Γιάννης Κουγιούλης, γνωστός για το ευρύ κοινωνικο - φιλανθρωπικό του έργο, εμπνευστής, ιδρυτής και χρηματοδότης του Ιδρύματος «Γιάννης και Πηνελόπη Κουγιούλη», λάτρης της γενέτειράς του της Βολισσού, «προικοδότης» της, όσο και της ευρύτερης «Απανωμερέας», της Χίου κατ’ επέκταση. Αυτή είναι και η σειρά με την οποία το Ίδρυμα και η Διοίκησή του ακολουθεί ως προτεραιότητα, πιστή στις επιταγές της βούλησης του αείμνηστου Κουγιούλη. Μέλη του Ιδρύματος είναι, σύμφωνα με την επιθυμία του, οι κατιόντες από τις οικογένειες των γονιών του, Νικολού Κουγιούλη και Σοφίας Ορφανίδου. Παράλληλα με το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο, όπως εκείνος το συνέλαβε, ο αείμνηστος Κουγιούλης καταλείπει ένα εξίσου αξιόλογο λογοτεχνικό έργο, λυρικό και ανθρωπογενές, πρωτίστως ποίηση, αφού αυτή η εκφορά του λόγου είναι εκείνη που απαιτεί από τη δημιουργό της ευαισθησία, αντίληψη, βαθιά παιδεία και άψογη γνώση της γλώσσας, εν προκειμένω της ελληνικής.
Στην Πόλη τα πρώτα γράμματα
Ο Γ. Κουγιούλης γεννιέται στην Βολισσό το 1906, από γονείς που ανήκουν στις παλαιότερες οικογένειες του χωριού. Ο πατέρας του Νικολός, ως φανατικός Βενιζελικός παίρνει το παρατσούκλι «Νταγκλής», από το όνομα του στρατηγού ΠαναγιώτηΔαγκλή, που μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, σχηματίζουν την επαναστατική τριανδρία της Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης, το 1916 στη Θεσσαλονίκη. Φτωχή οικογένεια με ελάχιστα χωράφια στην κατοχή της, έχει τρεις κόρες και μοναχογιό της το Γιάννη. Ο Νικολός και η Σοφία Κουγιούλη αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη του πλούτου και των μεγάλων ευκαιριών για τους Ρωμιούς. Ο πατέρας έχει μάθει ήδη στη γενέτειρά του γραφή και ανάγνωση από έναν ιερέα, με την Ιερά Σύνοψη εν είδει αναγνωστικού. Στη συγκεκριμένη και περίφημη συνάμα Σύνοψη, ο αγαθός λευίτης καταγράφει στο περιθώριο των σελίδων, όλες τις γεννήσεις των παιδιών της οικογένειάς του, αλλά και άλλα γεγονότα, όπως γάμους, βαπτίσεις, θανάτους κ.ά. Αυτά τα λίγα γράμματα είναι το μοναδικό επαγγελματικό εφόδιο του Νικολού, ενώ η Σοφία εργάζεται στην Πόλη ως τροφός – γκουβερνάντα, σε σπίτια πλουσίων Ελλήνων. Ομοίως και ο Γιάννης τα πρώτα του γράμματα τα μαθαίνει από Βολισσιανή οικοδιδάσκαλο στην Πόλη. Ως ιεροδιδάσκαλος και οικοδιδάσκαλος ο Νικολός εργάζεται σε φτωχικές εκκλησίες, διδάσκοντας τα ελληνικά στα παιδιά όχι μόνο της Πόλης, αλλά όλης της ελληνικής διασποράς σε ένα είδος κατηχητικού σχολείου. Μέχρι στο Γαλάτσι της ανατολικής Ρουμανίας φτάνει, όπου και παντρεύει την αδελφή του Ευγενία, με τον πλούσιο Έλληνα εφοπλιστή Ποταμιάνο. που κατέχει μαούνες στον Δούναβη. Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, η μισή οικογένεια επιστρέφει στον Πειραιά. Η μεγάλη αδελφή Μαριγούλα είναι παντρεμένη στη Βολισσό με τον Γιώργο Κοτσακά, η δεύτερη, η Καλλιόπη παραμένει στην Πόλη, ως σύζυγος του Σωτήρη Γιούργα, επίσης μετανάστη από τη Βολισσό.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Ηυπόλοιπη οικογένεια Κουγιούλη εγκαθίσταται στον Πειραιά, σε άτυπο πανδοχείο του Δημήτρη Κουρούπη, ως μακροχρόνιοι ενοικιαστές. Στην ευρύτερη περιοχή του Προφήτη Ηλία, κατοικούν ήδη πολλές Βολισσιανές οικογένειες (Φερούσηδες, Ζορμπάδες, Κουρούπηδες, Φωκάδες, Κουγιούληδες πιο κάτω στο Σχιστό της Καστέλας).Ο νεαρός Κουγιούλης φοιτά πιθανότατα στο 3ο Γυμνάσιο Πειραιά με καθηγητή φιλόλογο τον ποιητή Κώστα Βάρναλη. Είναι η εποχή που θα γνωρίσει και θα συνδεθεί στενά σε φιλία ζωής με τον λίγο μεγαλύτερό του Νίκο Ζορμπά, μετέπειτα βουλευτή Χίου.Λόγωεισαγωγής του το 1924 στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, μετακομίζει στην πρωτεύουσα και συγκεκριμένα στην περιοχή του Μεταξουργείου, όπου έχει ήδη εγκατασταθεί, ερχόμενη από την Πόλη, η οικογένεια της αδελφής του Καλλιόπης. Στην Κατοχή συστρατεύεται με το ΕΑΜ, τη μεγαλύτερη αριθμητικά ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, συντάσσεται με τη θέση της αποχής από τις εκλογές του 1946, όμως σύντομα αποστασιοποιείται καταδικάζοντας τη δολοφονία του Χρήστου Λαδά το 1948 από την ΟΠΛΑ. Η δράση της ΟΠΛΑ είναι εκείνη που αποθαρρύνει αρκετούς αγωνιστές να συνεχίσουν τη συστράτευση με το ΚΚΕ. Πρόκειται για τις εν ψυχρώ εκτελέσεις, χωρίς ακροαματική διαδικασία και επομένως δικαστική απόφαση, κυρίως αυτές που πραγματοποιούνται από την Απελευθέρωση και μετά.
Ποιητής Γιάννης Κουγιούλης
Από νωρίς έχει έφεση στα γράμματα και την ποίηση. Τα πρώτα ποιήματά του τα δημοσιεύει ο καλός του φίλος, δημοσιογράφος τότε, Νίκος Ζορμπάς, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις μέσω του Πειραϊκού Συνδέσμου, τότε Καλλιτεχνικού και Φιλολογικού Συλλόγου Πειραιώς, στο τυπογραφείο των αδελφών Φερούση.Το 1933 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Η Άπειρη Στιγμή, γίνεται δεκτή με θετικές κριτικές, ενώ μερικά από τα ποιήματά της δημοσιεύονται στην Ανθολογία του Ρένου Αποστολίδη και τη Διάπλαση των Παίδων, όπου ο Γρηγόρης Ξενόπουλος γράφει επαινετικά σχόλια για το ποίημά του «Η μικρή Αννιώ». Μεταφράζει τα λόγια από το τραγούδι ενός Γερμανού σε μουσική Franz Schubert«Στη βρύση τη βουνίσια σιμά είν’ η φλαμουριά. Στον ίσκιο της καθόμουν κ.λπ.». Μεταπολεμικά, το ποίημά του «Τόση καλοσύνη μέσα μου κι’ εντός από του παντός την μεγαλοσύνη…» γίνεται από το Διονύση Σαββόπουλο το soundtrack της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Happyday» με αναφορά στη Μακρόνησο, αλλά και από το Γιάννη Χαρούλη το 2002 με τον τίτλο «Τραγουδώ βαθιά μου»: (https://www.youtube.com/watch?v=2lUaqo_L7ng).
Στο πλευρό του τραπεζίτη Στρατή Ανδρεάδη
Επαγγελματικά από νωρίς συνεργάζεται με τον τραπεζίτη Στρατή Ανδρεάδη από το Βροντάδο της Χίου, γόνο εφοπλιστικής οικογένειας και συμμετέχει στην ανάδειξη και τον εκσυγχρονισμό της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος. Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Ανδρεάδης τον αποστέλλει στο City του Λονδίνου, ως Διευθυντή του εκεί υποκαταστήματος της Εμπορικής, όπου εκπαιδεύεται στη χρήση των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Από τις διάφορες υψηλές θέσεις που αναλαμβάνει, σταδιακά αναδεικνύονται οι δημιουργικές και εκσυγχρονιστικές ικανότητές του, και συγκεκριμένα:
Το 1947 παντρεύεται την Κερκυραία Πηνελόπη Στεργιώτη, ο πατέρας της οποίας ήταν ιερέας και ιδιοκτήτης Παρθεναγωγείου. Από τον γάμο τους, δεν αποκτούν παιδιά. Σε όλη του τη ζωή βοηθά όλους τους άξιους νέους Βολισσιανούς, να προοδεύσουν και να εργαστούν στην Εμπορική Τράπεζα. Χαρακτηριστική είναι η γνωστή σε πολλούς στιχομυθία μεταξύ των Ανδρεάδη – Κουγιούλη: Ανδρεάδης: Βρε Γιάννη, γέμισες την Εμπορική με Βολισσιανούς! Κουγιούλης: Γιατί; Και οι Βολισσιανοί, Χιώτες δεν είναι; Την τελευταία περίοδο της ζωής του, περνά τα καλοκαίρια του στη Βολισσό, όπου συγγράφει την τελευταία ποιητική του συλλογή με τίτλο «Εspolio», έργο που παραπέμπει στον πίνακα του El Greco με θέμα τον διαμοιρασμό των ιματίων του Ιησού, όπως παραδίδεται στα Ευαγγέλια.
Το Ίδρυμα
Ο Γιάννης Κουγιούλης, οραματιστής και άνθρωπος που γνωρίζει τη μεγάλη σημασία της παιδείας και την ανάγκη να βοηθιούνται οι οικονομικά ασθενέστεροι στο να σπουδάσουν, δημιουργεί το ΊδρυμαΓιάννης & Πηνελόπη Κουγιούλη, ακολουθώντας τον δρόμο όλων των μεγάλων εθνικών ευεργετών. Η σύσταση του Ιδρύματος πραγματοποιείται με κεφάλαια από τραπεζικές μετοχές και ακίνητα που κατά το Καταστατικό του Ιδρύματος πρέπει να παραμένουν αναπαλλοτρίωτα, ενώ τα έσοδα να διατίθενται για υποτροφίες, χορηγίες και λοιπά ευεργετήματα, να προέρχονται μόνο από τα μερίσματα των μετοχών και τα ενοίκια των ακινήτων, ώστε να εξασφαλίζεται η αειφορία των πόρων.Φεύγει από τη ζωήστο Παλαιό Φάληρο τον Αύγουστο του 2002 με την επιθυμία, να ταφεί στο κοιμητήριο του Αγίου Αθανασίου της αγαπημένης του Βολισσού.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.