Από τα πιο γνωστά, τα πιο μελωδικά, τα πιο ερωτικά αλλά και τα πιο διαδεδομένα στον ελλαδικό χώρο δημώδη άσματα, «Το κάστρο της Ωριάς» θεωρείται σαν ένα από τα πλέον δημοφιλή της Χίου, που όμως η κάθε εκδοχή ποικίλει από τη Βολισσό στο Πυργί κι από τα Καρδάμυλα στους Ολύμπους ή τη Χώρα, με το νησί να επιδεικνύει μέσω και του συγκεκριμένου άσματος, την πλούσια λαϊκή του παράδοση, όσο και τον πλούτο της πολιτισμικής του ταυτότητας.
Πηγή μας η διδακτορική διατριβή της κ. Ειρήνης Καραβόλου, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,που τιτλοφορείται : «Συμβίωση Ελλήνων και Οθωμανών στη Χίο πριν το 1822. Η τύχη των αιχμαλώτων και η εικόνα των Τούρκων ως «άλλων» στις αφηγήσεις της καταστροφής και σε άλλες πηγές του 19ου αιώνα».
Στα «κάστρα» η λαϊκή μούσα «φυλάσσει» την κόρη, την αγνή και άμωμη, την νέα και όμορφη, ή και όλες τις κοπέλες της κοινότητας, όπως αναφέρεται στο δωδεκανησιακό «Κάστρο της Αστροπαλιάς» ή «Τούρνα». Στα καθ’ ημάς και στο πνεύμα της εν λόγω επιστημονικής μελέτης, υμνείται η φυλετική διαφοροποίηση του πληθυσμού, «εμείς»-Έλληνες, «άλλοι» - Οθωμανοί, με έμφαση στη θρησκεία, χριστιανός-μουσουλμάνος, αλλά βεβαίως στους «άλλους» κατά περίπτωση να συμπεριλαμβάνονται οι Εβραίοι, ακόμη και οι αλλόδοξοι χριστιανοί (Φράγκοι).
Ο «άλλος» είναι ο δόλιος αλλόθρησκος που θα ξεγελάσει την Ωραία του Κάστρου για να το πατήσει, προσφέροντας το φρούριο στην εξουσία και λαμβάνοντας ο ίδιος, ως λάφυρο ή και έπαθλο, την ίδια την κοπελιά.
[…]
Αντιγράφουμε:
«Στη Χίο έχουμε τρεις παραλλαγές αυτού του τραγουδιού. Μία από τα Επανόχωρα (χωριά της βόρειας Χίου), μία από τα Μαστιχόχωρα και μία Καστρινή (από την πρωτεύουσα). Όλες συμφωνούν στο ότι το κάστρο είναι απόρθητο και μπορεί να κυριευθεί μόνο με δόλο ή με κίνητρο την αγάπη. «[…]
Μα κείνο δεν πατιέτται δίχως προδοσιά» (παραλλαγή Επανοχώρων)
«Και πάλι δεν επάρθη με τον πόλεμο»
«Μόνο με την αγάπη και την προδοσιά» (Παραλλαγή Μαστιχοχώρων)».
[…]
«Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι ουδέ τα φλουριά
Μον θέλω ’γω την κόρη πούναι στα γυαλιά».
Ενώ για να τονιστεί η ετερότητα του «άλλου» το τουρκόπουλο ντύνεται καλόγηρος, αποβάλλοντας τα πράσινα ρούχα του ισλάμ και φορώντας τα μαύρα του χριστιανού μοναχού, κατά την πανελλήνια εκδοχή.
«Πράσινα ρούχα βγάζει μαύρα φόρεσε
τον πύργο – πύργο πάει και γυροβολά,
στην πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί:
-Για άνοιξε, άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
Πόρτα της μαυρομάτας, της βασίλισσας». Η Ωραία, υποψιασμένη, στην αρχή τον αποπέμπει με λόγια προσβλητικά. Ο χαρακτηρισμός του Τούρκου ως «σκύλου» είναι συνήθης στη δημοτική ποίηση:
«Φεύγα απ’ αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε»
Ο Τούρκος μεταχειρίζεται την απάτη, χρησιμοποιώντας τα σύμβολα της χριστιανικής πίστης, μπροστά στα οποία κάθε χριστιανός και ιδιαίτερα μία θρησκευόμενη γυναίκα υποχωρεί:
«Μα το Σταυρό κυρά μου, μα την Παναγιά
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος
είμαι καλογεράκι απ’ ασκηταριό
κι’ ήρθα να πάρω λάδι για τις εκκλησιές».
[…]
Υπάρχει όμως και η εκδοχή της Εβραιοπούλας, Ωριάς-Οβριάς στην χιακή διάλεκτο. Ο νέος είναι αρτοποιός –φρατζολάς- και χριστιανός. Εκείνη Εβραία. Το χάσμα μεγαλύτερο , ακόμη και από το συνδυασμό οθωμανού-Χριστιανής.
[…] Εμμέσως πλην σαφώς ορθώνεται ως εμπόδιο η θρησκευτική ετερότητα. Άλλωστε αυτό δηλώνεται, χωρίς περιστροφές, πριν ακόμη ο νέος τής εξομολογηθεί τον έρωτά του «Της λέω, Εβριοπούλα, γίνεσαι Χριστιανή να λούνεσαι Σαββάτο ν’ αλλάσσεις Κυριακή και να μεταλαβαίνεις Χριστού(γ)εννα, Λαμπρή». Η κοπέλα αρνείται σθεναρά, λέγοντας μάλιστα ότι προτιμά να πεθάνει από σπαθί Τούρκου παρά να αλλάξει την πίστη της. Ο Τούρκος και για τους δύο νέους που είναι «ξένοι» μεταξύ τους, παρουσιάζεται ως κοινός εχθρός∙ είναι ο τρίτος «Άλλος», που συμβολίζει την οθωμανική εξουσία, τη βία, την οποία και οι δύο νέοι αποστρέφονται και φοβούνται:
«Κάλλιο ’χω γω να πέσω στου Τούρκου το σπαθί
παρά να λούνομαι Σαββάτο, ν’ αλλάσσω Κυριακή
και να μεταλαβαίνω Χριστού(γ)εννα, Λαμπρή».
«Ακούσατέ μου να σας ’πω πώς ήταν η αιτία
πώς ήκλεψεν ο Φραζολάς μιαν όμορφη Οβριοπούλα.
Τρία χρόνια εγαπιούντανε κ’ η μάννα δεν το’ξέρει».
[…]
Εδώ προοιωνίζεται η καλή εξέλιξη της σχέσης των δύο ερωτευμένων:
«-Ψυχίτσα μου ζωίτσα μου, θ’ αρθής τώρα μαζί μου
Για θα με κάμης να σφαγώ να χάσω τη ζωή μου».
«-Είπα, που ’πα το λόγο μου, οπίσω δε γυρίζω·
επήρα την απόφασι, Ρωμέϊσα να γίνω».
[…]
Η οικογένεια προφανώς θεωρεί προσβλητική την απόφαση της κόρης και πιστεύει ότι εκβιάστηκε και απήθχη δια της βίας. Οι οθωμανικές αρχές καλούνται να αποκαταστήσουν την τάξη:
«Κ’ η μάννα και ο κύρης της επήρανε χαμπάρι,
μπουλουμπασάδες έστειλαν να πα να του την πάρουν…»
Ο νέος αντιδρά βίαια βγάζοντας μαχαίρι και απειλώντας ότι θα σκοτώσει όποιον προσπαθήσει να του πάρει την κοπέλα. Βιαστικά οι δύο νέοι οδεύουν προς την εκκλησία:
«-Ο πρώτος που θ’ αρθή κοντά το αίμα του θα χύσω»
Οι γονείς καταφεύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να πάρουν πίσω την κόρη τους με δικαστική απόφαση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτό το τραγούδι διότι, εκτός του ότι αποκαλύπτει μία πολύ διαφωτιστική περιγραφή της σχέσης μεταξύ των δύο «Άλλων», αποτελεί και πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας σε σχέση με τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής:
«…κ’ η μάννα και ο κύρης της επήγαν εις την κρίσιν·
-Τι είν’ ετούτ’ η αδικιά, τι είναι ετούτ’ η κρίση
να παίρνουν τα κορίτσια μας πο μέσα από το σπίτι;»
Ο Οθωμανός δικαστής ανακρίνει την κοπέλα και προφανώς την ρωτάει αν ακολούθησε τον Ρωμιό οικειοθελώς. Η Εβραιοπούλα, με ασυνήθιστο θάρρος, απαντά ότι με τη θέλησή της ακολούθησε τον νέο αναλαμβάνοντας το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί:
«…και ’κείνη αποκρίθηκε σαν άξιον παλληκάρι·
-Με ζόρι δεν με ’πήρενε, εγώ ’θελα και ‘πήγα».
Ο πασάς προσπαθεί με γλυκά λόγια και υποσχέσεις να την μεταπείσει.
«Άντε κόρη στο σπίτι σου, κάτσε ησυχασμένη,
κ’ η μάννα και ο κύρης σου θέλουν να σε παντρέψουν
με δούλους και με δούλισσες, σαν που ’σουν μαθημένη».
Η κόρη, όχι μόνο δε δέχεται να επιστρέψει, αλλά φθάνει μέχρι του σημείου να απαρνηθεί τους δικούς της για την αγάπη του νέου.
«-Τούτος είναι κ’ η μάννα μου, τούτος είν’ κι’ ο μπαμπάς μου,
τούτος είνε κι’ ο άντρας μου, η άμπρα της καρδιάς μου»
Η αποφασιστικότητα της κοπέλας συμφιλιώνει τελικά τους ‘αντιπάλους’ και αρχίζουν τα γλέντια του γάμου. Ο θρίαμβος της αγνής αγάπης είναι και θρίαμβος της ορθόδοξης πίστης, καθώς η νεαρή Εβραία, με κίνητρο την αγάπη, γίνεται χριστιανή:
«Εκέρδισεν ο Φραζολάς την όμορφη Οβριοπούλα,
Η Παναγιά και ο Θεός να του τηνέ χαρύνη».
(Το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εξαιρετικής εργασίας της κυρίας Ειρ. Καραβόλου αναφέρει επιπρόσθετα και την εκδοχή της Συκιάδας για το «Κάστρο της Ωριάς», που θα προσπαθήσουμε σε άλλη αναφορά να παραθέσουμε).
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.