Η διπλή εικόνα της Χίου δεν είναι σύμπτωμα μόνο του εφετινού καλοκαιριού. Παρατηρείται συστηματικά κάθε καλοκαίρι, υποδεικνύει το μοντέλο ανάπτυξης του τόπου κι εμείς, επίσης συστηματικά, παριστάνουμε ότι δεν το βλέπουμε.
Το νησί ετησίως χωρίζεται σε δυο περιόδους:
• το βαρύ και μακρύ του χειμώνα, σε ένα εύρος σχεδόν 11 μηνών. Η μεταβολή των κλιματολογικών του συνθηκών δεν συμβαδίζει με τους ρυθμούς ζωής του. Ζωτικότητα στη ζώνη του υπερκέντρου του (της οικιστικής ζώνης μεταξύ Θυμιανών και Βροντάδου) με συνθήκες σταδιακού υπερπληθυσμού. Εκεί συσσωρεύονται σχεδόν οι 35.000 από τους 50.000 μόνιμους κατοίκους του. Φυσιολογικά όλη η οικονομική, πολιτιστική και πνευματική ζωή του τόπου συρρικνώνεται στην προαναφερόμενη γεωγραφική επιφάνεια.
• το περιορισμένο σε ένα μήνα (από 25 Ιουλίου – 25 Αυγούστου) καλοκαίρι του. Η ζωή του νησιού απλώνεται σε όλη του την επιφάνεια, όπως διαχρονικά επιβλήθηκε από τη δημιουργία των οικισμών του. Όλα του τα χωριά ζωντανεύουν, υπερδιπλασιάζουν τον πληθυσμό τους, γίνονται επίκεντρο, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, του οικονομικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι του νησιού. Μεταναστευτικοί πληθυσμοί των χωριών επιστρέφουν, δεσμοί αίματος ανανεώνονται και το νησί αποπνέει εικόνα ισόρροπης ανάπτυξης.
Η αντιγραφή του στρεβλού μοντέλου
Με την εξαίρεση της περιόδου Καλουτά όλες οι υπόλοιπες τοπικές ηγεσίες υποτάχθηκαν στην εξυπηρέτηση της πρώτης περιόδου. Εφαρμόζουν κάθε χρόνο πολιτικές ενίσχυσης των δομών στη ζώνη του υπερκέντρου, ουσιαστικά υποβοηθούν τη νομοτελειακή μετακίνηση του εναπομείναντος ενεργού πληθυσμού από την ύπαιθρο του νησιού στο κέντρο του.
Η παραγωγή κάθε είδους μοιραία εγκαταλείπεται, οι μόνες θέσεις εργασίας περιορίζονται στην όποια απορροφητικότητα εκ μέρους του Δημοσίου και σε εργασίες γραφείου, υπερκορεσμένες πια με βάση την πληθυσμιακή στασιμότητα.
Η Χίος αντιγράφει πιστά το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, όταν επεδίωξε – και πέτυχε – σε μισό αιώνα να μετακινήσει το μισό πληθυσμό της στο 1/50 της εδαφικής της επιφάνειας, στο νομό Αττικής.
Τα πάντα στην πρωτεύουσα
Υποβοηθούμενες από την υπερσυγκεντρωτική αντίληψη του κράτους, το οποίο σταδιακά μετέφερε το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών του στο κέντρο κάθε νομού, οι τοπικές αρχές αρνούνται να ακολουθήσουν λογικές αποκέντρωσης. Τα δημοτικά διοικητήρια καταρρέουν αχρησιμοποίητα, την ώρα που διαρκώς μισθώνονται γραφεία «για να αποφεύγεται το κόστος μετακίνησης δημοτών και υπαλλήλων». Ενισχύονται σε προσωπικό και αριθμό όλες οι σύγχρονες βασικές δομές υποστήριξης της ζωής στο κέντρο (εκπαιδευτικές – υγείας - πρόνοιας – πολιτισμού – αθλητισμού) και επιβάλλεται η εμπορική κυριαρχία του κέντρου στη λογικά «τίποτα δεν πρέπει να αναχαιτίζει τη δυναμική της Απλωταριάς».
Η ψευδεπίγραφη προσήλωση στον ήπιο τουρισμό
Το δήθεν σχέδιο στροφής του μοντέλου ανάπτυξης στον ήπιο τουρισμό ποτέ δεν υποστηρίχθηκε από τα ανάλογα βήματα, μένει απλό ευχολόγιο. Ακόμα και οι ελάχιστες δομές που κάποτε έγιναν στην περιφέρεια του νησιού (λιμένας Μεστών, ανοιχτό θέατρο Καρδαμύλων) παραμένουν αχρησιμοποίητες. Κανείς δεν τολμά να θέσει θέμα μεταβολής της οικονομικής ζωής του τόπου με την ουσιαστική χρήση της «δυτικής πύλης», ενώ το παράδειγμα του Μουσείου Μαστίχας ανέδειξε πόσο αναγκαία ήταν για τη Χίο η ύπαρξη ενός «αποκεντρωμένου Ομηρείου».
Στη Χίο υποστηρίζουμε ότι επιδιώκουμε την ένταξη μας στον τουριστικό χάρτη, παροπλίζουμε όμως όλα τα δυνατά τουριστικά όπλα του νομού, τα οποία βρίσκονται στην ύπαιθρο του. Αναφερόμαστε σε ήπια τουριστική ανάπτυξη και προφανώς εννοούμε να κυκλοφορούν περισσότεροι επισκέπτες στην πιο απρόσιτη, ίσως, νησιωτική πρωτεύουσα του Αιγαίου. Σε συνθήκες κυκλοφοριακού φόρτου Αθηνών μόνο με την παρουσία των ντόπιων τον κρίσιμο καλοκαιρινό μήνα.
Επιβεβλημένη στρατηγική
Οι αναγκαστικές μεταβολές στον διοικητικό χάρτη και η ενοποίηση του νησιού σε έναν ενιαίο Δήμο έχει δώσει μέχρι τώρα τη χαριστική βολή. Κανένας φυσικά δεν απέτρεψε τις τοπικές ηγεσίες να κινηθούν με διαφορετικό αναπτυξιακό σχέδιο.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία πολλά από τα υφιστάμενα χωριά, ειδικά στη βόρεια Χίο, δεν θα υφίστανται. Η ιστορία διδάσκει ότι κάθε οικισμός που εγκαταλείπεται παύει να υπάρχει και ως καλοκαιρινός, έστω, προορισμός.
Η συγκράτηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος του νησιού, η ομορφιά των οικισμών του, είναι μια δύσκολη στρατηγική εξίσωση. Απαιτεί τολμηρές αποφάσεις, διάθεση σύγκρουσης και φυσικά οραματική αντίληψη. Είναι ίσως η βασική αιτία που δεν εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια.
Μητροπολιτικά κέντρα
Η πληθυσμιακή κατάρρευση των άλλοτε κέντρων της υπαίθρου συμπαρασύρει αυτόματα τα πάντα. Πώς να κρατηθούν στη ζωή οι Αμάδες, όταν έχουν καταρρεύσει τα Καρδάμυλα; Πώς να προσδοκά κανείς διατήρηση της ζωής στην Πιραμά, όταν σταδιακά εξαφανίζεται από τη Βολισσό; Γιατί να ποντάρει κανείς στη Βέσσα, όταν δεν υπάρχει σχεδιασμός ακμαίας διατήρησης του Πυργιού;
Πρώτο και απαραίτητο βήμα ανασυγκρότησης της υπαίθρου – και κατ’ επέκταση εφαρμογής ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης του νησιού – είναι ο καθορισμός των απαραίτητων μητροπολιτικών κέντρων. Των χωριών γύρω από τα οποία δορυφορικά θα επιδιώξουν να κρατηθούν και τα υπόλοιπα μικρότερα. Ένα τέτοιο ρόλο επιβάλλεται να διαδραματίσουν τα Καρδάμυλα, η Βολισσός, η Καλλιμασιά, τα Νένητα και το Πυργί και ως υπόδειγμα αυτοτελούς τουριστικής ανάπτυξης τα Μεστά. Στα συγκεκριμένα κεφαλοχώρια οι τοπικές αρχές οφείλουν να ποντάρουν ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, διαφορετικό ανά περιοχή, αποδεχόμενες και τη διαφορετικότητα του νησιού από περιοχή σε περιοχή.
Η απουσία κάθε ίχνους συζήτησης
Η ανάγκη στροφής σε διαφορετικό αναπτυξιακό μοντέλο δεν έχει αγγίξει ακόμα τα αρμόδια θεσμικά όργανα. Οι υπηρεσίες προγραμματισμού και τεχνικών έργων λειτουργούν με τη λογική του χασάπη. Δικαιούσαι τόσα κιλά πόρων, όσο και η πληθυσμιακή σου ισχύς.
Σε επίπεδο αιρετών τα πάντα σχεδιάζονται ακόμα με αποκλειστικό επίκεντρο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των 35.000 κατοίκων του υπερκέντρου. Οι υπόλοιποι δεν υπάρχουν. Για τους κατοίκους του κέντρου το γιγαντιαίο έργο των αστικών αναπλάσεων, σε εκείνους η μερίδα του λέοντος για το leader, εκεί κατευθύνονται και οι προτάσεις του ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος. Ανισοβαρής κατανομή πόρων και ευκαιριών ανάπτυξης, βορά σε ένα δοκιμασμένο και ανεπιτυχές μέχρι σήμερα μοντέλο.
Η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα για την προοπτική του τόπου δεν λέει να αρχίσει. Τα υπεύθυνα θεσμικά όργανα (Δημοτικό και Περιφερειακό Συμβούλιο) ασχολούνται αποκλειστικά με τα τρέχοντα και καθημερινά και μάλλον θεωρούν πολυτέλεια μια τέτοιου είδους συζήτηση. Θα πρέπει να την επιβάλλει η κοινωνία των πολιτών και η ίδια η ζωή, αν πραγματικά επιθυμούμε η αναλογία νεκρής και ζωντανής Χίου να ξεκολλήσει από το 11:1. Αδικούμε τον τόπο μας και τις δυνατότητες του.