Στις 17 Νοεμβρίου 1974, διεξήχθησαν οι πρώτες μεταχουντικές εκλογές λίγο προτού συμπληρωθούν ένδεκα (11) χρόνια από τις προηγούμενες. Αυτές είχαν διεξαχθεί στις 16 Φεβρουαρίου 1964, με την ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ και τον επικεφαλής της Γεώργιο Παπανδρέου (παππού του σημερινού), να καταγάγουν εντυπωσιακή νίκη έναντι της συντηρητικής Παράταξης που εξέφραζε τότε η ΕΡΕ.
Βέβαια, η νίκη εκείνη δεν έμελε να έχει ευτυχή κατάληξη αφού, μετά τις ενδιάμεσες κυβερνήσεις της αποστασίας, “μπήκαμε στο γύψο” από τη Χούντα των Συνταγματαρχών στις 21-4-1967 η οποία, μετά την προδοσία της στην Κύπρο, κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος εν μέσω εθνικών ερειπίων τον Ιούλιο του 1974.
Ήταν λοιπόν φυσικό, μετά από αυτήν την τραγική περίοδο των ένδεκα περίπου χρόνων, οι Έλληνες εκλογείς να προσέλθουν μαζικά και με ενθουσιασμό στις κάλπες της 17ης Νοεμβρίου 1974 έχοντας να επιλέξουν μεταξύ οκτώ κομμάτων υπό το κυρίαρχο εύστοχο σύνθημα, αυτό του Μίκη Θεοδωράκη “Καραμανλής ή τανκς”! Τούτο το τελευταίο, η διάσπαση του κεντρώου χώρου αλλά και η ηγετική προσωπικότητα του ίδιου του Καραμανλή, τον εκτόξευσαν στο υπερποσοστό του 54,37% χαρίζοντάς του 220 έδρες!! Αντίθετα, η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου, με ποσοστό 20,42% πήρε 60 έδρες, το νεαρό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 13, 58% έλαβε 12 έδρες και η Ενωμένη Αριστερά υπό τον Ηλία Ηλιού, με ποσοστό 9,47%, εξέλεξε 8 Βουλευτές. Δεν μπόρεσαν να εκλέξουν Βουλευτές η Δημοκρατική Ένωση Κέντρου του Γιάννη Ζίγδη, η Εθνική Δημοκρατική Ένωση του Πέτρου Γαρουφαλιά και δύο ακόμη κομματίδια.
Θυμάμαι την μαζική προσέλευση σε όλα τα τότε εκλογικά κέντρα αλλά και κάποια ευτράπελα εκείνων των εκλογών. Σήμερα θα μεταφέρω ένα εξ' αυτών από την προσωπική μου εμπειρία, πιστεύοντας ότι, εν μέσω του σημερινού καταθλιπτικού προεκλογικού κλίματος, χρειάζεται να ευθυμήσουμε έστω λίγο. Είναι ανθρώπινη ψυχική ανάγκη.
Το περιστατικό -πέρα για πέρα αληθινό-, διαδραματίσθηκε στο εκλογικό κέντρο που είχε λειτουργήσει τότε στο παλαιό 3ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου όπου ψηφίζαμε οι εκλογείς των περιοχών Αγίου Μάρκου και Αγίου Νικολάου (Δασκαλόπετρα). Λίγο πριν το μεσημέρι, η “ουρά”, ήταν αρκετά μεγάλη. Μεταξύ των γνώριμων συντοπιτών, ήταν και ο πολύτεκνος (μακαρίτης εδώ και χρόνια) και πανέξυπνος τσοπάνης Μάρκος Στυλ. Μπουλάς (1912 – 1992) κάτοικος του βόρειου ακραίου τμήματος του Βροντάδου (περιοχή Ράκτη). Ο Μάρκος, λόγω επαγγέλματος, ήταν τακτικός επισκέπτης των δικαστικών αιθουσών (όπως και όλοι σχεδόν οι τσοπάνηδές μας) και αυτό είχε συντελέσει στην υπερβολική ανάπτυξη των προσόντων του, της ευφυϊας, της ευστροφίας και της ετοιμολογίας.
Όταν ήλθε η σειρά του να ψηφίσει, αντί για αστυνομική ταυτότητα και εκλογικό βιβλιάριο, παρέδωσε στον δικαστικό αντιπρόσωπο μόνο το δεύτερο. Ευγενικά ο δικαστικός ζήτησε και την ταυτότητα την οποίαν όμως ο Μάρκος είχε ξεχάσει στο σπίτι. Πάλι ευγενικά ο δικαστικός προσπάθησε να του εξηγήσει ότι, χωρίς ταυτότητα δεν μπορεί να ψηφίσει. Έπρεπε να πάει σπίτι του να τη φέρει.
Ο Μάρκος, με εμφανή στο πρόσωπό του τα σημάδια της απορίας, της θλίψης αλλά και του θυμού, προσπάθησε να “επιβάλει το δίκιο του” με ύψωση της φωνής :
- Μα κύριε δικαστικέ, δεν βλέπεις το εκλογικό βιβλιάριο; Λέει ότι είμαι ο ίδιος, ο Μάρκος ο Μπουλάς του Στυλιανού. Και γυρίζοντας προς όσους περιμέναμε στην ουρά, συμπληρώνει :
- Βρε παιδιά, όλοι με γνωρίζετε, πέστε ότι είμαι ο ίδιος. Άντε και έχω να πάω στα ζωντανά μου πάνω στο Αίπος...
Ο δικαστικός, τηρώντας το νόμο, στάθηκε αμετάπιστος. Μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, ο Μάρκος, όπως πάντα γοργοπόδαρος αλλά εμφανώς θυμωμένος, έφυγε τραβώντας για το σπίτι του. Γύρισε σχετικά γρήγορα και φουριόζος, φέρνοντας την ταυτότητά του. Πρόθυμα του παραχωρήσαμε σειρά με τη σύμφωνη γνώμη του δικαστικού. Ο τελευταίος, ρίχνοντας τυπική ματιά σε βιβλιάριο και ταυτότητα του λέει:
- Κύριε Μπουλά, απ' ότι βλέπω στην ταυτότητα, είσθε αγράμματος. Αν θέλετε τη βοήθειά μου για επιλογή ψηφοδελτίου, πάμε μαζί στο παραβάν.
Ο Μάρκος συμφώνησε και έτσι οι δυό τους κρύφτηκαν για ώρα πίσω από την κουρτίνα.
Με υπομονή ο δικαστικός εξηγούσε στον Μάρκο σε ποιό κόμμα αντιστοιχεί το κάθε ψηφοδέλτιο και ποιος είναι ο επικεφαλής του. Όταν έφθαναν στο τέλος, ο Μάρκος ακουγόταν να λέει ότι μπερδεύτηκε και ξέχασε τα πιο πολλά απ' όσα είχε ακούσει. Άντε λοιπόν απ' την αρχή ο δικαστικός, μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Μάρκου :
- Έ, φτάνει πια, τα κατάλαβα...
- Και τώρα κύριε Μπουλά, πέστε μου ψιθυριστά, πιο ψηφοδέλτιο να βάλομε στο φάκελο;
- Αυτό που έχω έτοιμο στο τσεπάκι του σακακιού μου, ήταν η αφοπλιστική απάντηση του Μάρκου.
- Και γιατί κύριέ μου δεν μου το λες από την αρχή, μόνο με παιδεύεις τόση ώρα και καθυστερούμε τους υπόλοιπους; Άμεση ήταν η απίθανη απάντηση του Μάρκου:
- Εσύ με παίδεψες να πάω στην άλλη άκρη του Βροντάδου να φέρω την ταυτότητα. Δεν θα 'πρεπε να σε παιδέψω κι εγώ λιγάκι; Ο Μάρκος είχε πάρει την εκδίκησή του με τρόπο που μόνο εκείνος γνώριζε. Ο δικαστικός είχε “νικηθεί” από τον αγράμματο τσοπάνη...
Αυτά, από μιά εποχή που πολλοί νοσταλγούν όλο και περισσότερο όσο η καταχνιά των σημερινών δύσκολων καιρών μας κάνει να χάνουμε ακόμη και το χιούμορ μας. “Καλές κάλπες” λοιπόν με αποτέλεσμα τέτοιο, που να συμφέρει στη Χώρα μας και στον Ελληνικό Λαό.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.