12.7.2017 18:54

Ο Βολισσιανός ηθοποιός με τη διπλή υποκριτική καριέρα

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΛΕΚΟ ΖΑΡΤΑΛΟΥΔΗ, έναν υπηρέτη του θεάτρου και του κινηματογράφου αλλά και μια φυσιογνωμία της καλτ εποχής της βιντεοταινίας.

Από ταξιτζής, εστιάτορας και δημόσιος υπάλληλος (κοτζάμ διευθυντής του ΟΤΕ) μέχρι δικηγόρος, γιατρός ή βιομήχανος και εφοπλιστής, δεν είναι και πολλοί οι ρόλοι που δεν έχει ενσαρκώσει στο πανί ή το γυαλί ο ασίγαστος Χιώτης ηθοποιός. Ο οποίος έζησε δύο υποκριτικές καριέρες, μία «σοβαρή» στον ελληνικό κινηματογράφο και μία «ανάλαφρη» στη μαγνητοταινία του βίντεο.Υπήρχαν άλλωστε εποχές που τον ήξεραν όλοι οι βιντεοκλαμπάδες της γειτονιάς και σου πρότειναν μάλιστα βιντεοκασέτες που έπαιρνε μέρος ως προστιθέμενη αξία της ταινίας!

Και μπορεί ως όνομα να διαφεύγει από πολλούς, ως πρόσωπο όμως λέει πολλά σε όλους. Ο θρυλικός «Κουδούνας» με αυτό το «βοτσαλάκι, βοτσαλάκι, γιόμισε η αμμουδιά, το μεράκι, το μεράκι, μού ’χει κάψει την καρδιά» έπαιξε σε περισσότερες ταινίες από όσο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να θυμάται (ή να απαριθμήσει), καθώς το ιδιαίτερο παρουσιαστικό του και ο τρόπος που τα ’λεγε άρεσαν σε πολλούς.

Η περίπτωση Ζαρταλούδη είναι κάπως ιδιαίτερη, καθώς μπορεί να έμεινε γνωστός για τη σωρεία δεύτερων ρόλων που ερμήνευσε μαζικά σε οκάδες βιντεοκασέτες, εκείνος ωστόσο είχε να επιδείξει μέχρι τότε μια αξιοσημείωτη καριέρα στον ελληνικό κινηματογράφο και το θέατρο.

Παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν ποτέ στην αφρόκρεμα της κινηματογραφίας, ήταν ένας αξιοπρεπέστατος ηθοποιός που είχε αυτό το κάτι που έψαχναν οι σκηνοθέτες. Κι έτσι ξεκίνησε την περιπέτειά του στο ελληνικό πανί ήδη από το 1965 και «Το πρόσωπο της ημέρας», για να παίξει μετά σε ένα σωρό ταινίες της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, από το «Πατέρα κάτσε φρόνιμα» (1967), τον «Καπετάν φάντη μπαστούνι» (1968) και τον «Γίγα της Κυψέλης» (1968) μέχρι τις ταινίες του διδύμου Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ αλλά και δίπλα στον Βέγγο, τον Κωνσταντάρα, τον Ρίζο, τον Γκιωνάκη και όλους λίγο πολύ τους μεγάλους.

Εξίσου μακρά ήταν και η καριέρα του στην τηλεόραση, παραμένοντας αναπόσπαστο μέλος της περιπέτειας του νέου μέσου. Οι παλιότεροι τον θυμούνται να παίζει από τη «Μαντάμ Σουσού» μέχρι και τον υπενωμοτάρχη στην αριστουργηματική ασπρόμαυρη σειρά «Γαλήνη».

Ο Ζαρταλούδης θα έβρισκε ωστόσο την πλατιά αναγνώριση από τις αμέτρητες κυριολεκτικά βιντεοταινίες όπου πήρε μέρος, περνώντας στην κινηματογραφική ιστορία του τόπου μας ως ένας καλτ ηθοποιός της μεγάλης αρπαχτής που είπαν βιντεοκασέτα.Μόνο που αυτός ό,τι έκανε, το έκανε πάντα σοβαρά και χωρίς να υποτιμά τη δουλειά του. Όποια κι αν ήταν αυτή…

Πρώτα χρόνια

Ο Αλέκος Ζαρταλούδης γεννιέται στη Βολισσό στις 23 Ιανουαρίου 1929. Οι αρχές της δεκαετίας του 1960 τον βρίσκουν στην Αθήνα να σπουδάζει υποκριτική στη δραματική σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη, από την οποία αποφοίτησε το 1965, έχοντας δασκάλους τον Μιχαηλίδη, τον Αντρέα Φιλιππίδη και τη Μαίρη Αρώνη. Έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και αναζήτησε την τύχη του στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα. Και τη βρήκε αμέσως!

Υποκριτική καριέρα

Το θεατρικό του ντεμπούτο θα λάβει χώρα τη χρονιά της αποφοίτησής του: το 1965 θα πάρει μέρος στις παραστάσεις «Ο κόσμος της ΣούζυΒογκ» (Θέατρο Κοτοπούλη) και «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» με Παπαμιχαήλ και Βουγιουκλάκη, ένα δίδυμο με το οποίο συνεργάστηκε στενά για σειρά ετών τόσο στο σανίδι όσο και το πανί.

Το 1966 έπαιξε στην παράσταση «Του φτωχού το αρνί» του Τσβάιχ, πάλι με Παπαμιχαήλ και Βουγιουκλάκη και σκηνοθέτη τον Μιχαηλίδη, και το 1968 θα ξανασυνεργαστεί με τον θίασο Αλίκης Βουγιουκλάκη-Δημήτρη Παπαμιχαήλ στη «Γλυκιά μου Μπριζίτ» (Θέατρο Κοτοπούλη).

Έτσι δυνατά ξεκίνησε τη θεατρική του καριέρα και εξίσου δυνατά θα τη συνέχιζε, ανεβαίνοντας τελικά στο ίδιο σανίδι με όλα τα ιερά τέρατα της εγχώριας σκηνής. Στη δεκαετία του 1970 θα κάνει ένα μακρύ διάλειμμα από την ελληνική τέχνη, περνώντας αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ. Από την οποία επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας πιο ανανεωμένος από ποτέ. Συνέχισε κανονικά τη θεατρική του πορεία μέχρι και το 1990, όταν ανέβηκε για τελευταία φορά στο σανίδι με τον θίασο της Αλίκης Γεωργούλη.

Εξίσου νωρίς τον ανακάλυψε και ο κινηματογράφος. Η πρώτη του ταινία, «Το πρόσωπο της ημέρας», θα έρθει το 1965, με τον Ζαρταλούδη να περιλαμβάνεται κατόπιν μαγικά στο καστ κλασικών ταινιών της εποχής. Μέχρι και το 1972 που αναζήτησε προσωρινά την τύχη του στις ΗΠΑ είχε προλάβει να εμφανιστεί σε καμιά τριανταπενταριά ταινίες.

Αναφέρουμε ενδεικτικά τα φιλμ «Διπλοπενιές» (1966), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1968), «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967), «Πατέρα κάτσε φρόνιμα» (1967), «Καπετάν φάντης μπαστούνι» (1968), «Ο γίγας της Κυψέλης» (1969), «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969), «Η ταξιτζού» (1970), «Κρίμα το μπόι σου» (1970), «Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ» (1970), «Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα» (1970), «Η εφοπλιστίνα» (1971), «Αγάπησα μια πολυθρόνα» (1971), «Ο αγαθιάρης και η ατσίδα» (1971), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972), «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972), «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα» (1972), «Ο τσαρλατάνος» (1973) και πολλές ακόμα.

Το 1979 επιστρέφει στο ελληνικό σινεμά, κι αυτό για να παίξει σε καμιά σαρανταριά ακόμα ταινίες μέχρι το 1990! Είχε στο ενεργητικό του γνωστές έργα της εποχής, όπως τα φιλμ «Οι φανταρίνες» (1979), «Ο παλαβός κόσμος του Θανάση» (1979), «Βέγγος, ο τρελός καμικάζι» (1980), «Γκαρσονιέρα για δέκα» (1981), «Τα σαΐνια» (1982), «Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι» (1982).

Από το 1983 και μετά, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος είπε να αλαφρύνει το ρεπερτόριό του, ο Ζαρταλούδης πέρασε χωρίς πρόβλημα στα νέα ήθη της κινηματογραφίας μας. Τώρα έπαιζε με άνεση σε ταινίες που έμοιαζαν με βιντεοκασέτες, μόνο που γυρίζονταν σε φιλμ και παίζονταν στις σκοτεινές αίθουσες: «Γύφτικη κομπανία» (1983), «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα No 2» (1983), «Αν ήταν το βιολί πουλί» (1984), «Λαλάκης ο εισαγόμενος» (1984), «Ράκος Νο 14» (1985), «Γέλιο με δόσεις» (1985), «Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν» (1986) και δεν συμμαζεύεται.

Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε όμως από τα νέα ήθη της βιντεοκασέτας, ένα είδος που υπηρέτησε ο Ζαρταλούδης με την ίδια αφοσίωση και ενέργεια, ξεπηδώντας τώρα καλτ ηθοποιός για τη νέα γενιά τηλεθεατών!

Του αποδίδονται καμιά 150αρια τίτλοι, ένας τεράστιος πραγματικά αριθμός ταινιών που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί αν έχει παίξει! Αναφέρουμε εντελώς αποσπασματικά τις γνωστότερες: «Με το ζόρι τρελός» (1984), «Πρώτη νύχτα γάμου» (1985), «Ο ιππότης της λιγούρας» (1985), «Η γυναικάρα με τα πράσινα» (1985), «Πόντιος είμαι αλλά κάνω θεραπεία» (1985), «Ο γυφτοαριστοκράτης» (1986), «Ο άνθρωπος από το Τσέρνομπιλ» (1986), «Λάκης ο σουξές» (1987), «Άμεση δράση παπάδων» (1987), «Ο τρελός, ο ερωτιάρης και η βόμβα» (1987) και άπειρες ακόμα…

Ο Ζαρταλούδης συνεργάστηκε στενά αυτή την περίοδο με τον Μιχάλη Μόσιο, τον Στάθη Ψάλτη, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Κώστα Τσάκωνα και τα άλλα ηχηρά χαρτιά της βιντεοκασέτας. Η ξέφρενη κούρσα του στο βίντεο συνεχίστηκε με την ίδια δυναμικότητα ως τα τέλη της δεκαετίας, με τουλάχιστον 30 τίτλους τη χρονιά από το 1985-1989!

Εξίσου εκτεταμένη ήταν και η πορεία του στις ελληνικές τηλεοπτικές σειρές. Ξεκινώντας από την περιβόητη «Γαλήνη» του 1976 (ΕΡΤ), όπου παίζει τον αμίμητο υπενωμοτάρχη, και το «Εκείνες κι εγώ» της ίδιας χρονιάς (ΥΕΝΕΔ), πήρε μέρος -μεταξύ άλλων- στα «Όλα του γάμου δύσκολα» (1981 - ΕΡΤ), «Όταν ήμουν δάσκαλος» (1983 - ΕΤ1), «Ένα αστέρι γεννιέται» (1990 - MEGA), «Δεν είμαστε καλά» (1992 - ΑΝΤ1), «Εκείνες και εγώ» (1996 - ΑΝΤ1) και «Εν Ιορδάνη» (2002 - STAR). Τελευταία του σειρά, η «Νταντά» του 2003 (MEGA).

Θρυλικές έχουν μείνει ακόμα και οι διαφημίσεις που έκανε, καθώς στην πορεία έγινε κι αυτός ένα από τα καλτ φαινόμενα της περιόδου.

Ο Αλέκος Ζαρταλούδης έφυγε από τον κόσμο στις 7 Φεβρουαρίου 2007…

(πηγή: newbest.gr) 

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ