10.2.2023 17:55

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΚΗΣ: Ο ευεργέτης δυο εθνών… Ελλάδας και Ρωσίας (1ο Μέρος)

Της Τόνιας Α. Μανιατέα (ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Καλοκαίρι του 1821, Οδησσός. Εδώ στις όχθες τις Μαύρης Θάλασσας, ακόμα και οι καλοκαιρινές νύχτες είναι ψυχρές. Αλλά το άλλοτε ψαροχώρι του 18ου αι., διάγει ένδοξες «θερμές» στιγμές. Με το γύρισμα του αιώνα, έχει γίνει βασικός διαμετακομιστικός κόμβος της ρωσικής αυτοκρατορίας προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η Οδησσός είναι πλέον μία ζωηρή πόλη, με δραστήριο πληθυσμό, μείγμα εθνών, που ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Για τους Έλληνες, βέβαια, η πόλη είναι κάτι περισσότερο. Είναι ο θεματοφύλακας της Φιλικής Εταιρείας. Εδώ υπογράφηκε πριν από επτά χρόνια η ιδρυτική της πράξη και από εδώ απλώθηκε το μακρύ φιτίλι της επανάστασης ενάντια στον τουρκικό ζυγό.

Όμως, σήμερα, 17 Ιουνίου του 1821, ο αέρας της Οδησσού πνέει θρήνο. Οι ορθόδοξοι αποχαιρετούν μ΄ έναν πόνο βαθύ, βουβό, τον Γρηγόριο τον Ε΄, τον Πατριάρχη τους, που πριν δύο μήνες βρήκε από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη έναν μαρτυρικό, εξευτελιστικό θάνατο. Ακόμα και η σορός του πέρασε ταπείνωση, ώσπου να καταλήξει σε τούτη εδώ τη ξένη πόλη και να ταφεί.

Ανήμερα του Πάσχα (10 Απριλίου) του ’21, του πήγαν του δεσπότη το φιρμάνι της παύσης και της εξορίας του. Τον κλείσανε πρώτα στις φυλακές του Μποσταντζή- μπασή κι ύστερα τον σύρανε ίσαμε το Πατριαρχείο, στο Φανάρι, και τον κρεμάσανε στη μεσαία πύλη. Τον αφήσανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, εκεί, στο έλεος εκατοντάδων ανθρώπων, που σαν τα πεινασμένα σκυλιά τον τραβούσανε και τον δαγκώνανε, τον φτύνανε και τον βρίζανε… Κι όταν πια ξέσπασαν το μένος τους πάνω στο αδειανό σώμα, το πήραν και το πούλησαν για 800 γρόσια σε κάτι Εβραίους που το γύρισαν στους δρόμους του Γαλατά για να το διαπομπεύσουν όσοι δεν πρόλαβαν στο Φανάρι… Έπειτα το πέταξαν μακριά, στα βάθη του Κεράτιου, αλλά δεν ήθελε ο Κεράτιος να το χωνέψει. Μέρες πολλές μετά, ο κυματισμός το έφερε πίσω στο λιμάνι και μπλέχτηκε στα καράβια που φεύγανε για Οδησσό. Το ΄δαν τότε κάτι Ρωμιοί ναύτες, αναγνώρισαν τον ιεράρχη τους, τον ανεβάσανε στην κουβέρτα του πλοίου και τον φέρανε δω, στα ήρεμα νερά του ξένου τόπου.

Τρία μερόνυχτα έρχονταν Έλληνες και ξένοι στον Ναό της Αγίας Τριάδας, που έχτισαν το 1804 οι Έλληνες έμποροι της Οδησσού, για να προσκυνήσουν το σκήνωμα. Και σήμερα το πρωί, μία μακριά πομπή συνόδεψε τη σορό ίσαμε το κοιμητήρι. Ανάμεσα στους πολλούς κι ένας άνδρας γέρος, καταπονημένος. Είναι αυτός ο άνδρας που θα μπει το ίδιο βράδυ στον ναό για να θρηνήσει μόνος του τον Γρηγόριο, να θρηνήσει για το ανόσιο, το αποτρόπαιο τέλος του. Θα μείνει όλη τη νύχτα. Θα θυμηθεί τον ποιμένα που ευλόγησε τη μάνα του, όταν εκείνη θέλησε να ντυθεί το καλογερικό ράσο, τον ιεράρχη που ενθάρρυνε τις επιθυμίες του να ιδρύσει πατερικές σχολές εκπαίδευσης και αφύπνισης της εθνικής συνείδησης. Ώρες θα μοιρολογεί και θα θυμάται, θα θυμάται και θα μοιρολογεί ο άντρας αυτός κι όταν θα ξημερώσει, θα βγει αποκαμωμένος από την εκκλησιά, έχοντας δώσει μίαν υπόσχεση στη ψυχή του ιεράρχη. Να μείνει στο πλάι των Ελλήνων ίσαμε το τέλος!

Ο Έλληνας Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι είναι πια 76 χρόνων με πνευμόνια ασθενικά από τη θαλασσινή υγρασία και τα έλη του Αστραχάν, όπου έζησε μια ζωή. Η ύπαρξη του είναι συνδεδεμένη με το υγρό στοιχείο. Νησιώτης, Ψαριανός. Μούτσος από τα 8 στη σακολέβα του πατέρα του, του καπετάν Αντρέα, και μέτοχος στα 15 του στο ίδιο σκαρί. Στα 17 είχε πια γίνει καραβοκύρης. Τότε ήταν ο Ιωάννης Βαρβάκης. Λεοντίδης, δηλαδή, αλλά το παρατσούκλι που του κόλλησαν από τα βαρβάκια (αρπακτικά πτηνά), επειδή είχε διαπεραστικό βλέμμα, του έμεινε επίθετο για πάντα.

Και τώρα, στα μέσα της όγδοης δεκαετίας της συναρπαστικής ζωής του, κανείς δεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει να πάει στην Οδησσό, να αποχαιρετήσει εκείνον που ήταν και φίλος του και σύμβουλός του και πνευματικός του κι έγινε εντέλει σύμβολο του Αγώνα. Αλλά κι αυτός ο Βαρβάκης, που όλη του τη ζωή την πέρασε δουλεύοντας, προσφέροντας, βοηθώντας, που άφησε βιος στην πατρίδα του, που έδωσε το όνομά του σε δρόμους, πλατείες, γέφυρες, μέγαρα, ναούς σε Ρωσία και Ελλάδα, δεν θα αξιωθεί έναν ατάραχο αιώνιο ύπνο. Τα οστά του θα περιφέρονται για δεκαετίες από τόπο σε τόπο μέχρι ν΄ αναπαυθούν, έναν αιώνα μετά, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών…

ΕΝΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ
Αυτό το θαυμαστό κεφάλαιο ζωής ανοίγει το 1745, όταν γεννιέται στα Ψαρά ο πρωτότοκος γιος του καπετάν Ανδρέα Λεοντίδη, Ιωάννης. Το αγόρι μεγαλώνει στη σκιά τού διαρκώς απόντα πατέρα του, που -όπως οι περισσότεροι θαλασσομάχοι της εποχής- κουρσεύει τουρκικά πλοία και διηγείται τις περιπέτειές του στον γιο του, όποτε επιστρέφει στο νησί. Ο Ιωάννης δεν αγαπάει τα γράμματα. Μαθαίνει κάτι κολλυβογράμματα από τον παπαδάσκαλο και ονειρεύεται να βγει κι αυτός στις θάλασσες. «Ο κοινωφελής αυτός ανήρ ήτο τελείως αγράμματος, ως δεικνύουσιν οι δύο υπογραφαί αυτού· η πρώτη καθ΄ονχρόνον μόλις εδιδάχθη το αλφάβητον, η δευτέρα ότε έμαθεν ολίγον ν΄ αναγιγνώσκη και να γράφη» θα καταθέσει αργότερα ο Φαναριώτης λόγιος Μανουήλ Γεδεών.

Και μπορεί να μη… σηκώνει τα γράμματα, παίρνει όμως από ναυτικά παραγγέλματα. Έχοντας εκπαιδευτεί από τον πατέρα του, στα 15 του είναι ένας έφηβος θαλασσοπόρος, που μεγαλοδείχνει. Όχι μόνο με την επιβλητική κοψιά, αλλά κυρίως με την ώριμη σκέψη και το κοφτερό μυαλό του. Στα 17 του, λοιπόν, αποκτά και το πρώτο σκαρί. Μια γαλιότα. Ένα ελαφρύ, γρήγορο, ευέλικτο καταδρομικό, με πανιά και κουπιά, με δύο πυροβόλα στη χαμηλή πλώρη και μία υψωμένη πρύμνη. Ταξιδεύει, μαθαίνει τη θάλασσα, κάνει εμπόριο κι όταν κρίνει σκόπιμο, κάνει και ρεσάλτα… Αλλά δεν είναι πειρατής αυτός. Είναι κουρσάρος σαν τον πατέρα του. Δεν πειράζει τα πληρώματα των ξένων πλοίων, δεν σέρνει τους ναύτες στα σκλαβοπάζαρα. Αρπάζει την πραμάτεια τους, αποδίδει στις τοπικές κοινωνίες και τον νόμιμο κούρσο (μικρό τμήμα από τη λεία) και φεύγει. Πριν καν κλείσει τα 22 του κι ενώ βρίσκεται στο νησί, παντρεύεται με προξενιό τη Μαρού και αποκτούν μία κόρη, που παίρνει το όνομα της μητέρας της. Μαρία.

Στο μεταξύ, η Ρωσία διάγει εποχή εδαφικών και κυριαρχικών ανακατατάξεων υπό την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ (Μεγάλη), η οποία απλώνει την επικράτεια των κτίσεών της σε κομμάτια της Πολωνίας, σε Λευκορωσία, σε Λιθουανία και αναγεννά το όραμα του τσάρου Πέτρου Α΄ για επέκταση στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που εμποδίζει στους Ρώσους την πρόσβαση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η τσαρίνα γνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος για να ενισχύσει τη δύναμη της είναι να πάρει με το μέρος της τους ομόθρησκους πληθυσμούς και δη τους δοκιμασμένους θαλασσομάχους Έλληνες, με τους οποίους η Ρωσία από καιρό έχει αναπτύξει στενούς εμπορικούς και φιλικούς δεσμούς.

Το «ξανθό γένος», που θα απελευθερώσει τον ελληνικό πληθυσμό από τον τουρκικό ζυγό δημιουργεί προσδοκίες στον Βαρβάκη, που ως γέννημα ενός φτωχικού νησιού, όπου η έτσι κι αλλιώς δύσκολη ζωή με τις επιδρομές των Οθωμανών μετατρέπεται σε Γολγοθά, αγωνιά για τη στιγμή της απελευθέρωσης. Οι Τούρκοι, από την άλλη, τον έχουν επικηρυγμένο ως τον πιο επικίνδυνο κουρσάρο. Ένα θεόσταλτο σημάδι περιμένει τώρα ο Ιωάννης και το βρίσκει μία ανταριασμένη νύχτα Νοέμβρη του 1769. Η κακοκαιρία σηκώνει θεόρατα κύματα, η θάλασσα βγάζει φίδια. Εκείνος στο δωμάτιο του κατάκοιτου πατέρα του, κατά πώς διηγείται ο ίδιος ο Βαρβάκης στα κατάστιχά του, ανταλλάσσει λιγοστές κουβέντες μαζί του…

Γιος: Τι να κάνω, πατέρα; Δυσκόλεψαν πολύ τα πράγματα στη θάλασσα. Αν με πιάσουν οι Τούρκοι, θα υποφέρει όλη η οικογένειά μου. Μήπως να πάω στην Κωνσταντινούπολη να παραδοθώ;

Πατέρας: Στάσου, γιε μου. Ας ορίσει ο Θεός… Φέρε μου το Ευαγγέλιο…

Του έδωσα το βιβλίο κι εκείνος με τρεμάμενα χέρια, άρχισε ν΄ ανοίγει τις χάλκινες πόρπες. Κατάλαβα τι ήθελε. Σε δύσκολες στιγμές οι νησιώτες χριστιανοί κατέφευγαν στο Ευαγγέλιο για να μαντέψουν τα μελλούμενα.

Άνοιξε τις σελίδες στην τύχη κι εγώ, χωρίς να κοιτάζω, έβαλα το δάχτυλό μου, έδειξα μια σειρά κι άρχισα να διαβάζω αργά… «Έφη αυτώ ο Ιησούς· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα».

Στο έργο του «Αναμνήσεις από την Ελλάδα», ο Φερμέν (Firmin), της μεγάλης εκδοτικής οικογένειας των Ντιντό (Didot) αυτή την εποχή στη Γαλλία, αναφέρει ότι όταν βρέθηκε στη Σμύρνη, πληροφορήθηκε ότι «…ο Βαρβάκης, πωλήσας την πατρώαν περιουσίαν του, εξώπλισεν εν πολεμικόν πλοίον και επροξένησε πολλάς ζημίας εις τους μουσουλμάνους».

Πράγματι, ο Ιωάννης αποφασίζει να προχωρήσει στις… επιταγές του Ευαγγελίου. Πουλάει ό,τι του ανήκει, αφήνει την παρθενική γαλιότα του και παραγγέλνει το νέο σκαρί, μία σβέλτη σεμπέκα, με την οποία μπαίνει στον ρωσικό στόλο υπό τον ναύαρχο Ορλώφ. Στις ναυμαχίες των Ρώσων με τους Τούρκους στέκεται άξιος συμπαραστάτης κι όταν τα οθωμανικά καράβια κρύβονται σε πυκνή παράταξη στον κλειστό όρμο του Τσεσμέ, ο Βαρβάκης δέχεται να θυσιάσει το καράβι του. Νύχτα αφέγγαρη το οδηγεί μέσα στον όρμο, το γαντζώνει σε ένα από τα εχθρικά σκαριά και του βάζει μπουρλότο. Η έκρηξη παρασύρει το ένα καράβι μετά το άλλο. Σε λίγη ώρα τα τουρκικά πλοία γίνονται παρανάλωμα κι εκείνος έχει προλάβει να πηδήξει από το σκάφος του. Καταφέρνει να γλυτώσει με σοβαρά τραύματα, που όμως για έναν νεανικό, γερό οργανισμό θα αποδειχθούν γρατζουνιές…

Ο ηρωισμός του Έλληνα καπετάνιου θα «ταξιδέψει» ίσαμε την Αγία Πετρούπολη και την τσαρίνα Αικατερίνη, που εντάσσει τον Βαρβάκη στις στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορικής Ρωσίας με τον βαθμό του υπολοχαγού. Το σχετικό έγγραφο δημοσιεύεται στο «Χρονικό της Τάξης των Ευγενών» του Αστραχάν, με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1772.

Η ΖΩΗ ΓΡΑΦΕΙ ΤΑ ΠΙΟ ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Οι Τούρκοι μανιάζουν. Ξεσπούν τον θυμό τους στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικρασίας, ξεκινώντας από τη Σμύρνη. Σε μία μόνο μέρα σφάζουν 1.500 Έλληνες! Τα αντίποινα για την πανωλεθρία του στόλου τους είναι βαριά. Ο Βαρβάκης φοβάται πως θα έρθει και η ώρα του νησιού του. Σπεύδει στα Ψαρά με ένα μπρίκι, που του προσφέρουν οι Ρώσοι σε αντάλλαγμα της προσφοράς του στον Τσεσμέ. Θέλει να οργανώσει την άμυνα του τόπου με την παρουσία και του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο, που γεννά ασφάλεια στους Ψαριανούς.

Ώσπου η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή κηρύσσει ειρήνη ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία και ο ρωσικός στόλος αποχωρεί. Οι Ψαριανοί δεν ησυχάζουν. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν. Επιπλέον, στην επικήρυξή τους, ο Βαρβάκης… αναβαθμίζεται. Τώρα πια δεν είναι ένας απλός κουρσάρος, αλλά εχθρός ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εκείνος τολμά και βάζει ρότα προς την Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα έχει «γδύσει» το πλοίο του από την πολεμική του αρματωσιά, για να μην προκαλέσει υποψίες περνώντας από τα Στενά. Το σχέδιό του είναι να φτάσει στη Ρωσία. Μόνο εκεί μπορεί να είναι ασφαλής. Θα παρουσιαστεί στον Ρώσο πρόξενο της πόλης και θα ζητήσει υπηκοότητα. Κι από κει, με το καράβι του και το πλήρωμά του θα τραβήξει για τον βορρά. Αλλά οι Τούρκοι είναι ενήμεροι και τον περιμένουν. Όταν φτάνει, κατάσχουν το πλοίο και τον ρίχνουν στη φυλακή. Κατά τη ρωσική εκδοχή, που μεταφέρει ο καθηγητής Ιστορίας Αλεξάντερ Μαρκόφ, οι Τούρκοι έκλεισαν τον Βαρβάκη στη φυλακή των ισοβιτών, στο Επταπύργιο. Λέει, μάλιστα, ότι το μισό αυτί που είχε ο Ψαριανός, οφειλόταν ακριβώς σε κείνες τις οδυνηρές του μέρες στο τουρκικό μπουντρούμι. Ωστόσο, κάποιος θα τον απελευθερώσει καταβάλλοντας προφανώς χοντρό μπαξίσι στους Τούρκους.

(ΣΣ: Οι εκδοχές είναι πολλές και αρκετές δεν κάνουν αναφορά σε φυλάκιση του Βαρβάκη. Ποτέ κανείς δεν έμαθε αν πράγματι εκείνη την εποχή ο Ψαριανός φυλακίσθηκε και αν ναι, ποιος πλήρωσε για την απελευθέρωσή του).

Κάποτε βρίσκεται κρυμμένος στο σπίτι του πληρεξούσιου πρεσβευτή της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρίγκιπα Νικολάι ΒασίλεβιτςΡέπνιν, να περιμένει το πρώτο πλοίο για κάποιο ρωσικό λιμάνι. Ο θαλάσσιος δρόμος τον βγάζει στην Οδησσό, ένα χωριό στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας. Είναι ταλαιπωρημένος και άφραγκος. Μόνο έναν στόχο έχει. Να φτάσει στην Αγία Πετρούπολη, στην αυλή της Αικατερίνης. Και καθώς δεν έχει άλλο τρόπο, ξεκινάει από την Οδησσό με τα πόδια για να διανύσει στην καρδιά του ρωσικού χειμώνα, απόσταση μεγαλύτερη των 3.500 χιλιομέτρων! Μήνες περπατάει κι όταν πεινάει, τρώει ό,τι του δίνουν στον δρόμο κι όταν κουράζεται, ξαποσταίνει όπου βρίσκει.

Έτος 1776. Όταν επιτέλους φτάνει, έχει μπει πια το καλοκαίρι. Τα πληγωμένα πόδια του είναι τυλιγμένα με πανιά, τα ρούχα του κουρέλια, το σώμα του τεντωμένη χορδή. Είναι κατάκοπος, αλλά και πάλι νικητής. Διηγείται: «Πρώτη μου φροντίδα ήταν να βρω ρούχα και παπούτσια για να μη με περάσουν για ζητιάνο. Βρήκα κάτι Έλληνες. Μου δώσαν δανεικά ρούχα και παπούτσια και μια γωνιά να ξαποστάσω. Πήγα στα ανάκτορα, αλλά η τσαρίνα ήταν στα θερινά, στο Τσάρσκοϊε Σελό. Ο τόπος αυτός βρισκόταν 40 χιλιόμετρα μακριά από την Πετρούπολη. Τι να κάνω; Αναγκάστηκα πάλι να περπατήσω. Ξυπόλητος, για να μη χαλάσω τα δανεικά παπούτσια και τα πληρώσω για καινούργια»!

Διανύει την απόσταση τρεις φορές! Τρεις φορές δεν καταφέρνει να τη δει! Αυτή την τελευταία, την τρίτη, μπαίνει αγανακτισμένος σ΄ ένα καφενείο στο Τσάρσκοϊε. Βρίζει θεούς και δαίμονες! «…Από την απελπισία μου άρχισα -ήμαρτον, Θεέ μου- να καταριέμαι τη μέρα που γεννήθηκα. Μιλούσα με πίκρα για όλους και για την αυτοκρατόρισσα, που άφηνε να χαθεί ένας άνθρωπος, που πολέμησε για τη χριστιανοσύνη κάτω από τη σημαία της…».

Και τότε εμφανίζεται ένας επιβλητικός άντρας από μία γωνιά του καφενέ και του ζητά να επισκεφθεί τα ανάκτορα και την επόμενη μέρα. «Αυτή τη φορά, η Αικατερίνη θα σε δεχθεί» τον διαβεβαιώνει και φεύγει. Ο Βαρβάκης δεν ξέρει ποιος είναι αυτός ο άνδρας, αλλά η στάση του και τα λόγια του τον πείθουν. Άλλωστε, δεν έχει και τίποτε να χάσει. Περνάει τη νύχτα σ΄ ένα σοκάκι του Τσάρσκοϊε και το επόμενο πρωινό βρίσκεται πάλι έξω από το ανάκτορο. Αυτή τη φορά, όλες οι πόρτες του ανοίγουν διάπλατα κι όταν πια παρουσιάζεται στην τσαρίνα, με έκπληξη βλέπει δίπλα της τον χθεσινό άνδρα, ντυμένο με επίσημη στολή και παράσημα να λαμπυρίζουν στο στήθος του! Είναι ο πρίγκιπας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, στρατιωτικός διοικητής της Ρωσίας και αγαπημένος της Αικατερίνης! Την προηγούμενη, στο καφενείο, ο Ποτέμκιν αναρωτήθηκε ποιος ήταν αυτός που με τόση απελπισία καταριόταν την κακή του μοίρα και όταν πληροφορήθηκε το όνομά του, έσπευσε να τον καθησυχάσει.

Ο Βαρβάκης παρουσιάζεται μπροστά την αυτοκράτειρα με συστολή. Την προηγουμένη στο καφενείο, την είχε «λούσει» και ποιος ξέρει τι της είπε ο άντρας δίπλα της… Εκείνη όμως δεν δείχνει θυμωμένη. Αντίθετα. Του ζητά να της μιλήσει. Να της εξηγήσει τα πάντα. Κι εκείνος αρχίζει να της ιστορεί ό,τι αγώνες και θυσίες έχει κάνει για τους Ρώσους, πώς κατόρθωσε να βάλει μπουρλότο στα τουρκικά πλοία στον Τσεσμέ, πώς του επιτάξανε στην Πόλη το δικό του καράβι, πώς περπάτησε ίσαμε δω, πώς… πώς… πώς. Τα είπε, έκλαψε γοερά κι έφυγε.

Την επόμενη λαμβάνει 1.000 τσερβόντσι (σσ: ένα χρυσό τσερβόντς ισοδυναμεί με 10 ρούβλια, ποσό τεράστιο για την εποχή) και μία άδεια ισόβιας αλίευσης στην Κασπία Θάλασσα και τον ποταμό Βόλγα χωρίς την υποχρέωση καταβολής φόρου. Η επιλογή πού θα εγκατασταθεί για να ασκήσει το δικαίωμα, που του παραχωρεί η Αικατερίνη, είναι ελεύθερη. Εκείνος, όμως, δεν εγκαθίσταται ούτε στην Αγία Πετρούπολη, ούτε στη Μόσχα. Επιλέγει ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι. Το Αστραχάν. Αργότερα θα αποδειχθεί ότι καταλυτικό ρόλο σε αυτό έχει παίξει ο Ποτέμκιν, ο οποίος προϊόντος του χρόνου θα συνδεθεί με ειλικρινή φιλία με τον Βαρβάκη. Εκείνος του έχει υποδείξει τον συγκεκριμένο τόπο, όχι μόνον επειδή είναι ανεκμετάλλευτος ακόμα και ανοίγει στον Ψαριανό παρθένους εμπορικούς δρόμους, αλλά κι επειδή ο ίδιος ο Ποτέμκιν προωθεί την εφαρμογή ενός προγράμματος εποικισμού του ρωσικού νότου και ποντάρει στον Βαρβάκη για την οργάνωση αυτού του απομακρυσμένου χωριού.

Το αυτοκρατορικό παραχωρητήριο της εν λευκώ αλιευτικής εκμετάλλευσης στον Ιωάννη Βαρβάκη έχει φτάσει στα χέρια των τοπικών αρχών του Αστραχάν, πριν ο εκείνος πατήσει εκεί το πόδι του, στις αρχές του Φθινοπώρου του 1776. Ο τόπος, εκεί στο Δέλτα του Βόλγα, στην εκβολή του στην Κασπία, είναι υγρός και ελώδης. Με τα χρόνια θα του κληροδοτήσει άσθμα και μία χρόνια ελονοσία που θα τον ταλαιπωρεί ως τα στερνά του.

Για την ώρα, όμως, είναι ο Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι και όταν φτάνει, ύστερα από ένα πολυήμερο κουραστικό ταξίδι με ποταμόπλοια, όλοι δείχνουν να τον περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες. Εκείνος είναι σαστισμένος. Ξένος τόπος, ξένοι άνθρωποι, ακόμα κι ένα ξένο όνομα, που πρέπει να συνηθίσει, μπαίνουν στη ζωή του. Κι έπειτα, ναι, θαλασσινός είναι, αλλά όχι ψαράς. Τι να ψαρέψει στο Αστραχάν και πώς να το εμπορευτεί… Ωστόσο, στην πρώτη του επαφή με τις μεθόδους ψαρέματος στις όχθες της Κασπίας, ξαφνιάζεται. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πρωτόγονοι! Ψαρεύουν με τα χέρια! Για την ακρίβεια, βγαίνουν στη θάλασσα με ελαφριά βαρκάκια, βυθίζουν στο νερό κάτι αραιοπλεγμένα καλάθια κι όταν τα ανασύρουν και το νερό αποστραγγίζεται, μένουν τα ψάρια και τα μαζεύουν. Αυτά για τα μικρά ψάρια. Τα μεγάλα, τα σπρώχνουν προς την όχθη κι εκεί τα πιάνουν με τα χέρια ή με καμάκι! Τόσο απλά, τόσο λιτά και πάντως, καθόλου εμπορικώς αποδοτικά ως προς τη μεθοδολογία!

Ο Βαρβάκης δεν βιάζεται. Ρωτά, ερευνά, παίρνει τις πληροφορίες του. Είναι 1778 κι εκείνος 33. Στην πιο δημιουργική ηλικία. Το μυαλό του κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το σώμα του έτοιμο να παλέψει και πάλι… Ώσπου να καταλήξει στις μεθόδους ψαρικής, που θα υιοθετήσει και στον τόπο, όπου θα εγκαταστήσει την επιχείρησή του, διαπιστώνει ότι το ρακί για την ευρύτερη περιοχή είναι προϊόν πρώτης ζήτησης, όχι μόνο ως ποτό, αλλά και ως θεραπευτικό μέσο. Έτσι, στήνει την πρώτη επιχείρηση. Παράγει ρακί και σε έναν χρόνο εξάγει ποσότητες τέτοιες, που του επιτρέπουν να κάνει «μαγιά» ικανή για την επόμενη επένδυση. Την αλιεία. Στήνει την έδρα της δουλειάς στο νησάκι Ζίτνι για να είναι στην καρδιά της θάλασσας και το ψάρι που αλιεύεται να μπαίνει φρέσκο στην όποια επεξεργασία, εισάγει καινοτόμες μεθόδους αλίευσης, μεγάλα πλοία για τα βάθη της Κασπίας, όπου ζουν συγκεκριμένα είδη ψαριών, αλλά και τράτες για τα ρηχά και κυρίως γερά δίχτυα φτιαγμένα από μεταξωτό κορδόνι.

Πρώτα, όμως, προσλαμβάνει προσωπικό. Αυτό το τελευταίο εντυπωσιάζει τους πάντες! Βλέπεις, ο όρος «προσλαμβάνω» δεν έχει… εφευρεθεί ακόμη για τα εργατικά χέρια. Οι επιχειρηματίες στη Ρωσία έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν στις εμπορικές δραστηριότητές τους δούλους, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου, τους οποίους «ταΐζουν και ποτίζουν και σιγά μην τους πληρώνουν κι από πάνω…». Κάτι από χαρακτήρα και σίγουρα βαθιά τραυματισμένος από την αιώνια υποδούλωση του τόπου του, ο Ψαριανός δεν διανοείται να εκμεταλλευτεί ανθρώπους. Προσλαμβάνει διαρκώς και κάποτε φτάνει να απασχολεί 3.000 έμμισθους ανθρώπους, που πίνουν νερό στο όνομά του! Δουλεμπόριο και δουλοπαροικία στη Ρωσία θα καταργηθούν επίσημα ογδόντα χρόνια μετά, αλλά ο Βαρβάκης είναι πρωτοπόρος και σε αυτό.

«Ο εξαίσιος αυτός ανήρ, δια της εμφύτου μεγάλης ευτολμίας του, την οποίαν απέδειξεν και εις το στάδιον του πολέμου και εις την οδόν της ειρηνικής ζωής, δια της αλιείας εις την Κασπίαν Θάλασσαν και εις αυτήν την Περσίαν, έτι δε και εις τα παρ΄ αυτού ηγορασμένα ύδατα με μισθωτούς περίπου τρεις χιλιάδας ελευθεροσυμφωνητούς ανθρώπους, απέκτησεν μεγαλωτάτην περιουσίαν» θα δημοσιεύσει 40 χρόνια μετά (1818), σε έρευνα για τον Έλληνα επιχειρηματία, η εφημερίδα της Πετρούπολης «Γκαζέτα».

(Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος)

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ:

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21, Δ. Φωτιάδη (Εκδ. Ν.ΒΟΤΣΗ/ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, 1971)

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΚΗΣ / Ο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, Β. Ασημομύτη (Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 2001)

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΩΝ, Κ. Παπουλίδη (Εκδ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, 2015)

Great Greek Biographical Dictionary, 2000

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ / Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (Εκδ. ΔΟΜΗ, τομ. 9)

«Εφημερίς των Αθηνών», αρ. φύλλου 20 – 8/11/1824

ΒΑΡΒΑΚΕΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΤΣΕΧΩΦ, Α. Τρουαγιά (Εκδ. LIBRO, 2001)

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ