Ο σούπερσταρ ΠΡΟΕΔΡΟΣ… το κουσουράιν του τεμπέλη… τσε Καλή Ανάσταση!!!
-Ε θειά Κατερνώ ίντα κάμνετεν; Έχω α σας δω από τον καιρό του Νώε. Γλέπεις τσιι ευτές οι δουλειές μας ηκάμαν α μη γλεπούμεστεν α λέμεν τσε μια κουβέντα, αν τσε τα σπίθκια μας εγγίζουνε (τα σπίτια μας αγγίζουν, είναι γειτονικά).
-Καλώστην την Ευτυχώ. Προς ώρας καλά τηνε βγάζομεν κόρη μου μ΄ευτόν τον σούπερσταρ ΠΡΟΕΔΡΟ, τον αγαρηνό (σκληρό άνθρωπο) που ΄βγάλαν απάνω οι Αμερικάνοι. Μας επρήξαν τα τσιέρια μας, λεε –λέε μέρα νύχτα στις ειδήσεις γιαδευτόνε. Κάε (κάθε) που λέουν στην τηλεόραση τ΄όνομά του, ψακωνούμεστεν (φαρμακονόμαστε) τσ έω (έχω) τσε τον Παναή τσε του δίνει δυό-δυό τις μούζες (μούτζες) τσε το γιούκα μου που τον δεκατά (ρίχνει δεκατιές). Εφουσκώσαν πια τα πνεμόνια (πνεύμονες) μου αφ’ τα ίδια τσε τα ίδια. Τσεν ηφτάναν όλα εδευτά μα έχομεν τσε πρόβλημα μεσ΄το σπίθκι (σπίτι). Ο Γιώργης μας, ο γιούκας μου, ειν΄ αφ΄το 2017 άνεργος, ύστερις απε δέκα χρόνια που εδούλευγενε στην Αθήνα. Άλλο σεκλέτι (στεναχώρια) πάλι. Καθημέρι (κάθε ημέρα) ο Παναής τον αρπά (αρπάζει) αφ΄τη μούρη. «Σήκω βρε ανεπρόκοπε α πά να λακίσεις (ν΄ανοίξεις λάκκους) το τσάφαρο (το άγονο) χωράφι μας. Άντε με το γάαρο (γαΐδαρο) α φέρεις ένα γομάρι κοντύλια για το ζάκι (φόρτωμα με ξύλα για το τζάκι). Τρέα (τρέχα) α δεις το αρνάιν (αρνάκι) μας. Γιάντα κάεσαι (κάθεσαι) εδωνά; Α σ΄έχομεν α κάεσε α χάφτεις μίγες; Η τσάπα τσε το τσεντηστήρι (κεντητήρι της μαστίχας) είναι για τα πιάουν (πιάνουν) τα νιάτα.» Όσο ευτός εν εμούρμαζεν( δεν εμουρμούριζε), τόσο ο Παναής εγίνουνταν θεριό ανήμερο. Μια μέρα ήπιασε τον αφ΄τα΄αυκί (αυτί) τσε μονώρας του΄δωκεν δυό πάτσους. Μα κάτι μουτσουνιές που εν ήτανε χάδια… (Του έδωσε μονομιάς στο πρόσωπο δυο χαστούκια που δεν ήταν χάδια.) Λέ του κι αξαφνικά. «’Αντε φέρε βρε το πτυχίο του Πανεπιστήμιου, α το βράσομεν α το φάμεν τώρα πούχομεν μεγάλη λόρδα(=πείνα)». Ο Γιώργης εμουλάρωσεν (πείσμωσε) κι εμούρωσενε (κατέβασε τη μούρη). Εγώ απόμεικα (απόμεινα) εδεκεί α γλέπω τσε εν ήξερα τι λοής (λογής) α τα μπλαστρώσω (να τα δικαιολογήσω.) Λέω του: «Έβγαινε Γιώργη στην αυλή. Ίντα ανάντολλος (ανίκανος) είσαι;. Άντε βρε α ξετονείς (διώχνεις) τις όρνιθες, άντε α φέρεις μέσα κανένα ξυλαράιν (ξυλαράκι) για να βάλομεν φόκο (φωτιά) α φουρνεύφκομεν (φουρνίσομε), άντε φροκάλισε (σκούπισε με την σκούπα) απόξω στο τσαρδί. Πάρε και την καλαθαριά (πλεκτό ψάθινο καλάθι) α πα κόψεις δυο μπουρκούνες (αμπουρνούνες –σύκα)… Άντε εκεινά στα ζά τσε δως΄ τος φαΐν, βάλε ένα σικλί (κουβά) νερό που εκορακιάσανε (παραδιψάσανε).. Κόψε τσε κάναν κόντυλο (χοντρό ξύλο). Ίντα κάεσαι μέσα-μέσα σαν ανηβατός φουσκόκωλος; (= άνθρωπος παχύς με ιδιαίτερα παχιούς γλουτούς.) Ε γλέπεις πως τσε εγώ παστρεύκω (καθαρίζω) καθημερί (κάθε μέρα) το σπίθκι μας; » Ευτός όλο «΄Εμπανα κι έμπανα εν πά λες…» (Πλήρης αδιαφορία). Ήκαμεν τσε μένα «Τούρκο» τσι ήλεά του: «Έξοινος και ξερός, άντε φύε απέ μπρος μου. Εκουράστηκα με δευτά, μα ε γίνεσαι τσε ζάφτι. (=δεν τιθασεύεσαι) Μόνο εδωνά κάεσαι (κάθεσαι) τσε αποκορδίζεσαι (τεντώνεσαι) τσε χαλάς τα στρωσίδια μας. Δούλα(υπηρέτρια) πια μ΄έχετεν καμωμένη…. » Με εδευτά κι έδευτα ήρτεν κυλά ο καιρός. Τσι ήρτεν ο θεόλωλος της Αμερικής, ο σουπερστάρ ΠΡΟΕΔΡΟΣ, α μας βάλει άλλο βαρυχνά (εφιάλτη) με τους φόρους του. Ευτός εν το νιώνει ίντα κάει. (Δεν νιώθει τι κάμνει) Πεντάρα ε δίνει αν πεινάομεν. Ένας άθρωπος με τσίτρινο τσουμπί (μαλλί) σαν ασπάλαθος (ασπάλαθος= αγκυλωτό φυτό με κίτρινο λουλούδι) μας κάει καθημερί απασπρού (μας κάνει καθημερινά παρατηρήσεις) τσε με κοροχανίες (σαχλαμάρες) δίνει δακαμαθκιές (δαγκαματιές) σ’ όλον τον κόσμο για τον παρά και τον παρά τσε τίποτις άλλο. Ευτός ένα σκεύγεται ολονυχτίς τσ΄ ολημερίς. Λε: «Πώς α μαζεύγω παράδες κι ας ψοφίσει ο ντουνιάς.» Τσε άλλα τέτοια πλείσα (πλείστα), απιταού (σκόπιμα) τα λε κι εγώ λέω πως θε έναν πιπερόσπυρο (πιπεροκούκι) στο στόμα γιατί μοιάτζει μου (μου μοιάζει) πισσομολυβίτης (μοχθηρός και κακός). Μα ως εδωνά για τώρα. Πολλά πα Ευτυχώ μου. Τσε ε πρέπει α τα ματαλέω γιατί αρρώ (θαρρώ) πως α κουσουριαστώ. (θαρρώ πως θα πάθω καρδιακή προσβολή).
- Ε θειά Κατερνώ, ας τον σούπερσταρ ΠΡΟΕΔΡΟ που ετουμπάρισεν (έκανε άνω –κάτω) τον κόσμο όλο με τσι φόρους του που ειν το φάρμακο της Αμερικής σαν που λε, τσε πες μου πώς εν ησκεύτηκες το γιόκα σου το Γιώργη, α τονε ξεμαθκιάσεις (ξεματιάσεις);
-Εγίνηκεν κι εδευτό. Επήα τσι ήφερα την Ρηνού την ξακουστή ξεμαθσκιάστρια, τσι ήβαλα στη μέση το καντήλι με το λάι (λάδι) τσε μια γαβάθα (βαθύ πιάτο) με νερό. Ήρτεν τσι είπεν του ευτά που ήξερεν. Ήριξεν μέσα στη γαβάθα τρεις στάλες λάι (λάδι) τσε να κάτι βορβοί (βολβοί ματιού) σαν το Τ εγινήκανε. Τ΄ανακατεύει, τσε πάλιν, να οι τρεις βορβοί. Μου λε, ως το κόκκαλο ΄ναι μαθσκιασμένος (ματιασμένος) μα α του περάσει. Εδεκεί εν ήντεξα και λέω. «Ίσαλα (μακάρι), α βγούνε τα μάθκια τος, πούναι νιός ο Γιώργης μου και τον εζουλεύγουνε (ζηλεύουν).» Την άλλη μέρα εκτύπησεν η καμπάνα, τσι εγώ ξυπνώ τονε τσε του λέω. «Άντε στην κκλησά (εκκλησιά), πέρνα αφ΄τον όθρο (όρθρο) τσε άψε έναν κεράιν (κεράκι), τσε έλα πάρε το δραπάνι (δρεπάνι) τσε το προσφάι σου (κολατσιό σου) που σου τόχω στο πεσκίρι (πετσέτα) τσε τράβα α βρεις τον κύρη σου στο μονοχώραφο (μεγάλο μονόσκαλο χωράφι) του Κάμπου που πα α θερίτζει τσε εσύ α μπαλιάζεις (κάνε δεμάτια με ξερά χορτάρια).. Εδεκεί επήενες (πήγαινες) κι απε κοπέλι (μικρό παιδί) τώρα ίντα βαστά σε τσε εν πας;»
Εσηκώθηκεν ο Γιώργης, τσε εν ήβγαλεν κουβέντα τσι ήκαμεν όλα που σου λέω. Μόλις ενύχτιασεν εγυρίσαν με τον κύρη του μαζί αφ΄το μονοχώραφό μας. Λέω του: «Γιούκα μου, αφερίμ, άφεριμ (μπράβο-μπράβο) επήρα χαρά γιατί ήλεγα μες΄το κουτρί μου (στο κεφάλι μου) εν ειν΄κρίμα τα κόπια μου(οι κόποι μου). Χαμένα επήαν τα χρόνια αφού εν ήκαα (δεν έκαμα) καλά παιδιά.» Εκείνος μου λε: «Επήα τσε μπάλιαζα τσε λάκιζα (άνοιγα λάκκους) όλην την ημέρα, μα τσε εκορύτζασα (εδίψασα) σα τις όρνιθες, τσε εν είχεν πούετις (πουθενά) νερό α πιώ. Ούτε τσε το ρυάτσι (ρυάκι) ήτρεεν (έτρεχε).» Γυρνώ και λέω του «Απ΄αύριο όπου πας για να δουλεύγεις, εγώ θα σακλουθώ (θα σ΄ακολουθώ) τσι αβοηθώ σε (θα σε βοηθώ) τσε α χω τσε ένα ένα ντρούμι (μπιτόνι) νερό α μη κορυτζιάζεις (διψάς). Μα μάε (μάθε) α δουλεύγεις. Ε θέω (θέλω) α σε λένε κουντεντέ (χαζό). Πάντα α δουλεύγεις τσε άχεις τα μάθκια (μάτια) τσε τ΄αυκιά (αυτιά) σου ανοιχτά. Κι ύστερις ίντα ‘αρρείς (θαρρείς) πως έχομεν; Να κάτι μαστίχια που χομεν μερού-μερού τσε να σιάτζομεν για πάντα. (μέρα τη μέρα να τα φτιάχνομε). Εμείς οι γονιοί σου, δυο νομάτοι ίντα α πρωτοκάομεν; (Δυό άνθρωποι, τι να πρωτοκάνομε;) Εσύ ΄σαι νταυραντισμένος (δυνατός) σα νταντάς (ταύρος) τσε μπορείς α παένης (πηγαίνεις) σ΄όλο το κοκκολόι. (Μάζεμα όλων των καρπών και της μαστίχας.) Άφης πια καθημερί τον σούπεσταρ ΠΡΟΕΔΡΟ τον Αμερικάνο, να ΄ναι στην τηλεόραση α διαλαλεί τα δικά του. Ευτός το πουγκί του γλέπει κι όι (όχι) τον φτωχό κοσμάκι…. Εν εκουραστήκαν τα αυκιά σου; Μην μου κάεις Γιώργη δινάτια (Μη μου κάμνεις πείσματα.) Εν εξέρεις πως τα δινάτια βγάζουν μάθκια; (Τα γινάτια βγάζουν μάτια). Εδευτό α πάθει κι ο σούπερ σταρ ΠΡΟΕΔΡΟΣ μ΄ευτά που λε. Εν ηξέρει πως σκαλίζοντας η όρνιθα ήβγαλεν το μάθκι της. Εσύ καπλάνι παιί (έξυπνο, ζωντανό παιδί) νάσαι γιούκα μου κι ας΄τον σούπερσταρ ΠΡΟΕΔΡΟ α κουρεύγεται και α κορδόνεται (τεντώνεται) σα κοκκόρι. Εδεκεί ας κάεται (κάθεται) τσε ας τον τρίξουνε στη μούρη τος οι Αμερικάνοι.
-Καλά του τάπες θειά Κατερνώ. Ε να παένω (πηγαίνω) πιά. Γιάε ερκεται Η μεγάλη βδομάδα τσι η Λαμπρή κι έομεν (έχομε) α παστρεύκομεν (καθαρίσομε) το σπίθκι. Ε βάλλε τονε κι ευτόνε, το Γιώργη σου, να βουθά (να βοηθά) με μια μπροστέλα (ποδιά μαγειρέματος) για τα κουλούρια που α φουρνεύγκομεν (θα φουρνήσομε). Μ΄ εδευτές τις δουλειές μονοταρού (δίχως σταμάτημα), α αφήκ ο μιτσός (μικρός) το κάιζμα (κάθισμα) ομπρός στον σούπερσταρ ΠΡΟΕΔΡΟ, τσε ε θα λένε τσι οι ριχτόλοοι (δεν θα λένε πικρόλογοι) χωριανοί, πως έχει το κουσουράιν (κουσούρι) του τεμπέλη! Πάω τώρα α βάλω τσε τσουκάλιν απάνω.
-Για όνομα του Θεού Ευτυχώ μου. Ε όι τσε το κουσουράιν του τεμπέλη στο Γιωργό μου. Άμε στο καλό. Καλή φώτιση τσε στον σούπερσταρ ΠΡΟΕΔΡΟ, τσε στο Γιωργό μου τσε σ΄όλους μας γιατί μόνο εδέτσι (με αυτό τον τρόπο) θε νάχομεν Καλή Μεγάλη Εβδομάδα τσε Καλή Ανάσταση.
Υ.Γ. Το κείμενο αφιερώνεται με αγάπη στους Πυργούσους μαθητές μου του ΓΕΛ Καλαμωτής έτους 1988-89, οι οποίοι περιγελούσαν εμάς τους καθηγητές τους πως δεν ξέρομε λέξη από τα Πυργούσικα. Ιδού μια γλωσσική προσέγγιση, γιατί «γηράσκω αεί διδασκόμενος». Εύχομαι καλή Ανάσταση σε όλους, γονείς, μαθητές και μαθήτριες και συναδέλφους μου με τις οικογένειές τους σε όλη την Χίο!
Ιάκωβος Γ. Μπριλής
Συν/χος Μαθηματικός. (Βρονταδούσης.)
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.