Μια πλευρά της ανθρώπινης λογικής μάς λέει πως η γλώσσα είναι μια κοινωνική σύμβαση(α) που καθορίζει το τι θα ισχύει πάγια, ίσως και δεσμευτικά, πράγμα που θεωρείται ως αλήθεια. Έτσι, η αλήθεια δεν ερμηνεύεται μονοσήμαντα καθ’ ότι παρεμβάλλεται το ρήμα «θεωρείται»∙ οπότε και οδηγούμαστε ευθέως στην παρουσία του μη πραγματικού ως πραγματικό. Εδώ παρεμβαίνει το «Φαίνεσθαι» το οποίο πολλές φορές –ίσως τις περισσότερες- απέχει από το «Είναι», εισπράττοντας το ψεύδος ως αλήθεια ή αν θέλετε τις ψευδαισθήσεις ως αλήθειες(1). Αυτός είναι ένας λόγος που κρατάει τον άνθρωπο μακριά από κάποιες αλήθειες, υποκύπτοντας εν προκειμένω και στην γλωσσική σύμβαση ως έκφραση της πραγματικότητας. Γιατί πραγματικότητα είναι η ουσία… Εδώ όμως (στη γλώσσα ή αν θέλετε στη χρήση της) δεν χρησιμοποιείται αυθεντικά η γλωσσική ερμηνεία ως η πραγματική ή ουσιαστική ερμηνεία, αλλά, με την παρέμβαση του ανθρώπου ερμηνεύεται ως τέτοια. Και στο ερώτημα εν προκειμένω «τι είναι λέξη;» η ουσιαστική απάντηση είναι:
«η απεικόνιση ενός νευρικού ερεθίσματος σε φθόγγους». To γλωσσικό ερέθισμα λοιπόν προκαλεί την παρέμβαση του ανθρώπου και η παρέμβαση αυτή δεν σταματάει στην εκτίμηση του ερεθίσματος, αλλά παρεμβαίνει και στην γλωσσική διαμόρφωσή του δηλ. την ακριβολογία και τη δομή της (της γλώσσας). Αυτό ουσιαστικά αποτελεί άμεση παρέμβαση στη δομή της, αλλά όχι στη φιλοσοφία της η οποία είναι ουσιαστικά φιλοσοφικός στοχασμός(2) και όχι μηχανική κατασκευή, καθώς αυτός έχει σχέση περισσότερο με την αλήθεια και όχι με τον τρόπο ή το νόημα που χρησιμοποιούνται οι προτάσεις.
Εκτός όμως απ’ αυτό υπάρχει και μια αιτία που όμως βρίσκεται έξω από εμάς και η οποία μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά απ’ τον καθένα ενεργώντας ουσιαστικά ως υποκειμενικό ερέθισμα(3). Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να σκεφτεί κανείς, δίδοντας μια απάντηση στο πώς διαμορφώνονται οι έννοιες, και να πεί, πως κάθε λέξη γίνεται έννοια μόλις χρησιμοποιηθεί∙ δηλ. μέσω της χρήσης της και όχι ως πρωτογενές και μοναδικό σταθερό αρχέτυπο. Επισημαίνουμε πως η φύση δεν γνωρίζει από Ιδέες ούτε από έννοιες∙ την ουσία αυτών την προσδιορίζει ο άνθρωπος και ως εκ τούτου ο άνθρωπος είναι αυτός που προσδιορίζει τις αλήθειες ή χρησιμοποιεί τις ψευδαισθήσεις ως αλήθειες. Η ικανότητα του ανθρώπου να κυριαρχεί στις αισθήσεις του και να τους δίνει εννοιολογικό περιεχόμενο τού δίνει την δύναμη να δημιουργεί νόμους και κανόνες που ρυθμίζουν όχι μόνο την κοινωνική του συμβίωση και τη θέση ή την σχέση του όχι μόνο με τη γλώσσα, αλλά και με το περιεχόμενο της γλωσσικής επιστήμης ακόμα και της Τέχνης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ή αν θέλετε νομοθετεί καινούργιες αποδόσεις εννοιών μέσα από μεταφορές ή και μετωνυμίες, που κάποιοι τις θεωρούν προσποίηση, μια και τις τοποθετούν στο Φαίνεσθαι της επικαιρότητας. Συνεπώς η γλωσσική αλήθεια έχει να κάνει με τον ορθό γλωσσικό χειρισμό κοινωνικών θεσπισμάτων και συμβάσεων, ενώ το ψεύδος εκτιμώ πως συνιστά περισσότερο κοινωνική παράβαση παρά οντολογικό ή ηθικό αμάρτημα. Η αλήθεια εδώ δεν αποτελεί αυταξία, καθότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κοινωνικά χρήσιμο ζωτικό ψεύδος∙ μπορεί να είναι και ωφέλιμη, πάντως δεν είναι καθαρή αλήθεια, γιατί εμπεριέχει πρόσκαιρες ή καιρικές συνέπειες που πιθανόν να είναι ωφέλιμες, όμως συνδέονται με την υστεροβουλία που προσπαθεί να συμμορφώσει την κοινωνία εκτός των άλλων και στο γλωσσικό επίπεδο, δίδοντάς της μεταφυσική αξία και μυθολογική σχέση με τον Λόγο.
Η γλώσσα ως ανθρώπινο μέσο αδιάσπαστα συνδεμένο με τη φύση αλλά και το πνεύμα, και επομένως με το ανθρώπινο Γίνεσθαι δεν μας οδηγεί (ούτε και πρέπει) στο να αναζητούμε την προέλευσή της σε επουράνιους τόπους(4) ή σε μεταφυσικούς… Παρά ταύτα η φιλοσοφία έχει άμεση σχέση με τη γλώσσα, και για τον λόγο αυτό συγγενεύει και με τη φαντασία αλλά και τους μύθους, πράγμα που προσφέρει διέξοδο όχι μόνο γενικά στον άνθρωπο, αλλά ειδικότερα σε όσους συνειδητά ασχολούνται με αυτήν. Και επειδή η φιλοσοφία δεν είναι απλά θεωρητική επιστήμη και γνώση χωρίς άμεσο αντίκρισμα, αλλά προσφέρει πολλά στον αγώνα του ανθρώπου για να υπάρξει κοινωνικά, είναι καιρός να πιστέψουμε στη δυνατότητα του ανθρώπου μέσω της γλώσσας να ξεφύγει από προκαθορισμένες και δεδομένες αλήθειες, ή ψευδαισθήσεις που δημιουργούν καινοφανή ψεύδη περί της μοναδικής αλήθειας τού ενός (εν προκειμένω) γλωσσικού δρόμου, ο οποίος οδηγεί ή αν θέλετε καταχράται πάγιες κοινωνικές συμβάσεις, που πολλές ή τις περισσότερες φορές είναι αναντίστοιχες με την πραγματικότητα.
Μπορεί να πει κανείς πως η φιλοσοφία εμπλέκεται άμεσα με την αντίληψη που έχουμε για τη γλώσσα, για τον λόγο ότι αυτή συνδέεται και με την αντικειμενική αλήθεια. Και αυτή η αλήθεια έχει σαν αποστολή τη θεμελίωση τής επικοινωνίας του ανθρώπου η οποία γίνεται μέσω της γλώσσας ως συνεκτικού ιστού της επικοινωνίας και της κοινωνικής συμβίωσης. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε, πως τα σχετικά με τη σπουδή της γλώσσας ακολουθούν∙ και αυτά έχουν σχέση με πρακτικές παρεμβάσεις που οδηγούν στο Γίνεσθαι με υποκειμενικά κριτήρια που στην ουσία δεν ερμηνεύουν τη δημιουργία της γλώσσας, της οποίας το εννοιολογικό περιεχόμενο τής το έχει δώσει ο άνθρωπος ως ευθείας απεικόνισης της υποκειμενικής αλήθειας των πραγμάτων.
Είναι δε αυταπόδεικτο σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, πως αυτή (η γλώσσα) αποτελεί κοινωνική σύμβαση προσαρμοσμένη σε κοινωνικά μέτρα.
Τέλος; η γνώση που παρέχεται μέσω της γλώσσας δεν είναι λογικό να την ταυτίζουμε με το Είναι και εν προκειμένω με το γλωσσικώς Είναι ούτε και να την θεωρούμε ως την πραγματική αλήθεια, και για τον λόγο ότι η γνώση τις περισσότερες φορές είναι ανεξάρτητη από αυτό∙ λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι, η παρέμβαση του ανθρώπου έχει άμεση σχέση ή μάλλον είναι υπεύθυνη και για το γλωσσικώς Γίνεσθαι. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως η γνώση είναι μια πορεία προς την αλήθεια που πέρα από την κατανόηση ενός θέματος ακόμα και την ουσιαστική κατανόηση των πραγμάτων, γνώση είναι η διαρκής πορεία που μέσω της έρευνας και του Ηρακλείτειου «Εδιζησάμην εμεωυτόν» (δηλ. ερεύνησα τον εαυτό μου) είναι δυνατό να μας οδηγήσει στο να πλησιάσουμε αυτό που ο καθένας θεωρεί γνώση∙ μια και αρχή ή προϋπόθεση για οποιαδήποτε γνώση, είναι το «γνώθι σαυτόν» το οποίο θα προκύψει ουσιαστικά μέσα από την αυτοαναζήτηση, προκειμένου να φτάσουμε στην αυτοδιάγνωση ως πηγή κάθε γνώσης ακόμη και της γλωσσικής…
Σημειώσεις - διευκρινίσεις
(α) Η σύμβαση – συμφωνία∙ αυτή υπογράφεται μεταξύ των εκπροσώπων των πολιτών μιας χώρας η οποία προϋποθέτει δέσμευση για κοινή εφαρμογή μεταξύ των συμβαλλομένων π.χ «σύμβαση εργασίας». Παράλληλα υπάρχουν και «διεθνείς συμβάσεις» οι οποίες εκφράζουν την θέληση μιας χώρας έναντι ευρυτέρων δικαιωμάτων αλλά και διεθνών. Η πρώτη σύμβαση όμως είναι ανάγκη να εκτιμάται κατά το συμβεβυκώς προκειμένου να έχει ισχύ. Τέτοιες συμβάσεις γινόταν στην αρχαιότητα προς χάριν της ειρήνης ή της φιλίας.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πως το γλωσσικώς συμβεβυκώς αν και μπορεί να υποθέσει κανείς πως γίνεται χάριν της γλωσσικής Ειρήνης, εν τούτοις η «σύμβαση» αυτή έχει ευρύτερες παραμέτρους οι οποίες δεν έχουν ληφθεί απ’ όψιν και δεν είναι του παρόντος…
(1) Σύμφωνα με το «Ελένης εγκώμιον» του Γοργία, ένας λόγος γραμμένος με τέχνη πρέπει να πείθει, κι ας μη λέει την αλήθεια «έπεισε τέχνη γραφείς, ουκ αληθεία λεχθείς» (Γοργίου Λόγοι 15). Εδώ ακριβώς φαίνεται η παρέμβαση του ανθρώπου στη διαμόρφωση τού μη πραγματικού ως πραγματικού ουσιαστικά του ψεύδους ως αλήθειας.
(2) Φιλοσοφικός στοχασμός είναι η επιθυμία του ανθρώπου να δώσει απάντηση ή αν θέλετε ορθολογικές απαντήσεις σε ερωτήματα που τον απασχολούν∙ όχι μόνο στο πρόβλημα της αρχής του κόσμου, αλλά εν προκειμένω στην αρχή της γλώσσας, γιατί ακριβώς δεν τον ικανοποιεί το γλωσσικώς Φαίνεσθαι αλλά προχωρά μέσω μιας διαδικασίας αναζήτησης της αλήθειας, όχι σαν κάτι δεδομένο, αλλά «διεκδικήσιμο». Κατά τον Ηράκλειτο ο άνθρωπος πρέπει να γίνει «μνηστήρας της Αλήθειας», καθώς είναι βέβαιο πως η αλήθεια δεν είναι στατική καθ’ ότι «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί». Όμως η αναζήτησή της είναι ανάγκη να γίνει «οιάκισμα Βίου» δηλ. αυτό που πρέπει να οδηγεί και να κυβερνά τη ζωή μας (οίαξ = τιμόνι).
(3) Σε παλαιότερο κείμενο είχαμε μιλήσειγια νεολογισμούς και λεξιπλασία. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε την άμεση σχέση -αν όχι ταυτοσημία- των λέξεων «γλωσσοπλάστης» & «γλωσσοπλασία», που γίνεται φανερή, καθώς η μία περιγράφει τον δημιουργό λέξεων, και οι δύο όμως περιγράφουν όχι μόνο τις σχέσεις των πραγμάτων με τους ανθρώπους αλλά πολλές φορές χρησιμοποιούν τις πιο παράτολμες μεταφορές για να βοηθήσουν την έκφρασή τους.
(4) Σχετική και η ρήση του Κικέρωνα «ει οι θεοί ομίλουν τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται». Πέρα απ’ αυτό, γεγονός παραμένει πως η ελληνική γλώσσα ως ανθρώπινη κατασκευή παραμένει ένα έργο τιτάνιο το οποίο εκτείνεται χιλιετίες πριν∙ από την εποχή του Ομήρου ακόμα και παλαιότερα από την εποχή του Ορφέα. (γενν. το 1268 π.Χ σύμφωνα με Τα Ορφικά Κων. Χασάπη).
Ίσως δεν είναι περιττό να επαναλάβει κανείς πως η Ελληνική γλώσσα στην πορεία των χρόνων έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο τελειότητας, γιατί καλλιεργεί τη σκέψη, το ήθος και την αισθητική∙ μια και όπως αναφέρει και ο Πλάτων διάνοια και λόγος ταυτόν. Τα παραπάνω όμως είναι θέμα του γλωσσικώς Γίνεσθαι το οποίο έχει σχέση με την ανθρώπινη παρέμβαση.
Βοηθήματα - πηγές
ΤΟ ΕΙΝΑΙ – ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΡΑΞΙΣ (βιβλίο τέταρτο) Χρήστου Νικ. Ρεντέση εκδ. Παπαζήση Αθήνα 1991
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ - Χ. Α. Λαμπρίδη Βιβλιοπωλείον «ΚΛΕΙΩ» Πάτρα 1991
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ – ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Δημ. Ι. Παπαδή εκδ. «Σύγχρονη Παιδεία» Αθ. 1995.
Λεξικόν Ησυχίου – αναστατική έκδοση 1975 οίκος εκδόσεων Γεωργιάδης
Γοργίου Λόγοι εκδ. Πάπυρος
Νίτσε – ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ εκδ. Gutenberg Αθήνα 2015
ΤΑ ΟΡΦΙΚΑ Κων. Χασάπη εκδ. Εγκυκλοπαιδείας «ΗΛΙΟΥ»
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.