100 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (ανταλλαγή από τη μία των Ορθοδόξων Χριστιανών εγκατεστημένων στην Οθωμανική αυτοκρατορία κι από την άλλη των μουσουλμάνων εγκατεστημένων στην Ελλάδα), σύμβαση που υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου του 1923 στη Λωζάνη της Ελβετίας λίγους μήνες πριν την υπογραφή της γνωστής συνθήκης. Στη Λωζάνη κρίθηκε η τύχη των περίπου 700.000 Ελλήνων που παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη και τα βάθη της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή αλλά και των σχεδόν 1.000.000 που είχαν ήδη φτάσει πρόσφυγες στην Ελλάδα τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1922. Η σύμβαση αυτή προκάλεσε τότε τεράστιες αντιδράσεις, συλλαλητήρια και κύματα διαμαρτυρίας από τον προσφυγικό κόσμο που έβλεπε μια οριστική ταφόπλακα στο όνειρο της επιστροφής στα πάτρια εδάφη.
Με αυτή την αφορμή θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικά αποσπάσματα από το «Μικρασία, Χαίρε», το τελευταίο βιβλίο του Ηλία Βενέζη που εκδόθηκε το 1974, ένα χρόνο μετά το θάνατό του (εκδόσεις Εστία). Σημειωτέον πως ο Ηλίας Βενέζης αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους το 1922 σε ηλικία 18 ετών και εστάλη μαζί με άλλους 3000 Αϊβαλιώτες στα τάγματα εργασίας. Μετά από 14 μήνες τελικά επέστρεψε στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών μαζί με άλλους 22 συμπατριώτες του ως οι μόνοι επιζώντες.
Γράφει λοιπόν ο Ηλίας Βενέζης :
«Ποια ήταν τα συναισθήματα του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν όταν αποφάσιζε να δεχθεί το ξερίζωμα των Ελλήνων της Μικρασίας, την υποχρεωτική ανταλλαγή με τους Τούρκους της Ελλάδας; Αυτός που, πριν από τρία χρόνια μόλις, το 1919, έστελνε τα ελληνικά στρατεύματα να τους απελευθερώσουν;
Όταν στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης, τέλη του 1922, οι Σύμμαχοι των Ελλήνων δέχθηκαν την ανυποχώρητη αξίωση των Τούρκων περί του υποχρεωτικού της ανταλλαγής, το δίλημμα για την Ελληνική Αντιπροσωπεία έγινε αμείλικτο. Αν η Ελλάδα δεν δεχόταν την υποχρεωτική ανταλλαγή, δεν θα υπέγραφε, μόνη αυτή, τη Συνθήκη Ειρήνης την οποία θα υπέγραφαν όλοι οι άλλοι. Η εμπόλεμη κατάσταση θα συνεχιζόταν με την Τουρκία, στην Μακεδονία και στα νησιά θα παρέμεναν 400.000 μουσουλμάνοι κάτοικοί τους, Έλληνες υπήκοοι, ενώ η Τουρκία θα έδιωχνε με τη βία όλους τους χριστιανούς Έλληνες που είχαν απομείνει στα βάθη της Μικρασίας. Κοντά στα άλλα, το οικονομικό χάος ήταν αναπόφευκτο. Η Ελλάδα, με το να είναι εμπόλεμη, θα ήταν αδύνατο να συνάψει ένα δάνειο για την περίθαλψη των προσφύγων. Αντιθέτως, αν δεχόταν την υποχρεωτική ανταλλαγή, η Ελλάδα θα είχε την ειρήνη που τόσο της ήταν αναγκαία, θα κατελάμβανε τα κτήματα των Τούρκων της Μακεδονίας και των νησιών – που θα έφευγαν με την ανταλλαγή – θα εγκαθιστούσε σε αυτά τα κτήματα τους πρόσφυγες της Μικρασίας και θα εξασφάλιζε ένα δάνειο στο εξωτερικό για την αποκατάσταση των προσφύγων.»
Ο Μιχαήλ Γ. Θεοτοκάς, νομικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης, κατέγραψε τα λεγόμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την ανακοίνωση της απόφασης υπογραφής της ανταλλαγής πληθυσμών:
«Γνωρίζω ότι όλοι στην Ελλάδα θα είναι εναντίον της γνώμης μου αυτής, ότι θα κάνουν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας, ότι θα με αναθεματίσουν. Και η αγανάκτησή τους εναντίον μου θα είναι συναισθηματικώς δικαιολογημένη. Αλλά εγώ δεν έχω το δικαίωμα να επηρεάζομαι ούτε από συναισθηματικούς λόγους ούτε από την κοινή γνώμη. Οφείλω να σκέφτομαι αποκλειστικά το ανώτερο εθνικό συμφέρον το οποίοι οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται τώρα, θα το καταλάβουν όμως αργότερα.»
Και καταλήγει ο Ηλίας Βενέζης στον επίλογο του τελευταίου του βιβλίου:
«Είχαμε κάποτε όνειρο την Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας. Πολεμήσαμε για την Ελλάδα αυτή και καταματώσαμε. Συνθηκολογήσαμε με το πεπρωμένο, όταν χρειάστηκε να συνθηκολογήσουμε. Πεινάσαμε και είδαμε τα παιδιά μας να πέφτουν στους παγωμένους δρόμους για να μην ξανασηκωθούν πιά. Χρειάστηκε να μαζεύουμε τους νεκρούς μας με τα κάρα από τους δρόμους και να τους θάβουμε άκλαυτους σε ανώνυμους τάφους. Γυμνοί, πεινασμένοι, ανέστιοι, δεν αφήσαμε να αφανιστεί η ψυχή μας και το σώμα μας. Η προγονική εύκλεια, η αγάπη του τόπου μας, το πάθος για το χώμα και για την ιστορία μας, το φιλότιμο να μη ντροπιάσουμε το όνομα που μας κληροδότησαν – όλα είχαν γίνει φωτιά που μας έκαιγε και φώτιζε το δρόμο μας. Λέμε πως, δόξα τω Θεώ, πορευτήκαμε καλά και δεν λυγίσαμε. Με το χέρι στην καρδιά μπορούμε να πούμε πως όταν ήρθε η ώρα να περάσουμε απ΄τη Στενή Πύλη περπατήσαμε με το μέτωπο ψηλά, για είχαμε κάνει το χρέος μας.
Στο σύνορο των πενήντα χρόνων απ’τη Μεγάλη Καταστροφή, ύστερα από τόσο πάθος που ζήσαμε, κρατούμε σκεπή και παραστάτη μας ένα όραμα για τον άνθρωπο καθαρά ελληνικό : μια αίσθηση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας που είναι ταυτόσημα με την αρετή.»
Και ορισμένα προσωπικά ερωτήματα για το τέλος:
Η υπογραφή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο της σύμβασης ανταλλαγής πληθυσμών ήταν επιλογή ή μια ελληνική αναγκαστική και επώδυνη προσαρμογή στην ήττα της Μικρασιατικής εκστρατείας και την επικράτηση της εθνοκαθαρτικής πολιτικής του Κεμάλ; Μήπως η υπογραφή της ήταν τελικά μονόδρομος για τα εθνικά συμφέροντα ώστε να περισώσουμε ο,τιδήποτε μπορούσαμε να περισώσουμε;
Χρήστος Παπαχρήστου,
30.01.2023
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.