Η Φιστέλ ντε Κουλάνζ δεν είναι Γαλλική πόλη ούτε Ελβετικό χειμερινό θέρετρο. Πρόκειται για έναν δρόμο στο εμπορικό κέντρο της πόλης μας που πήρε το όνομά του από τον σημαντικό Γάλλο ιστορικό, αρχαιολόγο και περιηγητή του 19ου αιώνα Fustel de Coulanges (1830 – 1889)* , ο οποίος έζησε, γνώρισε και αγάπησε πολύ τη Χίο. Είναι ο δρόμος από την Τράπεζα Πειραιώς, στην πλατεία, μέχρι την αρχή της Ροΐδου. Μάλιστα, παλαιότερα, ο δρόμος σταματούσε στα σκαλοπάτια του «μπαλουχανά», διότι δεν είχε ακόμα γκρεμιστεί το τμήμα τής τότε ενιαίας ψαραγοράς και κρεαταγοράς, Με το γκρέμισμα ενώθηκε η Φιστέλ ντε Κουλάνζ με την οδό Ροΐδου.
Τούτο το κείμενο αναφέρεται σε κάποια αξέχαστα, άξια λόγου Χριστουγεννιάτικα στιγμιότυπα της δεκαετίας του ΄60. Ο δρόμος αυτός, εκείνης της εποχής, μου έχει αφήσει πολλές ανεξίτηλες αναμνήσεις, αφού σ΄ αυτόν ήταν το παντοπωλείο του πατέρα μου και σ΄ αυτόν τον δρόμο, με όλους τους τότε αγαπητούς «γείτονες», έζησα μεγάλο μέρος των παιδικών και των νεανικών μου χρόνων. Αποτελεί, επίσης, ένα σημείωμα μνήμης, από βάθους καρδιάς, σε άξιους εμπόρους και καταστηματάρχες, της τότε εποχής, του δρόμου αυτού.
Ο δρόμος ήταν σχεδόν «αναγκαστικά πεζόδρομος», - ίσως ο πρώτος πεζόδρομος της πόλης- που αργότερα καταργήθηκε. Εξάλλου, ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν. Ήταν στο κέντρο της εμπορικής ζωής της πόλης όπου έβρισκες όλα όσα χρειαζόταν το καθημερινό αλλά και το γιορτινό οικογενειακό τραπέζι. Τις δε ημέρες του Δεκεμβρίου για την προετοιμασία των εορταστικών ημερών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς όλη η περιοχή έπαιρνε μια υπέροχη, σχεδόν φαντασμαγορική, στα παιδικά μας μάτια, γιορτινή όψη. Η σημερινή μικρή καταπράσινη πλατεία, δίπλα στον δρόμο, ήταν τότε μια χωμάτινη αλάνα που χρησίμευε ως χώρος αναμονής των ταξί και είχε τρία ή τέσσερα περίπτερα στις γωνιές της με ένα απ’ όλα το πασίγνωστο περίπτερο του Τζαναβάρα, σημείο συνάντησης και ραντεβού των συμπολιτών!.
Στον δρόμο αυτόν το μόνο κατάστημα- παντοπωλείο που παραμένει δεκαετίες μέχρι σήμερα σταθερό και ως προς την θέση και ως προς την πώληση προϊόντων είναι αυτό της αγαπητής οικογένειας του αείμνηστου Αριστείδη Συρρή. Σήμερα, το «κουμαντάρει» με την ίδια δεξιοτεχνία ο εγγονός Αριστείδης με τη βοήθεια και την εμπειρία του πατέρα του Δημήτρη, που τα χρόνια εκείνα, νέο παλικάρι, ήταν ο βοηθός καταστηματάρχης. Επίσης, εκεί που είναι σήμερα η Τράπεζα Πειραιώς ήταν το καφενείο Μουτάφη με τραπεζάκια μέσα και έξω από το κατάστημα, στο πεζοδρόμιο, αλλά και στην πλατεία. Ήταν το μοσχομυριστό στέκι με τις σοκολατίνες και τα κασάτα παγωτά! Τα Χριστούγεννα, έφτιαχνε πρόχειρες φωτεινές βιτρίνες, από πάγκους στα γύρω-γύρω τζάμια, γεμάτες από βασιλόπιτες και κρουστικά. Ολόκληρο το μαγαζί στολιζόταν με πολύχρωμες γιρλάντες και μεγάλα σοκολατένια ζωάκια. Αποτελούσε το πιο στολισμένο και φωτεινό σημείο της πλατείας. Από πάνω, στον 1ο όροφο, ήταν τα γραφεία του βυρσοδεψείου Καραμαούνα με τον αγαπητό, σε όλη την επαγγελματική αυτή γειτονιά, Μιχάλη Μονιούδη. Μια δυναμική και για πολλά χρόνια παρουσία. Θυμάμαι ότι τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων άναβαν τα γραφεία Καραμαούνα μια μεγάλη γιρλάντα στο γωνιακό μπαλκόνι των γραφείων τους, από το οποίο μάλιστα είχαν εκφωνηθεί και κάποιοι προεκλογικοί λόγοι κατά τα ταραγμένα εκείνα μέσα της δεκαετίας του ΄60.
Δίπλα στου Συρρή ήταν το εστιατόριο του Παντελή Τουρνή. Αργότερα, τέλη της δεκαετίας του ΄70 εγκαταστάθηκε στην ίδια θέση το καφεκοπτείο Νικολάου Βασιλειάδη και μύριζε η γειτονιά από φρεκοκαβουρδισμένο καφέ. Θυμάμαι τον κυρ Παντελή να μας λέει ιστορίες, από τα προηγούμενα χρόνια, από την Αιγνούσα, όπου είχε αναλάβει το εστιατόριο της ΑΕΝ Πλοιάρχων Προκαλούσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μικρούς και μεγάλους οι ιστορίες αυτές για καπετάνιους και καραβοκύρηδες αλλά και γεγονότα των εορτών στην Αιγνούσα και πάντα μάζευε κόσμο αυτή η παρέα της κουβέντας. Είχε φέρει και κάτι στολίδια- δώρα ναυτικών από την Άπω Ανατολή- και στόλιζε μ΄ αυτά το μαγειρείο τις γιορτές Ο πατσάς στο ειδικό καζάνι ήταν έτοιμος για κάθε ώρα της ημέρας, ιδίως για τους ταξιδιώτες από τα χωριά που γι΄αυτούς η «κάθοδος» στη Χώρα για τις προετοιμασίες των εορτών, ήταν ταξίδι στο εξωτερικό. Τις παραμονές των Χριστουγέννων, θυμάμαι, μοίραζε σε όλον τον κόσμο λαδωμένο ψωμί ψημένο στα κάρβουνα που πάντα ήταν αναμμένα! Από τα δύο μόνιμα και πολύ σβέλτα γκαρσόνια που είχε θυμάμαι μόνο του ενός: Λεμάνης λεγόταν, το μικρό του μου διαφεύγει. Ο κυρ Παντελής πάντα πρόσχαρος όπως και η ευγενικότατη σύζυγός του Μαρία. Βασικά χαρακτηριστικά για έναν επαγγελματία που θεωρούνταν ο κορυφαίος στο είδος του. Δίπλα του ένα στενό μαγαζάκι, που ίσα–ίσα χωρούσες, πουλούσε κάρβουνα ο κυρ Κώστας Καλόγερος , που τις μέρες των εορτών είχε τις μεγάλες του φούριες!Ο γιος του ήταν οδηγός και συνιδιοκτήτης στα υπεραστικά ΚΤΕΛ
Παραδίπλα ήταν το παντοπωλείο του πατέρα μου, Πέτρου. Εκεί που αργότερα γκρεμίστηκε το κτήριο και έγινε η πλαϊνή είσοδος του Βυζαντινού μουσείου. Αμέσως μετά, το τρίτο στη σειρά παντοπωλείο του Αντώνη Φουσφούκα. Δεν είχε παιδιά αλλά όλα τα παιδιά της γειτονιάς τάχε σαν δικά του. Στις γιορτές- η καρδιά του το ζητούσε φαίνεται- μοίραζε παιχνίδια και δώρα σε όλα τα παιδιά της επαγγελματικής αυτής γειτονιάς. Στη γωνιά του δρόμου, εκεί που σήμερα είναι το κατάστημα λουκουμάδων Μανάρα, ήταν το εμπορικό τυριών και αλλαντικών των αδελφών Τσαπάλα. Οι «πραμάτειες» των ημερών όλων αυτών των μαγαζιών, τις ημέρες των εορτών έβγαιναν στις πόρτες και στο πεζοδρόμιο!! Οι βιτρίνες, έστω και με τα μικρά τότε τζάμια, γέμιζαν με τις πολύχρωμες πρωτοεμφανιζόμενες διαφημίσεις και τα κουτιά των απορρυπαντικών Tide και Rol. Με πρόχειρες μπαλαντέζες έβγαιναν λάμπες έξω για να φωτίζουν τα προϊόντα που απλωνόταν πέρα ως πέρα. Στο εμπορικό των αδελφών Τσαπάλα τα «κεφάλια» των τυριών το ένα πάνω στο άλλο έφτιαχναν αρχαίους κίονες, ενώ τα τουρσιά, όλων των ειδών, σε όλα τα μπακάλικα ήταν σε πρώτη ζήτηση. Ρέστες από μανταρίνια και πορτοκάλια μαζί με τα κλαδιά τους, χρησίμευαν για τον επίκαιρο στολισμό και κοσμούσαν παραστάδες και ντουράδες. Σήμερα, έχομε πλούσια όλα τα φαγώσιμα όλο τον χρόνο, όμως, τότε, ο μπαστουρμάς, η κοπανιστή, ο τραχανάς και τα ξεχωριστά (πιο ακριβά) τυριά ήταν των γιορτινών ημερών η πρώτη και ξεχωριστή επιλογή.
Πάνω από τα μαγαζιά ήταν Γραφεία τα οποία συχνά άλλαζαν χρήση. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά ότι πάνω από το μπακάλικο του Φουσφούκα ήταν το δικηγορικό γραφείο του Σωκράτη Χέλιου, τότε Δημάρχου. Πάντοτε με το κοστούμι του και το μαντιλάκι στο πέτο, το καλοφτιαγμένο φροντισμένο μουστάκι και το ωραίο παρουσιαστικό. Ως δικηγόρος και ως πολιτικός τους γνώριζε όλους με το μικρό τους όνομα και τις ημέρες των Χριστουγέννων, όπως καλούσε το πολιτικό του καθήκον, θα περνούσε να χαιρετήσει προσωπικά όλους, καταστηματάρχες και πελάτες.
Όλος ο δρόμος τις Χριστουγεννιάτικες μέρες άλλαζε όψη. Ακόμα και τα κάρα με τους αγωγιάτες και τα στολισμένα μουλάρια που είχαν για πιάτσα την απέναντι μεριά του δρόμου ή μέσα στην αλάνα της πλατείας.. Θυμάμαι τον μεταφορέα αγωγιάτη Δημοσθένη Σπυράκη με τον γιο του τον Γιώργη που τέτοιες μέρες στόλιζε κάρο, το κάθισμα και το μουλάρι, με ό,τι πιο φανταχτερό, κιλίμι ή άλλο πανί, είχε.
Και τα κρεοπωλεία, απέναντι, ήταν στολισμένα και φωταγωγημένα. Του Ζουμή, του Μαμούνα, του Στείρου, του Μπακοντούζη και τόσων άλλων, που δυστυχώς δεν θυμάμαι, από την δυτική πλευρά του μπαλουχανά αλλά και του Φλάμου και του Ζαφείρη στη νότια. Οι ρέστες με τα λουκάνικά κρεμασμένες από τους ντουράδες σαν γιρλάντες έφταναν μέχρι κάτω. Τα χοιρομέρια αλλά και ολόκληρα γουρουνάκια κρεμασμένα, σε κοινή θέα, από τα τσιγκέλια Τότε, επιτρεπόταν τα κρέατα νάναι και έξω από το μαγαζί!! Στολισμένα με χίλια δυο στολίδια: Κλαδιά πορτοκαλιάς, δάφνης, μυρσινιάς… Και σ΄ όλα αυτά να προσθέσεις φωνές, πολλές φωνές και δυνατές : «Έλα να πάρεις το καλό, φρέσκο, μυριστό κρέας και τα αγνά λουκάνικα…..!». Ένα μελίσσι με ήχους και φωνές καταστηματαρχών να πουλούν τα καλούδια τους και μαζί τα παιδιά με τις τραμπούκες τους να λένε τα κάλαντα. Τότε, η τρύπια δεκάρα (το ένα δέκατο της δραχμής) ή το πολύ η δραχμή, ήταν το συνηθισμένο αντίτιμο που δινόταν για την αναγγελία της γέννησης του Χριστού.
Τα βράδια των ημερών αυτών, όταν ήταν ώρα να κλείσουν πια τα μαγαζιά, ιδίως τις παραμονές, έπαιρνε ένα μεζεδάκι, όλη η γειτονιά, με ουζάκι ή κρασάκι στου Τουρνή. Τις πιο πολλές φορές καταστηματάρχες και πελάτες μαζί. Ο κυρ Παντελής άρχοντας αλλά και επαγγελματίας στο είδος, κερνούσε απλόχερα με το παραπάνω. Τότε, κατέληγαν στο στέκι αυτό και οι «αγιοβασιλειάτες» κάποιας ηλικίας που συνήθως κατέβαιναν από το πρωί από τα χωριά με τις γκάιντες και τα τουμπιά και γύριζαν όλη την αγορά να ψάλουν τα κάλαντα.
Μικρός, γιορτινός κόσμος, με πολλές καθημερινές δυσκολίες αλλά και πολλή ελπίδα, πλούσιος σε αισθήματα και ανθρωπιά, από καταστηματάρχες που πέρασαν από την αγορά της Χίου, από τους οποίους πολλοί άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους.
Χαρούμενες Ευλογημένες Γιορτές σε όλους!
(*) Ο Fustel de Coulanges γεννήθηκε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1830 και πέθανε στην πόλη Μασύ της Γαλλίας τον Σεπτέμβριο του 1889. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία. Το 1853 ήλθε στην Γαλλική Σχολή Αθηνών, από όπου σε διαδοχικά ταξίδια του στη Χίο πραγματοποίησε αρκετές ανασκαφικές εργασίες για τις οποίες συνέγραψε τις παρατηρήσεις του. Γνώρισε τη Χίο και συνδέθηκε στενά με πολλούς Χιώτες. Το διάστημα 1860 -1870 δίδαξε στο Στρασβούργο, ενώ από το 1875 δίδασκε στην Σορβόννη. Σημαντικό του έργο θεωρείται το βιβλίο «Η Αρχαία Πόλη» στο οποίο διαπραγματεύεται τον τρόπο οργάνωσης των πόλεων της αρχαίας Ελλάδας.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.