Στην κουλτούρα της πάλαι ποτέ παραδοσιακής μας σίτισης, πριν εμφανιστούν τα σύγχρονα μέσα, ανήκαν το κάστανο, το τσίκουδο, το αμύγδαλο, το παστέλι, οι παστελαριές, τα κουντουρούδια, που ο πολιτισμός τα έχει εξαφανίσει. Το καθένα στον καιρό του. Τα κάστανα θέλουν κρύο.
Μαζί με αυτά έχουν εξαφανιστεί και τα αντίστοιχα επαγγέλματα. Ο καστανάς, που διαλαλούσε την πραμάτεια του «Εδώ τα ζεστά κάστανα», έξω από τα σχολεία, στα πανηγύρια, στην Προκυμαία, στην Απλωταριά, στις συνοικίες.
«Τσικουδάκι ροβυθάτο, τσίκουδο Χατζημηνάτο», πουλούσαν οι τσικουδάδες των Καμποχώρων.
«Μυγδαλάκι κρύο κρύο» διαλαλούσαν οι αμυγδαλάδες. Όλοι αυτοί άντεξαν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μετά σίγησαν…
Καστανάδες εμφανίζονται που και πού στην πλατεία Βουνακίου ή στην Απλωταριά.
Ένας από τους τελευταίους είναι ο Βαρβασιώτης Γιάννης Μαθιουδάκης, γνωστός πωλητής κάστανων, ποπ κόρν, μαλλιού της γριάς, ζαχαροκάλαμων, κυρίως στις εκκλησίες, σε πανηγύρια και εκδηλώσεις. Φορτώνει το κατάλληλα διαμορφωμένο αυτοκίνητο, παίρνει μαζί και την κυρία Γεωργία, τα παιδιά και ξεκινά για το μεροκάματο.
Μεγάλωσε πια, αλλά έχει συνεχιστή, διάδοχο στο επάγγελμα, τον 33χρονο γιό του Αλέξανδρο, με τον οποίο δουλεύουν μαζί αλλά και ατομικά ο καθένας, όταν πρέπει να καλύψουν παράλληλες εκδηλώσεις.
Κύριο στέκι του η είσοδος της Απλωταριάς, μπροστά στο φούρνο του Μαϊστράλη. Στήνει εκεί την πραμάτεια, το καρότσι του, ψήνει τα κάστανα, το ποπ κορν και περιμένει.
Από δεκατριών ετών έχει βγει στο μεροκάματο με τον πατέρα του. Τον ακολουθούσε όπου πήγαινε και έμαθε τη δουλειά. Ετοιμάζει τη θράκα, ρίχνει τα κάστανα με τη λαβίδα, τα γυρίζει συνεχώς και, όταν το τσόφλι ξεκολάει από την ψίχα, το ορντέβρ είναι σχεδόν έτοιμο. Από εκεί και πέρα είναι θέμα γευστικών επιλογών του καθενός. Για να ξεροψηθεί πρέπει να ψηθεί λίγα λεπτά περισσότερο. Συνεχώς σκυμμένος πάνω από τη «φουφού» ανακατεύει, βγάζει, βάζει, παίρνει παραγγελίες, βάζει την πραμάτεια μέσα στη μικρή χάρτινη σακούλα και συνεχίζει την ίδια διαδικασία.
Δεν είναι η κύριο επάγγελμα του, βέβαια, είναι συμπληρωματικό μεροκάματο ή πάρεργο, αν θέλετε. Είκοσι χρόνια κάνει αυτή τη δουλειά και θα τη συνεχίσει όσο μπορεί.
«Με μια μόνο δουλειά δε βγαίνει το μεροκάματο, ο καστανάς είναι η έξτρα δουλειά. Η «επιχείρηση» ανήκει στη μητέρα μου και εγώ συνεργάζομαι, βοηθάω και βγαίνει ένα χαρτζιλίκι», τονίζει. Κεφάλι δε σηκώνει από τη θράκα με τα κάρβουνα και τα κάστανα. Αλλοίμονο του αν καούν, δεν θα χάσει μόνο το μεροκάματο, αλλά και το κόστος αγοράς των προϊόντων. Μόνο τη βροχή φοβάται, ο χιονιάς φέρνει δουλειά και ζεσταίνει την τσέπη του.
Νομιμότητα
Κι όλα νόμιμα, η ταμειακή μηχανή δίπλα στο χέρι του. «Όλα πρέπει να γίνονται νόμιμα», σημειώνει.
Αν παρανομείς ρισκάρεις. Πρέπει να είμαστε νομοταγείς. Δεν πιστεύω ότι τον καστανά στη Θεσσαλονίκη τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί μόνο επειδή δεν είχε ταμειακή μηχανή.
Κάτι άλλο πρέπει να έκανε αυτός και τους υποχρέωσε να χρησιμοποιήσουν τη νομική οδό». Οι πελάτες περνούν, οι σακούλες γεμίζουν, τα χέρια του έχουν πάρει φωτιά, όχι από τα κάρβουνα, αλλά από την ταχύτητα με την οποία κινούνται. Είναι ώρα να τον αποχαιρετήσουμε.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.