Ο ήρωας της παιδικής λογοτεχνίας µε την υπογραφή της Πηνελόπης ∆έλτα, ως γνωστόν, είναι πρόσωπο υπαρκτό και περιγράφεται ως βιομήχανος, εθνικός ευεργέτης, πολιτικός και ιδρυτής του Μουσείου Μπενάκη. Δεν είναι άλλος από το μεγαλύτερο αδελφό της συγγραφέα Αντώνη, τον «Τρελαντώνη» ή «Μουρλαντώνη», ήρωας στα μάτια των αδελφών του, αρχηγός στις σκανταλιές, ανθεκτικός στις γονικές τιμωρίες, τις αυστηρές των άκαμπτων Εμμανουήλ και Βιργινίας Μπενάκη (Χωρέμη), αλλά γενναίος και αξιοπρεπής, που δεν επέτρεπε στον εαυτό του ούτε ίχνος δάκρυ, ούτε ψέματα.
Είναι ο λογοτεχνικός ήρωας που γαλουχεί γενεές ελληνοπαίδων έως σήμερα, σε συνδυασμό πάντα με τα υπόλοιπα «διαμαντάκια» της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, έργα κι αυτά της μεγάλης σε έργο αδελφής του Πηνελόπης.
Η Δέλτα, όπως όλα τα τέκνα των Μπενάκηδων, όπως όλα τα τέκνα των Χωρέμηδων, όπως όλα τα τέκνα των ομογενών Ελλήνων, ιδίως των Αλεξανδρινών, ανατρέφεται με τις αρχές του πατριωτισμού και της πίστης, παρά τα αρχικά τους βρετανικά τους διαβατήρια. Ο Αντώνης-Τρελαντώνης, αλλά και τα αδελφάκια του η Πουλουδιά, η Αλεξάνδρα και ο μικρός Αλέξανδρος περνούν τις καλοκαιρινές διακοπές τους στην Καστέλα και την Κηφισιά, στο τέλος του 19ου αιώνα, νωρίτερα στη Χίο.
Είναι τότε που επί Οθωμανικής Κυριαρχίας ακόμη, το ζεύγος Μπενάκη επιθυμεί να αποκτήσει, δική του ιδιοκτησία στο νησί, ανεξάρτητη από το οικογενειακό, μητρογονικό Κτήμα Χωρέμη, το γνωστό από την Πηνελόπη Δ. ως «Μέσα κει». Για τις θερινές διακοπές της οικογένειας έχει μισθωθεί ήδη κατοικία με κτήμα στη θέση «Τηγάνι» επί της παραλιακής και μάλλον στο σημείο όπου αναγείρεται στα 60s το ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ. Οι Οθωμανοί όμως δεν βλέπουν με καλό μάτι την παρουσία του ισχυρού, από κύρος και οικονομική επιφάνεια, άνδρα εξ Αλεξανδρείας και με τους τόσο δυνατούς δεσμούς με τη Χίο. Προφασίζονται λόγους «υψίστης ασφαλείας», αφού το κτήμα «βλέπει» κατευθείαν απέναντι τη Μικρασιατική Ακτή και τον Τσεσμέ, οπότε η ιδιοκτησία να περιέλθει στο Οθωμανικό δημόσιο.
Με την αναχώρηση του Εμμανουήλ ο Α. Μπενάκης διευθύνει την οικογενειακή εταιρεία εκκοκκιστηρίων βάμβακος στην Αλεξάνδρεια, την πασίγνωστη και κραταιά «Xωρέµη - Mπενάκη και Σία». Στην Αλεξάνδρεια συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση της ενασχόλησης με τα κοινά της Κοινότητας, συγχρόνως με επιχειρηματική δράση, ιδρύει το Σώμα των Προσκόπων Αλεξανδρείας, πρωτοστατεί σε κάθε κοινοτική και πατριωτική εκδήλωση, στον ατυχή πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς Πολέμους κατατάσσεται εθελοντής μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Αλέξανδρο και τα ξαδέλφια του, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Ι. Χωρέμης.
Το Μουσείο και η ίδρυσή του
Το 1926 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στην Ελλάδα δεν δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, όμως ιδρύει το Μουσείο Μπενάκη, το οποίο εγκαθιστά στην πατρογονική οικία της οδού Κουμπάρη, με την συναίνεση και των υπολοίπων αδελφών του.
Οραματίζεται τη δημιουργία ενός μουσείου που θα φέρει το όνομα των Μπενάκηδων και θα στεγάζει ό,τι συνέλεγε μια ζωή και συνεχίζει να συλλέγει έως το τέλος του βίου του. Πρόκειται για μουσείο «αφιερωμένο στο έθνος». «Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν είναι ιδιωτικό μουσείο» υπογραμμίζει ο υπεύθυνος των αρχείων του Μουσείου Μπενάκη και ιστορικός, Τάσος Σακελλαρόπουλος.
«Είχε πάντοτε γεµάτες τις τσέπες του µε τόσους θησαυρούς. Τι δεν έβρισκες µέσα! Καρφιά, βόλους, βότσαλα, σπάγκους, κάποτε και κανένα κοµµάτι µαστίχα, και πάνω απ’ όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει από τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσο ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Ολόκληρο πλούτο είχαν αυτές οι τσέπες του Αντώνη», περιγράφει η Δέλτα τον μικρό Αντώνη, εκείνον που θα αναδειχθεί από τους πλέον εμβριθείς Έλληνες συλλέκτες.
Το µικρόβιο του συλλέκτη το κολλάει στην Αλεξάνδρεια. Τα πρώτα στοιχεία της συλλογής του είναι από τη Μεσοποταμία και τα αιγυπτιακά. Αγαπά τα όπλα και τα εθνικά κειμήλια. Τον ενδιαφέρουν η μουσουλμανική-αραβική τέχνη, τα έργα εικαστικών τεχνών και οι εικόνες. Το προσωπικό ενδιαφέρον του αδελφού του Αλέξανδρου, αποτελεί την αφορμή για να ασχοληθεί και µε την κεραμική. Σχηματίζει αξιόλογες συλλογές διαφόρων περιόδων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, αντικείμενα αρχαίας ελληνικής τέχνης, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, έργα λαϊκής τέχνης, της τέχνης των Κοπτών. Οι αραβικές του συλλογές αποτελούν το πρωτόλειο υλικό για το παράρτημα του Μουσείου που λειτουργεί στις μέρες μας ως «Ισλαμικό Μουσείο Μπενάκη» σε ιδιόκτητο κτήριο επί της οδού Ασωμάτων. Το παράρτημα θεωρείται ως το πληρέστερο και πλουσιότερο του είδους του στην Ευρώπη και τοποθετείται στη δεκάδα των καλύτερων ισλαμικών μουσείων του κόσμου, πραγματικό θαύμα να βρίσκεται σε μη μουσουλμανική χώρα. Στις συλλογές του Αντώνη Μπενάκη προστίθενται και αυτές των αδελφών του Αλεξάνδρας, Πηνελόπης, Αργίνης και Αλέξανδρου.
Όταν πλέον εγκαθίσταται στην Αθήνα αρχίζει να συλλέγει αυστηρά ελληνικά έργα όλων των εποχών και περιόδων. Εξ’ αρχής καθίσταται σημαίνων και ισχυρός παράγων της αθηναϊκής ζωής, κοινωνικής, πνευματικής, πολιτικής. Είναι αθλητικός, κοσμοπολίτης, bonviveur, διαθέτει κότερο, μια πλούσια γκαρνταρόμπα, την οποία με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, προφανώς διαισθανόμενος την επερχόμενη δυστυχία, διαμοιράζει στον κόσμο. Είναι ιδρυτής του Βασιλικού Ναυτικού Ομίλου και υπηρετεί επί σειρά ετών ως πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Πολέμιος του Διχασμού
Η οικογένεια Μπενάκη, όπως και η ευρύτερη σ’ αυτήν, μεταξύ των οποίων και οι κλάδοι Χωρέμη ή Σαλβάγου, είναι βαθιά Βενιζελική, με τον γενάρχη της Εμμανουήλ να βρίσκεται στο πλευρό του Εθνάρχη και να αυτοεξορίζεται μαζί του. Οι προπηλακισμοί, οι διώξεις εναντίον της οικογένειας κατά την επικράτηση των βασιλικών έχουν ιστορικά καταγραφεί, με τον Εμ. Μπενάκη να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται επί σαρανταήμερο στις φυλακές Αβέρωφ.
Τα βενιζελικά αισθήματα όλων των μελών καταγράφονται στα λεπτομερή απομνημονεύματα της Δέλτα. Παρά ταύτα ο Αντώνης επί βασιλείας Γεωργίου του Β΄ υπηρετεί ως επίτιμος Τελετάρχης των Ανακτόρων, παραμένοντας πάντα πιστός φιλελεύθερος - Βενιζελικός, για τον απλούστατο λόγο ότι θεωρεί αναγκαίο τον τερματισμό του Εθνικού Διχασμού και ως απειλή πλέον για τη χώρα (και το έθνος) τον εμφανισθέντα στα χρόνια του «κομμουνισμό»!
Είναι το γεγονός που αναγκάζει τη Δέλτα, πολέμια της Δυναστείας, να στηλιτεύσει τον λατρεμένο κατά τα άλλα αδελφό της για την επιλογή σύγκλισης με το Παλάτι, αφού άλλωστε από το σπίτι της αναχωρεί ο Βενιζέλος το 1933, όταν δέχεται την τρίτη δολοφονική απόπειρα εναντίον του. «Μα εγώ είμαι Μπενάκαινα» εξηγεί η συγγραφέας τους λόγους που δεν μπορεί να ξεχάσει το χάσμα που χωρίζει εκείνη και την οικογένειά της από το Βασιλιά.
Όμως ο Α. Μπενάκης «… ήθελε να αμβλύνει εντάσεις και συγκρούσεις και να αποδώσει την εθνική ταυτότητα χωρίς εσωτερική σύγκρουση. Εκ του αποτελέσματος γνωρίζουμε ότι ήθελε να στήσει ένα μουσείο που θα συνδέσει το κοινό µε το άμεσο παρελθόν, όχι το απώτατο, ούτε το βυζαντινό, ούτε το αρχαιοελληνικό. Συγκροτεί ένα μουσείο ενός πολιτισμού που ήταν στα όρια της ζωής ακόμη και τότε, το 1930. Άρα προσπαθεί να δει τη ζωή των ανθρώπων και κυρίως την ιστορικότητα των εμπειριών των ανθρώπων. Τον ενδιαφέρει πολύ ο αγώνας της Ανεξαρτησίας, µε αντικείμενα και τεκμήρια επωνύμων και ανωνύμων. Προσπαθεί να συγκροτήσει την καθημερινότητα μέσα από μια σειρά φορεσιών και εργαλείων. Τον ενδιαφέρει να έχει, και µέσω εκδόσεων και εγγράφων, τεκμήρια που θα μπορούσαν να δοθούν στη μελέτη» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τ. Σακελλαρόπουλος.
Ευεργέτης μέγας, εργάτης του πολιτισμού
Ο Α. Μπενάκης ιδρύει πέραν του Ναυτικού Ομίλου, το Φυτοπαθολογικό Εργαστήριο του υπουργείου Γεωργίας, µε τον πατέρα του και το Στ. Δέλτα, εκ θεμελίων τον Ερυθρό Σταυρό, Άσυλο για παιδιά εργαζομένων μητέρων, είναι γραμματέας του προσκοπικού Κινήματος. Ασφαλώς το Μουσείο Μπενάκη παραμένει το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο έργο του. «Είμαστε στο 1930, η Μεγάλη Ιδέα έχει κλείσει, επιτρέπεται στις γυναίκες να σπουδάζουν. Είναι μια περίοδος που υπάρχει η ανάγκη για ένα νέο στοιχείο του πολιτισμού που θα μπορούσε να συγκροτήσει μια ταυτότητα. Αυτήν τη λογική της ταυτότητας υπηρετεί ο Μπενάκης. Έχει μια δική του λογική για τη γενιά του '30, την οποία ενσαρκώνει ο ίδιος» συνοψίζει ο Σακελλαρόπουλος, περιγράφοντάς τον ως «πολύ αυστηρό, απαιτητικό, αλλά και πάρα πολύ εργατικό. Από το πρωί έως το βράδυ τον έβρισκες στο μουσείο να εργάζεται!».
Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι έχει δίπλα του ένα ευρύ επιτελείο επιστημόνων για να συμβουλεύεται. Δεν αποφασίζει τίποτα χωρίς τη δική τους συναίνεση. Αλληλογραφεί συνεχώς με μουσεία, όπως το πρωτοποριακό Victoria and Albert του Λονδίνου, ζητώντας στοιχεία και πληροφορίες για το πώς στήνεται ένα μουσείο ή για πλειστηριασμούς. Εν κατακλείδι είναι τόσο αφοσιωμένος σ’ αυτό μέχρι το τέλος που ζητά η καρδιά του να εντοιχιστεί, εντός του κτηρίου του Μουσείου Μπενάκη.
Πηγές:
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.