«Στην ιστορία της τέχνης υπάρχουν έργα που λειτουργούν σαν ταφόπλακες. Μία από τις πιο γνωστές και αποδεδειγμένα αποτελεσματικές είναι ο πίνακας «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907) του Πάμπλο Πικάσο. Μολονότι πέρασαν εννέα ολόκληρα χρόνια μέχρι να εκτεθεί δημόσια και να εκτιμηθεί η αξία του, το «φιλοσοφικό μπουρδέλο» −όπως εύστοχα το είχε ονομάσει ένας κριτικός− σηματοδότησε μια νέα εποχή για την τέχνη, καταδικάζοντας στη λήθη την ακαδημαϊκή ζωγραφική του 19ου αιώνα».
Πρόκειται για την εισαγωγή της παρουσίασης του πίνακα του Θεόδωρου Ράλλη «η Λεία», στη LIFO του κριτικού Τέχνης Χριστόφορου Μαρίνου.
Όλη η μελέτη βασίζεται στην «αντιπαραβολή» μεταξύ των καλλιτεχνικών-εικαστικών ρευμάτων στη Δύση, στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
«Ο πριμιτιβισμός επικράτησε κατά κράτος του οριενταλισμού». Ανάμεσα στους ζωγράφους που τους έφαγε η «μαρμάγκα» ήταν και ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), «ο πιο αυθεντικός Έλληνας οριενταλιστής», συνεχίζει, αναλύοντας τα δύο συγκεκριμένα ρεύματα, με επιρροές εκτός Ευρώπης. Ο πριμιτιβισμός, πρόδρομος του κυβισμού, εντάσσει στοιχεία εξωτικών πολιτισμών, όπως της Ταϊτής, ο δε οριενταλισμός αντίστοιχα των λαών της εγγύς Ανατολής, της ευρύτερης περιοχής της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η έμπνευση του Ράλλη
Μόνιμα εγκατεστημένος στο Παρίσι από τις αρχές του 1870, ο κοσμοπολίτης Ράλλης, γόνος της γνωστής χιακής οικογενείας των μεγαλεμπόρων, αντλεί έμπνευση, μεταξύ άλλων, από τον απλό βίο των επαρχιωτών Ελλήνων, απεικονίζοντας ηθογραφικά θέματα και χώρους λατρείας. Εκτός από εκκλησίες και τζαμιά, πλύστρες και βοσκοπούλες, ζωγραφίζει φιλήδονες Ανατολίτισσες, χορεύτριες και παλλακίδες, σε χαμάμ και σε χαρέμια. Με τον πίνακα «Η λεία» (1906) ο ζωγράφος επανέρχεται στο θέμα της γυναικείας αιχμαλωσίας, που τον έχει απασχολήσει και παλαιότερα, συγκεκριμένα στο «Τουρκικό λάφυρο» του 1885. Και στα δύο έργα πρωταγωνιστεί μια όμορφη επαρχιωτοπούλα την οποία οι «άσπλαχνοι» Τούρκοι κατακτητές κρατούν αιχμάλωτη σε μια ορθόδοξη εκκλησία.
Οι συμβολισμοί στη «Λεία»
Στη «Λεία», παρότι ο εχθρός δεν είναι ορατός, η σκηνή είναι εμφανώς πιο βίαιη και η βεβήλωση πιο έκδηλη. Ο ξύλινος σταυρός στο κέντρο του τέμπλου είναι σπασμένος και από την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο οποίος κρατάει το κομμένο κεφάλι του, έχει αφαιρεθεί το ασημένιο κάλυμμα. Το μεγάλο μανουάλι είναι πεσμένο καταγής και το λευκό κερί (το νοητό φως του Χριστού), που είχε ανάψει η πιστή, είναι κομματιασμένο και σβησμένο, συμβολίζοντας έτσι την απώλεια και τον θάνατο – κι όμως, ο καπνός του κεριού ζωντανεύει τη σκηνή και μας καθιστά αυτόπτες μάρτυρες: το τραγικό γεγονός συνέβη πρόσφατα, δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό. Τα κρεμαστά καντήλια, που αλληγορούν τα άστρα του ουράνιου θόλου, έχουν κι αυτά αφαιρεθεί και έχουν μείνει μόνο οι αλυσίδες για να μας θυμίζουν την παρουσία τους. Έτσι εξηγείται επίσης ότι το πάνω μέρος της εικόνας είναι σκοτεινό. Τα κηροπήγια, τα οποία συμβολίζουν το ανέσπερο φως της χριστιανικής διδασκαλίας, είναι σωριασμένα στο πάτωμα. Μπροστά στα πόδια της ξυπόλυτης κοπέλας διακρίνονται διάσπαρτα σπασμένα γυαλιά. Το ανασηκωμένο δεξί πέλμα δηλώνει κίνηση −όπως στα αρχαία αγάλματα− και εντείνει την αγωνία. Το κορμί της βρίσκεται σε ένταση, όπως το βέλος στη χορδή του τόξου. Το ιερό Ευαγγέλιο (η παρουσία του Κυρίου), που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται πάνω στην Αγία Τράπεζα, είναι αναποδογυρισμένο στο πάτωμα, πεταμένο σαν σκουπίδι. Με άλλα λόγια, σε αυτή την εικόνα όλοι οι συμβολισμοί του ορθόδοξου ναού έχουν καταργηθεί. «Αν η εκκλησία είναι το δεύτερο σπίτι του πιστού, μια μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου (ορατού και αοράτου) που μεταφέρει σωστικά μηνύματα, τότε στον βεβηλωμένο ναό του Ράλλη δεν υπάρχει Παράδεισος, ούτε σωτηρία. Ή μήπως όχι; Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τον πίνακα, ο οποίος εκτίθεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη, και εστιάσουμε στην πύλη του Ιερού Βήματος, γνωστή και ως Ωραία Πύλη, διακρίνουμε μια ανεπαίσθητη κόκκινη λάμψη.
Η ελπίδα μετά το χαλασμό
Αυτή η φλογίτσα, από ένα καντήλι ή ένα κερί που εξακολουθεί πεισματικά να σιγοκαίει, δίνει μια νότα ελπίδας … …Το φανταχτερό ζωνάρι της κοπέλας «ριμάρει», ομοιοκαταλήγει, με το ποταμάκι αίματος, το θεϊκό αίμα του εσφαγμένου Αρνίου ίσως, που βγαίνει από το άδυτο και κυλάει από το σκαλοπάτι στο δάπεδο. Μαζί με τα πορφυρά χείλη, το αιματοβαμμένο μεσοφόρι και τις κόκκινες σελίδες του μαγαρισμένου Ευαγγελίου, ενισχύουν την αφήγηση σχηματίζοντας μια διαδρομή. Το κόκκινο χρώμα, εν ολίγοις, αποτελεί δομικό στοιχείο της εικόνας.
«Λεία» και «Λάφυρο»
Δεμένη πισθάγκωνα σε ένα στασίδι, η όμορφη Ελληνίδα δεν έχει την παθητική στάση που χαρακτηρίζει το «Λάφυρο» του 1885. Εδώ είναι οργισμένη, υποφέρει και το δείχνει με το μόνο όπλο που διαθέτει, το εκφραστικό, διαπεραστικό της βλέμμα. Αλλά και ο ίδιος ο ζωγράφος υπογραμμίζει τον θυμό της ηρωίδας του. Στον κατάλογο του Σαλόν του 1906, όταν δηλαδή πρωτοεκτέθηκε, ο πίνακας συνοδεύεται με τους εξής στίχους: «Αλυσοδεμένη και υπέροχη, ανάμεσα στα τρόπαια των όπλων, τα όλο μίσος μάτια της δεν χύνουν δάκρυα… Η Ελληνίδα με το μέτωπο ψηλά αψηφά τον Τούρκο νικητή, θα πάρει εκδίκηση για τα αδέλφια της, συντρίβοντάς του την καρδιά!» Την ίδια περιγραφή συναντάμε σε ένα μεγάλων διαστάσεων σχέδιο που δημοπρατήθηκε το 2016 και αποτελεί σπουδή της κεντρικής μορφής του «Le Butin», το οποίο παρουσιάζεται ως «επεισόδιο του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897». Στο σχέδιο η ματιά της κοπέλας είναι πιο αγριεμένη και βλοσυρή. Που σημαίνει ότι στον πίνακα ο Ράλλης αποφάσισε να κατευνάσει κάπως τον θυμό της. Ενδεχομένως ο δημιουργός επιθυμεί η ηρωίδα του να γίνει πιο ελκυστική, πιο ερωτική. Άλλωστε η οργισμένη αιχμάλωτη είναι γυμνόστηθη και μάλιστα δεμένη, ενώ στέκεται μπροστά από μια μεγάλη φαλλική κολόνα.
Η πηγή έμπνευσης του Ράλλη
Ο Ράλλης είχε υπόψη του την «Ελληνίδα σκλάβα» του Χάιραμ Πάουερς, ένα από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα γλυπτά του 19ου αιώνα. Όμως είναι πολύ πιθανό να εμπνεύστηκε το θέμα της «Λείας» από το μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» (1879) του Δημήτριου Βικέλα, το οποίο είχε εικονογραφήσει.
Συγκεκριμένα, σε ένα επεισόδιο ο Βικέλας περιγράφει την αρπαγή της χριστιανής Ανδριάνας, η οποία βιάζεται από τους Τούρκους: «Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...» Η αιχμάλωτη της «Λείας» διαφέρει από άλλες. Ο λόγος δεν είναι μόνο η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζει τα έργα του Ράλλη, όπως ορθώς έχει επισημανθεί. Αυτό που κάνει τη «Λεία» να ξεχωρίζει είναι ο βίαιος ερωτισμός που περιβάλλει την ανώνυμη πρωταγωνίστρια, ο τρόπος που σε κοιτάζει, το γεγονός ότι σε κοιτάζει, σε αντίθεση με τις άλλες αιχμάλωτες που αποστρέφουν το βλέμμα, ενώ βρίσκεται σε αυτήν τη βασανιστική κατάσταση όπου το ιερό συνυπάρχει με το ανίερο και ο πόνος με την αισχύνη και, γιατί όχι, την ευχαρίστηση. Με πιο απλά λόγια, η κοπέλα του Ράλλη είναι, ή μπορεί δυνητικά να γίνει, αντικείμενο σκοτεινών ερωτικών φαντασιώσεων. Επειδή τα έργα τέχνης δεν πεθαίνουν ποτέ, καταλήγει το καταπληκτικό αφιέρωμα του κ. Χ. Μαρίνου στη LIFO, σήμερα τα κορίτσια του Πικάσο, του Ράλλη και του Άλμα-Τάντεμα είναι αδιαχώριστα, απολαμβάνοντας τον θαυμασμό του συχνά ίδιου κοινού. Η ιστορία της τέχνης έχει πια θέση για όλες, όλους και για όλα.
Πηγή:https://www.lifo.gr/culture/eikastika
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.