έπαιρνε της βροχής τα συτζίμια, τάστριβε σ’ ένα βρόχινο βούρδουλα, και χτυπούσε αλύπητα την παράγκα. Εκείνη τριζοβολούσε, αγκομαχούσε θαρρείς, τρανταζότανε σύγκορμη. Ο Μαστροκωστής, στεκότανε τρομαγμένος στη μέση. Έδενε τα χέρια του με απελπισία, τάλυνε, έτρεχε πάνω κάτω, κολλούσε στις χαραμάδες τα μάτια του κι έβλεπε τις αστραπές που σπαθίζανε το σκοτάδι, οι βροντές ξεκούφαιναν τα’ αυτιά του, έτρεμε, βλαστημούσε, παρακαλούσε. 

Μα αυτό που φοβότανε, ήρτε μέσα από τις χαραμάδες, μπήκε ένα παράξενο βουητό. Ένα συφούνι αγκάλιασε την παράγκα, την έσφιξε δυνατά και την τράνταξε, προσπαθώντας να τηνέ ξερριζώσει από τον τόπο της, να την πάρει. Πριν ακόμα προφτάξει εκείνος να μετακουνηθεί απ’ τον τόπο του, ένα δεύτερο τράνταγμα ακολούθησε και μ΄έναν κρότο τρομαχτικό, η θύελλα άρπαξε τησκεπή, τη στριφογύρισε και την πέταξε πέρα…

Την άλλη μέρα δίπλα στα μουσκεμμένα του τα κουρέλια, τουρτούριζε ο Μαστροκωστής σαν βρεγμένο γατί, και με μεγάλη λαχτάρα, γευότανε τις σταλαγματιές της θαμπής ελεημοσύνης του χειμωνιάτικου ήλιου. 

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ