Η Πατρίδα μας, από παλιά, διενεργούσε απογραφές πληθυσμού. Από το 1951 και εδώ τη διενεργεί, ανά δεκαετία. Η ανάγκη και οι λόγοι που την επιβάλουν, αυτονόητοι.
Η φετινή χρονιά, ως έτος απογραφής, πέραν του ότι είναι επετειακή (200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821), έχει την ιδιαιτερότητα της πανδημίας του κορωνοϊού. Αυτό σημαίνει ότι, οι απογραφείς της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), θα δυσκολευτούν να μπουν στα σπίτια για να μας απογράψουν. Η απογραφή λοιπόν θα διεξαχθεί ηλεκτρονικά ή τηλεφωνικά και μόνο αν αυτό είναι αδύνατον, θα υπάρξει φυσική παρουσία των απογραφέων σε σπίτια γερόντων, αλλοδαπών κλπ.
Η ιδιαιτερότητα της φετινής απογραφής (που έπρεπε να έχει ήδη αρχίσει) καθώς και η ανάγκη επιστημονικής επεξεργασίας πλήθους στοιχείων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, πριν το 2024, είναι αδύνατον να ανακοινωθούν επίσημα στοιχεία της εν λόγω απογραφής.
Βέβαια, ανεξαρτήτως του πότε θα ανακοινώσει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. τα επίσημα αποτελέσματα, τούτα τα προεξοφλούν κάποια δεδομένα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και τα οποία μαρτυρούν ότι, η Πατρίδα μας, χρόνο τον χρόνο, χάνει πληθυσμό επί μία εικοσαετία.
Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία, αυτήν της μεγάλης οικονομικής κρίσης και από πέρσι, της πανδημίας του κορωνοϊού, τα πράγματα εμφανίζονται πολύ χειρότερα.
Νέοι μας και μάλιστα μορφωμένοι, φεύγουν στο εξωτερικό. Το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων, έχει μεταβληθεί σε βάρος των γεννήσεων. Υπολογίζεται ότι, την δεκαετία που μας πέρασε οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις (αθροιστικά) περίπου κατά 273.000 άτομα.
Η άφιξη προσφύγων και μεταναστών (αριθμητικά όχι ασήμαντη) την ίδια περίοδο, πιθανά έχει υπερκερασθεί από το φευγό άλλων αλλοδαπών που είχαν έλθει για εργασία στην Ελλάδα προ κρίσης και έφυγαν κατά τα χρόνια αυτής λόγω ανεργίας.
Είναι άξιο καταγραφής ότι, όταν το 1828, ιδρύθηκε το Νεοελληνικό Κράτος ως απότοκο της Επανάστασης του 1821, ο πληθυσμός του είχε υπολογισθεί σε 753.000 περίπου. Η συνεχής μεγέθυνση του μικρού αυτού Κράτους, μέσω της σταδιακής απελευθέρωσης Ελληνικών εδαφών, αλλά και η φυσική αύξηση του πληθυσμού συν την ενσωμάτωση ομογενών προσφύγων από Μικρασία και άλλα μέρη, οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του πληθυσμού της Χώρας μας και αυτό παρά τη μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων σε άλλες Χώρες, κυρίως ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και Ευρώπη.
Θυμίζω επίσης ότι, κατά την δεκαετία του 1990, πλήθη κατοίκων Χωρών του λεγόμενου “Ανατολικού Μπλοκ”, λόγω κατάρρευσης των εκεί Κομμουνιστικών Καθεστώτων, αναζήτησαν μιά καλύτερη τύχη σε Δυτικά Κράτη, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό της απότομης αύξησης του πληθυσμού από το 1991, είναι το νούμερο που έδωσε η απογραφή του 2001. Τότε, ο Ελληνικός πληθυσμός, έφθασε στο μέγιστό του, ήτοι 10.964.020, αυξημένος σε μια δεκαετία κατά 704.120 άτομα. Δυστυχώς, έκτοτε άρχισε να καταγράφει καθοδική πορεία. Η απογραφή του 2011, μας “έβγαλε” 10.816.286, δηλαδή κατά 147.734 λιγώτερους έναντι του 2001.
Οι ετήσιες στατιστικές καταγραφές μειωμένων γεννήσεων και αυξημένων θανάτων, αλλά και η συνεχιζόμενη μετανάστευση νέων μας, προς αναζήτηση εργασίας σε άλλες Χώρες, προδιαγράφουν ότι και η φετινή απογραφή, θα πιστοποιήσει τη συνεχιζόμενη μείωση του πληθυσμού της Πατρίδας μας. Μείωση με πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στον καθαρά παραγωγικό-αναπτυξιακό τομέα, όσο και σ΄ αυτόν της Εθνικής Άμυνας και της κοινωνικής πολιτικής. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι, όσο σμικρύνεται ο αριθμός των νέων εργαζομένων, τόσο μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές αυτών στα Συνταξιοδοτικά Ταμεία. Λαμβανομένου υπόψη ότι, ο αριθμός των συνταξιούχων διαρκώς αυξάνεται με ταυτόχρονη αύξηση του ορίου ζωής, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, το Συνταξιοδοτικό και Προνοιακό Σύστημα της Χώρας μας, θα βρεθούν σε δραματικό αδιέξοδο.
Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, την Πατρίδα μας, πέραν της σοβαρής Τουρκικής απειλής (που δεν θα εκλείψει στο ορατό μέλλον), την απειλεί εξίσου σοβαρά το ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Οι, κατά καιρούς, αποσπασματικές αποφάσεις διαφόρων Κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση αυτού, δεν έχουν φέρει απτά αποτελέσματα.
Η επιδοματική πολιτική για τη γέννηση κάθε νέου παιδιού, προφανώς είναι καλοδεχούμενη, όμως αποτελεί “ασπιρινούλα” έναντι “καρκίνου”. ΄Αρα κάτι άλλο, πολύ πιο μελετημένο και σοβαρό πρέπει να γίνει. Παραδείγματα επιτυχημένα υπάρχουν. Ας τα μελετήσουν οι ειδικοί και ας εισηγηθούν μέτρα. Βέβαια, ό,ποια μέτρα προταθούν, δεν πρέπει να έχουν οριζόντιο χαρακτήρα. Κάθε Περιφέρεια της Χώρας πρέπει να τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης με διαφοροποιημένα προγράμματα, προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες που τις χαρακτηρίζουν. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις Παραμεθόριες περιοχές, στεριανές και νησιωτικές.
Προσωπικά εκτιμώ ότι, με σύμφωνη γνώμη όλων των Πολιτικών Δυνάμεων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Παραγωγικών Φορέων της Χώρας, η Πατρίδα μας πρέπει να αποκτήσει Υπερυπουργείο Δημογραφικής Πολιτικής παρά τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, το οποίο θα χαράξει ΣΤΑΘΕΡΗ και επιστημονικά τεκμηριωμένη πολιτική επί του σοβαρού αυτού προβλήματος που αποτελεί ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ.
΄Ισως θα ήταν σκόπιμο, επ' ευκαιρία της φετινής απογραφής πληθυσμού, να αρχίσει άμεσα η σχετική συζήτηση. Προφανώς, η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου μπορεί και πρέπει να θέσει προς δημόσια διαβούλευση το θέμα. Είναι η Περιφέρεια που μ' αυτές του Έβρου και της Ηπείρου, κινδυνεύουν περισσότερο από κάθε άλλη.
Ας συντονισθούν λοιπόν και ας δράσουν από κοινού και μάλιστα ΑΜΕΣΑ. Καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.