Στο φαινόμενο της διαμόρφωσης μιας νέας αστικής - μεγαλοαστικής τάξης στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, επανειλημμένα έχει καταγραφεί και επισημανθεί ότι οι Χιώτες της διασποράς είχαν συμβάλλει, ή τέλος πάντων συμμετείχαν στις διεργασίες αυτές με τον πλούτο, τη μόρφωση, κυρίως όμως την ιδιοσυγκρασία τους.
Η κοινωνική τους συμπεριφορά άρχισε σταδιακά να αντιγράφει συμπεριφορές της τάξης που για αιώνες βρισκόταν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας -της λεγόμενης «αριστοκρατίας της γης»- και έφθασε να αντικατοπτρίζει αξίες και ιδέες παραδοσιακές που είχαν ελάχιστη ή και καμία σχέση με το ιδανικό της καπιταλιστικής επέκτασης που τους είχε αναδείξει σε οικονομικές ελίτ, όπως αναφέρεται επακριβώς σε άρθρο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, στο φύλλο της 8ης Απριλίου 2001, το οποίο αποτελεί και την πηγή του παρόντος.
Η συμπεριφορά τους ταυτίστηκε με αυτήν άλλων ανερχόμενων μεγαλοαστών της εποχής και πιο συγκεκριμένα με κατοχή ακίνητης περιουσίας, πολυτελή τρόπος ζωής, ένταξη σε ισχυρά δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και μία συγκεκριμένη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου.
Η φιλανθρωπία, η πολιτιστική δραστηριότητα, οι ιδιωτικές λέσχες, τα σπορ, αποτελούσαν μέρος από στρατηγικές κινήσεις που στόχευαν στην απόκτηση «κοινωνικής εικόνας».
Ανάμεσα στα τεκμήρια μεγαλοαστικής συμπεριφοράς και ενός τρόπου ζωής που αντέγραφε αριστοκρατικά πρότυπα, υπήρξαν οι βίλες που στα περίχωρα της Τοσκάνης αγόρασαν και κατοίκησαν τον 19ο αιώνα ελληνικές εμπορικές οικογένειες.
Οι Ροδοκανάκη του Λιβόρνο κυριάρχησαν με τις επιχειρήσεις «Ροδοκανάκη & Σία» και «Ροδοκανάκη Υιοί & Σία» στην οικονομική και εμπορική ζωή του επίνειου της Τοσκάνης σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Σημείο αναφοράς στον χάρτη του μεσογειακού εμπορίου από τον 16ο αιώνα και μετά, το Λιβόρνο αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια για τα σιτηρά που προέρχονταν από τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας.
Το 1834 ο μεγαλέμπορος Εμμανουήλ, γιος του Παντελή Ροδοκανάκη και της Γιαγκούς Kαλβοκορέσση, αγόρασε μία πραγματικά «μεγαλόπρεπη βίλα», σύμφωνα με τα λεγόμενα συγχρόνων του. Η αγορά αυτή προσέδωσε στην οικογένεια κοινωνική αίγλη, η οποία εξαργυρώθηκε μερικά χρόνια αργότερα με την είσοδό της στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών της Τοσκάνης.
Η Βίλα Ροδοκανάκη βρισκόταν στον αριθμό 8 στο Monterotondo, νοτιοδυτικό προάστιο της Τοσκάνης, όπου τα επιφανή και εύπορα μέλη της κοινωνίας της Φλωρεντίας και του Λιβόρνο είχαν αγοράσει εξοχικές κατοικίες. Σύμφωνα με την περιγραφή της που έχει καταχωρισθεί στο Κτηματολόγιο της Τοσκάνης, το κεντρικό οίκημα περιελάμβανε 33 δωμάτια, ενώ το υπηρετικό προσωπικό στεγαζόταν σε ξεχωριστό γειτονικό κτίριο.
Η είσοδος της βίλας ήταν επιβλητική και οδηγούσε σε μεγάλο πάρκο που πλαισίωνε μία λίμνη. Η βίλα διέθετε θερμοκήπιο και στάβλους, ενώ στο κτηματολόγιο γίνεται ειδική μνεία στην πρωτότυπη για την εποχή κατασκευή -μηχανή ατμού-, η οποία ήταν εγκατεστημένη σε καλύβα δίπλα στη λίμνη και παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Βίλα Ροδοκανάκη έγινε σημείο αναφοράς της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής του ιδιοκτήτη και των απογόνων του. Σε αυτήν εγκαταστάθηκε, αφού είχε χάσει τη γυναίκα του Ωριέτ Βλαστού το 1822 στην Τεργέστη, με τα παιδιά του Παντιά και Τζένη. Γύρω τους διαβιούσαν συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, από ένα πλήθος εκπροσώπων ελληνικών οικογενειών που λόγω συγκυριών, όπως η σφαγή της Χίου, τους έφεραν εκεί, αλλά και η πρακτική συγχώνευσης περιουσιών με επιγαμίες.
Έτσι τα παιδιά του παντρεύτηκαν μακρινούς συγγενείς τους, ο Παντιάς την Kατίνα κόρη του Λουκά Ροδοκανάκη και η Τζένη τον Παύλο γιο του Εμμανουήλ Ροδοκανάκη και της Φράγγας Βλαστού, ενώ οι αδελφές του διαμέσου των γάμων τους εξασφάλισαν στους εμπορικούς οίκους των Ροδοκανάκη ακλόνητες σχέσεις οικογενειακής και εμπορικής αλληλεγγύης με τους Σκαραμαγκά, Ράλλη, Μαυροκορδάτους, Παππούδωφ κλπ.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι μεγαλέμποροι του Λιβόρνο άρχισαν να επιζητούν και να κατακτούν την εγγραφή τους στη μέχρι τότε απροσπέλαστη για αυτούς Χρυσή Βίβλο της Τοσκάνης και ο Εμμανουήλ ήταν μεταξύ των πρώτων Ελλήνων που υπέβαλαν υποψηφιότητα. Η απονομή τίτλου ευγενείας στον Ροδοκανάκη συντελέστηκε το 1846.
Σε επιστολή τους προς την αρμόδια αρχή η απόκτηση της βίλας παρουσιαζόταν ως βασικό επιχείρημα για την αναγνώρισή του ως ευγενούς της Τοσκάνης: «ο Χιώτης έμπορος», επισήμαιναν, «είχε προσωπική περιουσία μεγαλύτερη των 150.000 σκούδων και ήταν ιδιοκτήτης ενός μεγάλου και πλούσια επιπλωμένου σπιτιού στο Λιβόρνο. Είχε τέλος προσωπική άμαξα και ζούσε... όπως ένας ευγενής ή ένας άρχοντας».
Η Βίλα Ροδοκανάκη παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειας μέχρι το 1947 οπότε και περιήλθε στη δικαιοδοσία του ιδρύματος Opera Pia Istituto Ortopedico Toscano με έδρα τη Φλωρεντία, εξακολουθεί όμως να αποκαλείται Βίλα Ροδοκανάκη.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.