Πρόσφατα, έλαβα δύο μηνύματα (μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) από φίλους αναγνώστες, οι οποίοι μου έθεσαν τρία ερωτήματα: 1) Μπορεί ο Χριστός να απεικονίζεται ως μαύρος (Αφρικανός) ή κίτρινος (Ιαπωνέζος); 2) Είναι θεολογικά ορθή η απεικόνιση μιας μαύρης-κενής μορφής (δίχως πρόσωπο) σε εικόνα όπου ο Χριστός κρατείται στο πλευρό της Παναγίας μητέρας Του; 2) Η τοπική Εκκλησία της Χίου συμμετείχε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο του 325 μ. Χ. , που καταδίκασε την αίρεση του Αρειανισμού;
Θα επιχειρήσω να απαντήσω με συντομία.
1). Ο Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ομοούσιος και αδιαίρετος (αχώριστος) με τον Θεό Πατέρα και τον Θεό Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός (Θεός Υιός) ήλθε στον κόσμο, λαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή, για να σώσει το ανθρώπινο γένος από τη φθορά και τον θάνατο δια της Θυσίας και της Αναστάσεώς Του, αφού πρωτίστως διεκήρυξε την αλήθεια. Η Αγία Γραφή αναφέρει «Θεόν ουδείς πώποτε εώρακε. Ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. Α΄, 18). Τον Θεό δεν μπορεί να τον δει κανείς άνθρωπος «κατά πρόσωπο» και να ζήσει. Γίνεται, όμως, γνωστή η ύπαρξή Του μέσω των Άκτιστων Ενεργειών Του και μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας, όπου η χάρη Του έρχεται στον άνθρωπο που την επιζητεί. Έτσι, ακόμη και ο Μωυσής άκουσε την φωνή Του εξ ουρανού και είδε επάνω στο όρος Σινά τα μετόπισθεν Του και τα αποτυπώματα των βημάτων Του. Όλα τούτα συνέβησαν «θεία προνοία και συγκαταβάσει», προκειμένου να γίνει αντιληπτός εν τινι μέτρω κατά τα ανθρώπινα (στο μέτρο του δυνατού από τους ανθρώπους, σύμφωνα με τη δική τους περιορισμένη-δεδομένη αντίληψη). Επίσης, ο Θεός Άγιον Πνεύμα εμφανίστηκε στον κόσμο και έγινε αντιληπτή η ύπαρξή Του άλλοτε με την μορφή περιστεριού (Θεοφάνεια- Βάπτισις του Κυρίου υπό Ιωάννου στον Ιορδάνη) και άλλοτε ως φλόγα πυρός (κατά την επιφοίτηση την ημέρα της Πεντηκοστής). Επίσης, στην Αγία Γραφή ο Θεός εμφανίζεται άλλοτε με μορφή Αγγέλου και άλλοτε με μορφή φωνής. Κατά τα Θεοφάνεια στον ποταμό Ιορδάνη και κατά την Μεταμόρφωση στο όρος Θαβώρ γίνεται η παρουσία Του αντιληπτή και από τη φωνή Του στα αυτιά των ανθρώπων (Μαρκ. Α΄, 11 & Ματθ. ΙΖ΄, 5). Η κατ΄εξοχήν ορθή απεικόνιση της Αγίας Τριάδος είναι αυτή της φιλοξενίας του Αβραάμ (Γένεσις, κεφ. 18ο), όπου απεικονίζονται τρείς άνδρες. Το ότι εμείς αγιογραφούμε στις εικόνες την Αγία Τριάδα ως Γέροντα (Θεός Πατήρ), ως νέο άνδρα (Θεός Υιός) και ως περιστέρι (Θεός Άγιο Πνεύμα) γίνεται καθαρά και μόνο για να γίνει αντιληπτή η ύπαρξη της θεότητος στα σαρκικά μάτια του ανθρώπου και να αποδώσει προσκύνηση στον Θεό (καθότι η προσκύνηση των εικόνων μεταβαίνει στο πρότυπο, ήτοι στα ιερά πρόσωπα που απεικονίζει). Μάλιστα αυτή η απεικόνιση ανάγεται στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους κι είναι δυτικής προέλευσης- τεχνοτροπίας. Ακόμη, πολλές φορές βλέπουμε σε ιερούς Ναούς τοιχογραφίες όπου απεικονίζεται ο Θεός ως ο «Παλαιός των ημερών», που συμβολίζει την αιωνιότητα του Θεού και είναι παρμένο από το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης του Προφήτη Δανιήλ (Κεφάλαιο 7ο) ή και ως «Μεγάλης Βουλής Άγγελος» (Σοφία Σολομώντος), ακόμη κι ως «Σοφία Θεού». Ο «Μεγάλης Βουλής Άγγελος» είναι ο Χριστός προ της ελεύσεώς Του στον κόσμο, δηλαδή ο άσαρκος Χριστός, όπως τον έβλεπαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Όμως, ο Χριστός με την ενανθρώπησή του σαρκώθηκε, είχε ανθρώπινο πρόσωπο και έτσι απεικονίζεται. Για να ερμηνεύσει κάποιος την Παλαιά Διαθήκη πρέπει πρώτα να γνωρίζει την Καινή Διαθήκη. Ως γνωστόν «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωαν. Δ΄, 24). Συνεπώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άγιος Φώτιος (ο Μέγας), είναι επιτρεπτό να αντιλαμβάνεται τον Θεό κάθε λαός και φυλή της γης -που πιστεύει στον αληθινό Θεό- ως μορφή του δικού του γένους, αφού ο Θεός «εποίησε παν γένος ανθρώπων εξ ενός αίματος» (Πραξ. ΙΖ΄, 26). Για τον λόγο αυτό δεν επικρίνονται εικονογραφήσεις τοπικού χαρακτήρα όπου ο Χριστός απεικονίζεται ως έγχρωμος. Όμως, θα πρέπει να πούμε ότι κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο της δαιμονοποίησης ή/και του οικουμενισμού (όχι οικουμενικού χαρακτήρα διάδοσης της αλήθειας), αφού ο Χριστός ως γνωστόν είναι Τέλειος Θεός και Τέλειος Άνθρωπος και έτσι ήλθε στη γη μέσα από συγκεκριμένη διαδικασία, σε συγκεκριμένο χρόνο, τόπο και εκ συγκεκριμένης φυλής. Το γιατί και το πως δεν είναι αντικείμενο της παρούσης και μπορούμε να το αναπτύξουμε σε άλλο σημείωμά μας. Επίσης, σημειώνεται ότι, τέτοιου είδους απεικονίσεις δεν συνάδουν με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και γι΄ αυτό δεν χρησιμοποιούνται ως λειτουργικά αντικείμενα. Και ο Μέγας Φώτιος πουθενά δεν μιλά για χρήση τους ως τέτοια. Ο Χριστός είναι υπαρκτό πρόσωπο, εν κόσμω, τον είδαμε, τον ψηλαφήσαμε και γνωρίζουμε πως ήταν.
2). Ως προς το δεύτερο ερώτημα, έχω να επισημάνω ότι είναι θεολογικά και δογματικά απαράδεκτη η απεικόνιση του Χριστού μη έχοντος πρόσωπο (μαύρη μορφή-κενή, δίχως πρόσωπο). Μια τέτοια απεικόνιση παρουσιάζει έναν ανεικόνιστο Χριστό, δηλαδή άμορφο, δηλαδή μη υπάρχοντα εν κόσμω, μη ενανθρωπίσαντα. Όμως, μια τέτοια θεότητα δεν είναι άλλη από αυτή του φθαρτού κόσμου, δηλαδή του αντιχρίστου. Μια τέτοια μορφή συμβολίζει έναν υποθετικό, ανύπακρκτο θεό ! Ο Χριστός απεικονίζεται πάντοτε με πρόσωπο. Βέβαια, ως Θεός είναι απερίγραπτος (όπως σημειώνω και στην ανωτέρω απάντησή μου), αλλά ως Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, έλαβε ανθρώπινο πρόσωπο και εξήγησε (φανέρωσε) σε εμάς τα του Θεού. Εάν ο Χριστός δεν γινόταν Άνθρωπος, δεν λάμβανε μορφή και ανθρώπινο πρόσωπο, δεν θα σωζόταν το ανθρώπινο γένος. Η ενανθρώπιση του Χριστού με όσα ακολούθησαν χάρισε σε εμάς την αγιότητα και σωτηρία μας. «Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού. Παν πνεύμα ό ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστί. Και παν πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστί. Και τούτο εστί το του αντιχρίστου ό ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη» (Α΄ Ιωάν. Δ, 2-3). Συνεπώς, η απεικόνιση του μικρού Χριστού, που δεν έχει πρόσωπο και είναι ένα κενό μαύρο φόντο, που κρατά στα χέρια της η Παναγία, δεν είναι άλλος από τον αντίχριστο. Μια τέτοια απεικόνιση είναι θεολογικά και δογματικά απαράδεκτη, αλλά και βλάσφημη.
3). Βεβαίως, η τοπική Εκκλησία της Χίου συμμετείχε με τον Επίσκοπο Χίου Δωρόθεο, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Ο Δωρόθεος είναι ένας από τους 318 Αγίους θεοφόρους πατέρες που συγκρότησαν την Α΄Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε από τον Μέγα (Άγιο) Κωνσταντίνο το 325 μ. Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) και καταδίκασε την αίρεση του Αρειανισμού (που ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα, δηλαδή ίδιος, αλλά ομοιούσιος, δηλαδή ότι του έμοιαζε, άρα ότι ήταν κτίσμα του). Ό Άγιος Δωρόθεος ήταν Επίσκοπος (Αρχιερέας) μαζί με τους Άγιο Νικόλαο (Αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας), Άγιο Σπυρίδωνα (Αρχιεπίσκοπο Τριμυθούντος Κύπρου), κ. α. Η μνήμη τους εν συνόλω τιμάται την προηγούμενη Κυριακή από την Κυριακή της Πεντηκοστής. Και ακόμη, κατά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451 μ. Χ. , Χαλκηδόνα) συμμετείχε ο Επίσκοπος Χίου Τρύφων και κατά την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (680 μ. Χ. , Κωνσταντινούπολη) ο Επίσκοπος Χίου Γεώργιος. -
Χίος, 31-05-2023 - Γεώργιος Φωτ. Παπαδόπουλος, Master Ορθόδοξης θεολογίας
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.