Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια*, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη*, ἀπασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισες, καλῶς σᾶς ηὗρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.
Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.
Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.
Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
― Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.
― Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
― Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.
― Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς:
― Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.
―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
― Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.
― Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.
― Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;
― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
― Θέλεις κανένα ζεστό;
― Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.
― Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
― Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;
― Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
― Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
― Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;
― Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.
Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου.
Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς της.
(1887)
Σχολιασμός τού διηγήματος τού Παπαδιαμάντη «Το Χριστόψωμο»
Η υπόθεση τού συγκεκριμένου διηγήματος είναι η εξής: στη Σκιάθο ζει ένα νέο αντρόγυνο, ο καπετάν Καντάκης και η γυναίκα του, η Διαλεχτή. Είναι παντρεμένοι εφτά χρόνια αλλά δεν έχουν παιδιά. Στον ίδιο τόπο, όπου διαμένει το ζευγάρι, ζει και η μάννα τού καπετάν Καντάκη και πεθερά τής Διαλεχτής, η γριά Καντάκαινα.
Η Καντάκαινα έχει «χρεώσει» εντελώς αυθαίρετα την ατεκνία τού ζευγαριού στη νύφη της, τη Διαλεχτή. Την χαρακτηρίζει «στείρα και μαρμάρα». Αν και για την αδυναμία τεκνοποίησης «φταίει» ο γιος τής Καντάκαινας, – όπως διαφαίνεται από ενδείξεις τού ίδιου τού κειμένου – ωστόσο η Καντάκαινα εχθρεύεται τη νύφη της και τη μισεί. Το μίσος τής «κακής πεθεράς» προς την «άκακη νύφη» είναι τόσο μεγάλο που η Καντάκαινα «σκηνοθετεί» την εξολόθρευση και τον αφανισμό τής νύφης της. Καταστρώνει λοιπόν ένα σατανικό σχέδιο:
Είναι 24 Δεκεμβρίου τού 186… , δηλαδή παραμονή Χριστουγέννων. Ο Καντάκης, ως επαγγελματίας ναυτικός, διαθέτει δικό του σκάφος και είναι πορθμέας, δηλαδή εκτελεί δρομολόγια και θαλάσσιες μεταφορές από τη Σκιάθο προς τις γειτονικές νήσους και περιοχές, και το αντίστροφο. Λόγω τής φύσης τού επαγγέλματός του είναι αναγκασμένος συχνά να λείπει από το νησί και από το σπίτι του. Μάλιστα συμβαίνει συχνά να διανυκτερεύει στα λιμάνια που επισκέπτεται. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και τώρα. Πρόκειται ο ίδιος να αποπλεύσει στις 24 Δεκεμβρίου, για κάποιο επαγγελματικό ταξίδι. Δηλαδή, τη βραδιά τής 24ης Δεκεμβρίου αλλά και κατά τη μέρα τών Χριστουγέννων, θα βρίσκεται έξω από το νησί του. Οι καιρικές συνθήκες στη Σκιάθο είναι άσχημες. Πνέουν σφοδροί άνεμοι και κυριαρχεί τρικυμία στα πελάγη. Ο Καντάκης, ως έμπειρος ναυτικός, τολμά να ταξιδέψει. Ωστόσο ενημερώνει, πριν τον απόπλου, τη γυναίκα του και τη μάννα του ότι, αν οι καιρικές συνθήκες επιδεινωθούν έτι περαιτέρω, ο ίδιος δεν θα «ρισκάρει» τον κατάπλου οίκαδε αλλά θα παραμείνει ελλιμενισμένος στο λιμάνι προορισμού του έως ότου ο καιρός βελτιωθεί. Μάλιστα υποδεικνύει στις δύο γυναίκες «να κάνουν Χριστούγεννα» μόνες τους, δίχως τη δική του παρουσία. Έτσι λοιπόν ο καπετάν Καντάκης αποπλέει εκτός Σκιάθου.
Η σατανική και δαιμόνια Καντάκαινα, βρίσκοντας μοναδική ευκαιρία την απουσία τού γιου της από το νησί, ενορχηστρώνει τον αφανισμό τής Διαλεχτής: ζυμώνει ένα χριστόψωμο (είδος χριστουγεννιάτικης βασιλόπιττας), μέσα στο οποίο έχει βάλει δηλητήριο. Θέλει η εωσφορική αυτή γυναίκα να δολοφονήσει τη νύφη της. Και μάλιστα προτίθεται να προβεί στην ειδεχθή πράξη της κατά τη γιορτή τών Χριστουγέννων! Τη μέρα τής χριστιανικής αγάπης, η Καντάκαινα, εντελώς ανενδοίαστα και αδίστακτα, είναι έτοιμη να στείλει στο θάνατο μιαν αθώα. Παρασκευάζει λοιπόν ένα δηλητηριασμένο χριστόψωμο η Καντάκαινα και το πηγαίνει ως δώρο στο σπίτι τής νύφης της. Η Διαλεχτή, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον δύστροπο χαρακτήρα τής πεθεράς της, αρχικά παραξενεύεται από την αιφνίδια και αναπάντεχη αυτή κίνηση τής πεθεράς της. Η πεθερά δωρίζει το χριστόψωμο στη Διαλεχτή δίνοντάς της παράλληλα την ευχή «άντε, και του χρόνου μ’ έναν καλό γιο!». Η Διαλεχτή ευχαριστεί την πεθερά για το «πεσκέσι» που της έφερε και λέει πως θα κρατήσει το χριστόψωμο το οποίο, κάποια στιγμή, θα φαγωθεί. Η Καντάκαινα πιέζει: «τα χριστουγεννιάτικα πεσκέσια τρώγονται άμεσα. Τα γλυκίσματα που παρασκευάζει ατομικά η κάθε νοικοκυρά μπορούν να διατηρούνται μέχρι τα Θεοφάνεια. Αυτό επιτάσσουν οι τοπικές παραδόσεις». Η πεθερά λοιπόν πιέζει τη νύφη να φάει άμεσα το χριστόψωμο. Η Καντάκαινα αποχωρεί από το σπίτι τής νύφης της. Την ίδια στιγμή η Διαλεχτή τοποθετεί το χριστόψωμο πάνω στο περβάζι τού τζακιού.
Είναι απόγευμα τής 24ης Δεκεμβρίου. Η Διαλεχτή είναι έτοιμη, τη βραδιά αυτή, να μεταβεί στην εκκλησία τής ενορίας της προκειμένου να παρακολουθήσει όλη τη λειτουργία αλλά και να μεταλάβει. Το ίδιο σκοπεύει να πράξει και η Καντάκαινα. Κι αυτή θα εκκλησιαστεί κατά τη νύχτα τών Χριστουγέννων, όμως σε άλλη ενορία. Δηλαδή σε διαφορετικές εκκλησίες θα μεταβούν οι δύο γυναίκες.
Είμαστε στην καρδιά τής νύχτας. Οι δύο γυναίκες λείπουν από τα σπίτια τους και αμφότερες εκκλησιάζονται. Ξαφνικά ο Καντάκης με το καΐκι του καταπλέει στο λιμάνι τής Σκιάθου. Παρά τη σφοδρή κακοκαιρία και παρά την ενημέρωση που είχε κάνει στις δύο γυναίκες πως θα απουσίαζε κατά την Άγια Νύχτα, αυτός τελικά επανακάμπτει στο νησί του ώστε να βρίσκεται, μια τέτοια μέρα, μαζί με τη γυναίκα του και τη μάννα του. Ο κατάπλους τού Καντάκη γίνεται αντιληπτός στη μικρή κοινωνία τού νησιού. Μια γριά γυναίκα, μέσα στην εκκλησιά, ψιθυρίζει στο αυτί τής Διαλεχτής πως ο άντρας της επέστρεψε από το ταξίδι.
Η Διαλεχτή βιαστικά φεύγει από την εκκλησιά και μεταβαίνει στο σπίτι της για να προϋπαντήσει τον άντρα της. Ο Καντάκης βρίσκεται στο σπίτι του και είναι μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο από τη θαλασσοταραχή την οποία πέρασε. Η Διαλεχτή «απολογείται» στον άντρα της πως βρισκόταν στην εκκλησιά επειδή πίστευε πως ο ίδιος θα διανυκτέρευε στο ξένο λιμάνι. Η Διαλεχτή δίνει στεγνά ρούχα στον άντρα της και τον περιποιείται. Του λέει ότι πρέπει η ίδια να ξαναπάει πίσω στην εκκλησιά διότι προτίθεται να μεταλάβει. Ο Καντάκης με κάποιον εκνευρισμό και κάποια δυσφορία αντιμετωπίζει την πρόθεση τής γυναίκας του να ξαναγυρίσει στην εκκλησιά. Στο τέλος την αφήνει να φύγει. Η Διαλεχτή, προτού φύγει από το σπίτι της προς την εκκλησιά, ενημερώνει τον άντρα της ότι μέσα στο ντουλάπι υπάρχουν μπριζόλες, που μπορεί να τις ψήσει ο ίδιος στη φωτιά τού τζακιού, το οποίο ήδη καίει, και ότι υπάρχει και ψωμί επίσης μέσα στο ερμάρι. Η Διαλεχτή φεύγει ξανά για την εκκλησιά.
Η μάννα τού Καντάκη επίσης πληροφορείται την επάνοδο τού γιου της, στην εκκλησιά όπου κι εκείνη βρίσκεται. Γεμάτη τρόμο και πανικό τρέχει στο σπίτι τού γιου της για να προλάβει αυτό που φοβάται.
Όμως «ο λάκκος που η ίδια άνοιξε για τη Διαλεχτή έχωσε μέσα του τον ίδιο τον γιο της»! Η γρια Καντάκαινα, μπαίνοντας στο σπίτι τού γιου της, τον βρίσκει νεκρό. Τι συνέβη; Ο Καντάκης, ταλαιπωρημένος και καραβοτσακισμένος όπως ήταν, φόρεσε τα στεγνά ρούχα και ξάπλωσε απέναντι από τη ζεστασιά τού τζακιού. Πάνω στη φωτιά τού τζακιού έψησε τις μπριζόλες. Επειδή, από την κούρασή του, δεν ήταν σε θέση μήτε να σηκωθεί ολόρθος και να πάρει από το ερμάρι το ψωμί, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το χριστόψωμο από το περβάζι τού τζακιού. Το έφαγε όλο από την πείνα που είχε. Έτσι επήλθε ακαριαίος ο θάνατός του.
Όταν απόλυσε η εκκλησία, ξημερώματα τής 25ης Δεκεμβρίου, η Διαλεχτή επιστρέφει από την εκκλησία στο σπίτι της. Μπαίνοντας μέσα αντικρίζει την εξής εικόνα: η γρια Καντάκαινα, γονατισμένη, κρατά στην αγκαλιά της τον νεκρό γιο της και τον θρηνεί.
Ο θάνατος τού Καντάκη αποδόθηκε σε υποθερμία λόγω τού κακού ταξιδιού που αυτός είχε. Κανείς δεν υποψιάστηκε τι πραγματικά είχε συμβεί. Άλλωστε, κατά τις μακρινές εκείνες εποχές, ιατροδικαστές δεν υπήρχαν για να διενεργήσουν νεκροψία. Ο Καντάκης δολοφονήθηκε από την ίδια του τη μάννα, άθελά της βέβαια. Και η Καντάκαινα δεν τόλμησε να πει τι ακριβώς είχε πράξει. Κουβάλησε η ίδια όλο αυτό το κρίμα και την ενοχή στην ψυχή της μέχρι να πεθάνει. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τα πραγματικά αίτια θανάτου τού καπετάν Καντάκη.
Στο συγκεκριμένο κείμενο κυριαρχεί το σχήμα «κακή πεθερά-αθώα νύφη». Θέμα τού παρόντος διηγήματος είναι η πρόθεση μιας πεθεράς να εξοντώσει τη νύφη της. Η Καντάκαινα σκηνοθετεί τον θάνατο τής νύφης της, όμως, άθελά της, σκοτώνει τον ίδιο τον γιο της. «Άνοιξε τον λάκκο τής νύφης της, αλλά μέσα σ’ εκείνον τον λάκκο θάφτηκε ο γιος της».
Το παρόν διήγημα γεννά στον αναγνώστη τον προβληματισμό: για ποιους λόγους άραγε η Καντάκαινα θέλει «να βγάλει από τη μέση» τη νύφη της; Γιατί εχθρεύεται θανάσιμα η πεθερά τη νύφη; Και αυτή η νύφη, όπως και η άλλη νύφη στο διήγημα «Το νησί τής Ουρανίτσας», είναι ένα πρόσωπο συνεσταλμένο, πειθήνιο και πλήρως υποταγμένο. Δηλαδή η Διαλεχτή είναι μια μειλίχια και πραεία προσωπικότητα, η οποία αμέσως «κερδίζει» τον αναγνώστη. Παρ’ όλα αυτά συγκεντρώνει αυτή πάνω της την έχθρητα τής πεθεράς της. Ας εξετάσουμε λοιπόν τους λόγους για τους οποίους η Διαλεχτή είναι αντικείμενο μίσους και θανάσιμης εξόντωσης από την πεθερά της. Τα αίτια που κινούν την εγκληματογόνο συμπεριφορά τής Καντάκαινας είναι φανερά αλλά και αφανή.
Ένας φανερός λόγος για τον οποίο η Καντάκαινα εχθρεύεται τη Διαλεχτή είναι η απαιδία, η ατεκνία τής Διαλεχτής. Η Καντάκαινα «χρεώνει» αυθαίρετα την αδυναμία τεκνοποίησης στη νύφη της, παραβλέποντας ότι για το θέμα αυτό ενδέχεται να «ευθύνεται» και ο γιος της. Η Καντάκαινα έχει εκ προοιμίου στοχοποιήσει τη νύφη της ως «υπεύθυνη» τής ατεκνίας. Θέλει λοιπόν να την εξαφανίσει «τη μαρμάρα». Αν η Διαλεχτή χαθεί, αμέσως «ανοίγει ο δρόμος». Ο γιος τής Καντάκαινας θα έχει τη δυνατότητα να συνάψει δεύτερο γάμο, μέσω τού οποίου – κατά την άποψη τής Καντάκαινας – πιθανότατα θα τεκνοποιήσει. Παρατηρούμε εδώ την κυρίαρχη «κοινωνική αξία», την ύπαρξη παιδιών. Γάμος χωρίς παιδιά θεωρείται ανέκαθεν ότι δεν εξεπλήρωσε την αποστολή του. Τα παιδιά πράγματι νοηματοδοτούν τη ζωή τού αντρόγυνου και προσδίδουν ουσία και νόημα στη ζωή τών γονέων. Ωστόσο ενδέχεται κάποια αντρόγυνα να μην τεκνοποιούν, για λόγους βιολογικής αδυναμίας. Η Καντάκαινα λοιπόν τρέμει στην ιδέα ότι το μοναχοπαίδι που η ίδια έχει ενδέχεται να μείνει χωρίς τη βιολογική του συνέχεια και, έτσι, να «σβήσει», δια της ελλείψεως απογόνων, το οικογενειακό όνομα. Επίσης, αν δεν υπάρχουν βιολογικοί απόγονοι, οι περιουσίες δεν έχουν πού να μεταβιβαστούν. Ο όποιος οικογενειακός πλούτος μέλλεται να χαθεί. Η Καντάκαινα λοιπόν, μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο, να «σβήσει» η γενιά της, τρέμει. Και είναι διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε για να αντιστρέψει τούς νόμους τής φύσης!
Όμως, εκτός από την παραπάνω φανερή αιτία, νομίζω ότι υπάρχουν κι άλλα «ελατήρια» που εξωθούν την Καντάκαινα ως το έγκλημα. Ένα λοιπόν σοβαρό αίτιο που τροφοδοτεί το μίσος τής πεθεράς προς τη νύφη σχετίζεται με τη γυναικεία φύση: η Διαλεχτή είναι μια νέα γυναίκα. Μπορούμε να εικάσουμε ότι είναι περίπου 20 έως 25, το πολύ, ετών. Και τούτο το υποστηρίζουμε διότι, κατά τις παλαιότερες εποχές, ήταν συνηθέστατο φαινόμενο οι γάμοι σε μικρές ηλικίες. Οι κοπέλλες παντρεύονταν συνήθως από την ηλικία τών 13-15 ετών μέχρι και την ηλικία, το πολύ, των 25. Οι άντρες πάλι είθιστο να απέχουν ηλικιακά από τις γυναίκες μέχρι και 15, το πολύ, χρόνια. Επομένως, για την περίπτωσή μας, η Διαλεχτή ηλικιακά κινείται μεταξύ 20 και 25 ετών. Και ο άντρας της πιθανόν είναι, το πολύ, μέχρι 30 ετών. Αν έτσι έχουν οι ηλικίες τού αντρόγυνου, τότε ποια ηλικία άραγε να έχει η Καντάκαινα; Ο Παπαδιαμάντης την ονομάζει «γραία Καντάκαινα». Αυτός ο προσδιορισμός είναι παραπλανητικός για τον αναγνώστη. Η Καντάκαινα είναι στην ηλικία της το πολύ μέχρι 45 ετών. Αν η Καντάκαινα γέννησε τον γιο της στην ηλικία των 15 περίπου ετών, μάλλον τώρα διανύει αυτή την ηλικία που είπα. Άρα, εφόσον έτσι έχουν οι ηλικίες τών δύο γυναικών, αναμενόμενη είναι η αντίδραση τής Καντάκαινας. Συγκεκριμένα: η Διαλεχτή είναι πάνω στα νιάτα της, στην πιο ακμαία ώρα της ως γυναίκα. Αντίθετα η Καντάκαινα διανύει την «κρίσιμη ηλικία» τής γυναίκας. Είναι η ηλικία κατά την οποία πολλές γυναίκες «τρελλαίνονται», η ηλικία τής λεγόμενης κλιμακτηρίου περιόδου. Σ’ εκείνη τη χρονική φάση η γυναίκα μεταβαίνει από τη νεότητα προς την «γήρανση». Αλλάζουν όλα εντός της. Ένας βιολογικός και ψυχοσυναισθηματικός «σεισμός» διενεργείται εντός της. Αισθάνεται η γυναίκα πως γερνά. Χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Αναπολεί τη νιότη που χάνεται και τρέμει για όσα έρχονται! Έτσι συμβαίνει κι εδώ: η Καντάκαινα ως γυναίκα «ανταγωνίζεται», ίσως και ασύνειδα, τη νύφη της. Βλέπει στο πρόσωπο τής νύφης της τη νέα γυναίκα, που η ίδια πια δεν είναι. Συνεπώς ένα σοβαρό αίτιο για τη συμπεριφορά τής Καντάκαινας είναι η ηλικία την οποία αυτή διανύει ως γυναίκα.
Ένα ακόμα αίτιο, συναφές με το προηγούμενο, είναι η ζωή την οποία μέχρι τώρα πέρασε η Καντάκαινα. Η Καντάκαινα χήρεψε πολύ νέα. Δεν ξαναπαντρεύτηκε. Αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα τού γιου της. Δεν έβαλε άλλον άντρα δίπλα της. Μπορεί να χήρεψε ακόμα και στην ηλικία τών 20 ετών. Όλα αυτά τα χρόνια, που ήταν νέα γυναίκα, δεν είχε ερωτική ζωή. Συμπίεσε τον γυναικείο ερωτισμό της προκειμένου να σταθεί ως μάννα δίπλα στον γιο της. Δηλαδή η μάννα σκότωσε τη γυναίκα. Για να είναι μάννα έπαψε να είναι γυναίκα. Άρα η Καντάκαινα βλέπει τώρα στη νύφη της τον Έρωτα και τα Νιάτα, στοιχεία άγνωστα στη δική της στερημένη ζωή. Και γι’ αυτό και μισεί θανάσιμα τη Διαλεχτή. Η καταπιεσμένη libido τώρα επαναστατεί!
Επιπρόσθετος λόγος για τη στάση τής Καντάκαινας προς τη νύφη της μπορεί να θεωρηθεί και ο εξής: τα ανάλογα τραυματικά βιώματα, τα οποία ενδεχομένως είχε και η Καντάκαινα, κατά το παρελθόν, ως νύφη δίπλα στη δική της πεθερά. Δηλαδή, αν η Καντάκαινα εισέπραξε ψυχολογική κακοποίηση από τη δική της στο παρελθόν πεθερά, αναμενόμενο είναι τώρα η Καντάκαινα, ως πεθερά πλέον, να «περνά στην αντεπίθεση». Με λίγα λόγια βγάζει πάνω στη Διαλεχτή τα δικά της απωθημένα.
Τελευταίο λόγο για τη συμπεριφορά τής κακής πεθεράς μπορούμε να θεωρήσουμε την κοινωνική και οικονομική θέση τής Διαλεχτής, δηλαδή την «ταξική» της θέση. Το ίδιο το κείμενο μάς πληροφορεί ότι ο πατέρας τής Διαλεχτής καταγόταν από την Κασσάνδρα τής Χαλκιδικής και ότι είχε καταφθάσει στη Σκιάθο ως πρόσφυγας, κατά τους χρόνους τής Επανάστασης τού 1821, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Ενδέχεται λοιπόν η Διαλεχτή, ως κόρη προσφύγων, «να έπεφτε λίγη» στην Καντάκαινα, η οποία προφανώς θα ονειρευόταν κάποια άλλη, πλούσια νύφη, για τον γιο της.
Ανέφερα μια σειρά από «ελατήρια», τα οποία τροφοδότησαν την κακοποιό δράση τής Καντάκαινας.
Αποτιμώντας τη συμπεριφορά τής Καντάκαινας παρατηρούμε τα εξής: η Καντάκαινα σκηνοθετεί την εξολόθρευση τής νύφης της, δηλαδή προχωρεί σε φόνο εκ προμελέτης. Είναι μια γυναίκα εντελώς αδίστακτη και ψυχρή. Είναι ανενδοίαστη. Δεν έχει ηθικούς φραγμούς και αναστολές. Είναι έτοιμη να στείλει στο θάνατο μιαν αθώα ύπαρξη, ακόμα και κατά τη μέρα τής Αγάπης, τη μέρα τών Χριστουγέννων. Έχει ηθική πώρωση. Τολμά, ενώ ετοίμασε τον φόνο, να μεταβεί στην εκκλησία. «Έχει τα μούτρα» να σταθεί μπροστά στα εικονίσματα και στους Αγίους, και ίσως και να μεταλάβει! Δεν έχει φόβο Θεού. Είναι θεομπαίχτρα. Μέσα της έχει πεθάνει ο Θεός, δηλαδή η Ηθική. Και «όταν πεθαίνει ο Θεός, όλα επιτρέπονται». Η Καντάκαινα έχει σίγουρα εξασφαλισμένο εισιτήριο και «πρώτη θέση στην Κόλαση».
Ωστόσο το σχέδιό της να «ξεπαστρέψει» τη νύφη της, την τελευταία στιγμή, ναυάγησε. Διότι «άλλα μελετούν τα βούδια, κι άλλα κάμνει ο ζευγάς». Ακόμα και στο τελειότερα σχεδιασμένο έγκλημα, υπεισέρχεται ο αστάθμητος παράγων, δηλαδή το απρόβλεπτο, το τυχαίο. Έτσι η δολοφόνος, άθελά της, σκότωσε το ίδιο το τέκνο της. Είναι λοιπόν καταδικασμένη να περάσει την υπόλοιπη ζωή της κατατρυχόμενη από τις ενοχές της. Η υπόλοιπη ζωή της θα είναι είναι φρικτό μαρτύριο. Για την ίδια «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»: αν ομολογήσει το κρίμα της στην Ανθρώπινη Δικαιοσύνη, θα «ξεσηκωθούν και οι πέτρες» εναντίον της. Αν πάλι επιλέξει να «καταπιεί» μονάχη της αυτό που έπραξε, – πράγμα που και επιλέγει – θα τρελλαθεί και θα σαλέψει.
Είναι αξιοσημείωτη η έκβαση τού διηγήματος: ο Παπαδιαμάντης κλείνει το σενάριο με αυτόν τον τρόπο: η δολοφόνος δεν εξαγορεύεται σε κανέναν το κρίμα της και το παίρνει στον τάφο της. Πράγμα που σημαίνει ότι η υπόλοιπη ζωή της ήταν ένα διαρκές μαρτύριο, μια μαύρη κόλαση, μια αδυσώπητη καταδίωξη Εριννύων.
Κλείνοντας τις παραπάνω σκέψεις επισημαίνω ότι στο διήγημα αυτό κυρίαρχο είναι το αρχαίο σχήμα «ύβρις τίσις». Η Καντάκαινα παραβαίνει τούς νόμους τής ηθικής και τιμωρείται. Στο τέλος επέρχεται η κάθαρση, η ηθική ικανοποίηση τού αναγνώστη για την αποκατάσταση τής διασαλευθείσας ηθικής τάξεως.
Βολισσός 18 Μαΐου 2021
Λεωνίδας Πυργάρης
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.