Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σφαγής στη Χίο, το 1822, πολλές Χιώτισσες βρέθηκαν σκλάβες στα σπίτια των Τούρκων πασάδων σε ολόκληρη την επικράτεια. Μία από αυτές, σύμφωνα με την ποίηση και την παράδοση, ήταν και η ωραία Ελένη, η οποία φυλακίστηκε στο χαρέμι ενός μπέη στην Κύπρο. Όπως περιγράφει ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημα του «Ελένη η Χιώτισσα», ήταν ημέρα Τρίτη, όταν η Ελένη και η οικογένειά της βρέθηκαν κλειδωμένοι στο σπίτι προσπαθώντας να αποφύγουν τον «φόβο του μαχαιριού». Δεν τα κατάφεραν όμως. Μία ομάδα αγριεμένων Τούρκων έριξε την πόρτα, μπήκε στο σπίτι και πυροβόλησε τον αδελφό της Ελένης ο οποίος έκανε τα πάντα για να σώσει την οικογένειά του. Σχεδόν γυμνή και έτοιμη να πεθάνει από ντροπή η Ελένη προσπάθησε να κρυφτεί μέσα στα δέντρα, με μάτια σαν «αστραπή». Την βρήκαν όμως οι Τούρκοι, την άρπαξαν κι αποφάσισαν να την πουλήσουν σε κάποιο Τούρκο μπέη για το χαρέμι του.
Στον μπέη στην Κύπρο
Στο νέο της «σπίτι» τα πάντα ήταν ξένα. Μην αντέχοντας τη σκλαβιά η θαρραλέα Χιώτισσα προσπάθησε να σκοτώσει τον μπέη με μία τσάπα, όμως δεν πρόλαβε αφού την χτύπησε πρώτος εκείνος και την έριξε στη νέα της «σπηλιά». Όταν ξύπνησε η Ελένη τα πάντα ήταν τούρκικα. Της είχαν βγάλει τον σταυρό που είχε στο λαιμό και την είχαν ήδη ντύσει με οθωμανική φορεσιά. Πλέον είχε γίνει χανούμισσα στο χαρέμι του πλούσιου Τούρκου:
Τζιαι πκιοι κορούλλα μου σε τουρτζιέψαν
Τζιαι ποιοί σου ‘κάμαν τούντο κακόν;
Γονιούς δεν είσιες, δεν σε γυρέψαν;
Μάγκου δεν είσιες μακροδικόν;
Τη σκλαβιά δεν ήθελε να την αποδεχτεί. Μια μέρα κατάφερε να δραπετεύσει από την τουρκική αυλή και βρέθηκε στην εκκλησία της Αγίας Νάπας, στη Λεμεσό. Μια Τουρκάλα όμως κατάλαβε την ομορφιά της και την ηλικία της. Η Ελένη ξέσπασε σε κλάματα, άρχισε να εξιστορεί τα δεινά της ζωής της και συγκίνησε τη γυναίκα. Ο Τούρκος μπέης βάλθηκε να την εντοπίσει, αλλά η Ελένη γρήγορα θα σάλπαρε προς την ελευθερία, καθώς φάνηκε στον ορίζοντα, σύμφωνα με το ποίημα, το καράβι με τον αδελφό της.
Η έμπνευση του Β. Μιχαηλίδη
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης αναφέρει σε εισαγωγικό σημείωμα του ποιήματος του στην έκδοση των Ποιημάτων του 1911 (Κυριάκος Ιωάννου:2018): Όταν ερωτούσα τους παλαιούς γέροντας διά τα εν Κύπρω συμβάντα του Εικοσιένα, ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Κύζας μου είπε: «Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα· γνωρίζω μόνον ότι εδώ εις την Λεμεσόν έφεραν οι Τούρκοι Χιώτισσες κι επουλούσαν, ένας δε μπέης εξακουστός πλούσιος έφερε μίαν Χιώτισσαν και εκάθετουν εις το σπίτι της Μαρουδίτσας, εις το οποίον κάθεται σήμερον ο κ. Τρύφων Ηλιάδης, και κατόπιν ήλθεν ο αδελφός της με το καράβι και την έκλεψε κρυφά και έφυγεν». Επί των λόγων τούτων λοιπόν βασιζόμενος έκαμα το ποίημα αυτό. Αναφέρει ο Γλαύκος Αλιθέρσης για το ποίημα: «Η Χιώτισσα αποτελεί ένα είδος μπαλάντας επικολυρικό και τούτο το ποίημα, μουσικότατο και μορφικά τελειότερό του. […]Οι περιγραφές της σπιτικής απλής ζωής και χαράς είναι από τα πιο σπάνια ευρήματα, που σ’ αυτά δειχνόταν η δύναμή του. Έξαφνα σα διηγέται η κόρη, τη μέρα της καταστροφής: Τι μοναδική αφέλεια! Η όμορφη κόρη με το λυγερό της κορμί, το αδρά μεστωμένο στην τέλειά του άνθηση, το ερύθημα της παρθενικής αιδώς κι ο ιδρώτας, που ξάναβε πιο πολύ τη χτηνοωδική επιθυμία του διώχτη της. Το νερό που τρέχει στ’ αυλάκια με τις λεύκες· και τα πολυτρίχια, που κάθε λίγο στάλωναν το νερό, στο πείσμα της δουλεύτρας. Η εικόνα της καλής νοικοκυράς της γρήγορης κι άξιας, που, απασχολημένη στου σπιτιού τις δουλειές, βιάζεται κιόλας να ζυμώσει, αυτά όλα καθώς διαβάζουμε τους μουσικούς στίχους του, περνούνε σαν όραμα μουσικό μπρος στα μάτια μας».
Πηγή : https://cyprusgreece2021.com/
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.