Ο Λεονάρδος ο Χίος, Έλληνας καθολικός κληρικός, Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης (1444-1462) και υπερασπιστής της Κωνσταντινούπολης κατά την Άλωση του 1453 γεννιέται στο νησί της Χίου το 1395 ή το 1396. Γόνος ταπεινής οικογένειας, εισέρχεται στο Τάγμα των Δομινικανών μοναχών της γενέτειράς του όπου διακρίνεται για την εξυπνάδα και φιλομάθειά του. Στην εφηβεία του και με οικονομική ενίσχυση των «ποντεστά» (διοικητών) του νησιού Ιουστινιάνι, αναχωρεί για την Πάντοβα για φιλοσοφικές και θεολογικές σπουδές. Από τότε χρησιμοποιεί το όνομα Ιουστινιάνι είτε από ευγνωμοσύνη, είτε, σύμφωνα με τον Κων.Σάθα, για να «θαυμαστώσει το πενιχρόν της καταγωγής του», και να γίνει γνωστός στην Ιταλία ως Leonardo da Chio Giustiniani. Το 1426 βρίσκεται στη Γένοβα και το 1431, μετά από σύντομο πέρασμα και από την Περούτζια, ο Πάπας Ευγένιος Δ' του δίνει το αξίωμα του εκκλησιαστικού δικαίου «inquisitore della Congregazione dei fratres peregrinantes in Oriente», θέση που κράτησε για 12 χρόνια. Είναι πιθανό με αυτή την ιδιότητα να συμμετέχει στην περιβόητη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας(1438-1439) ως υπέρμαχος της Ένωσης.
Το 1444, με παρότρυνση του Γενουάτη διοικητή της Λέσβου Ντορίνο Α' Γκαττιλούζιο και του Βησσαρίωνα του Τραπεζούντιου, χειροτονείται επίσκοπος Μυτιλήνης και Λέσβου. Εκεί αναπτύσσει καλές σχέσεις με τους άρχοντες Γκατιλούζιο και συγγράφει δύο σημαντικά έργα στα λατινικά, εκ των οποίων το πιο γνωστό (De nobilitate) ήταν μία απολογητική πραγματεία, απάντηση στο λόγιο Πότζιο Μπρατσολίνι, που αποδεικνύουν ότι ο Λεονάρδος παρακολουθεί με προσοχή τα φιλοσοφικά, ουμανιστικά ρεύματα της εποχής του. Το τελευταίο γράφτηκε το 1446 κι ήταν αφιερωμένο στον Αντρεόλο Ιουστινιάνι, μέλος της Μαόνας της Χίου. Το 1452 όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ζητά από τον Πάπα Νικόλαο Ε' αποστολή στρατιωτικής βοήθειας και την υλοποίηση της Ένωσης των Εκκλησιών, ο Ποντίφικας στέλνει τον Έλληνα καρδινάλιο Ισίδωρο του Κιέβου που με πλοίο παραλαμβάνει από τη Χίο και τον Λεονάρδο και 200 τοξότες.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1452, έπειτα από μερικές αναβολές λόγω της έντονης αντίδρασης των ανθενωτικών, ο Λεονάρδος συμμετέχει με τον Ισίδωρο, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο κι άλλους αξιωματούχους στην κοινή Θεία Λειτουργία στη Βασιλική της Αγίας Σοφίας, με την οποία επισημοποιείται η Ένωση. Οι αντιδράσεις όμως των ανθενωτικών και τα αναθέματα ήταν τόσο μαζικά που την καταστούν νεκρό γράμμα. Ο Λεονάρδος ζητά τότε από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δικάσει και να τιμωρήσει τους φανατικούς ανθενωτικούς. Όταν ο Κωνσταντίνος αρνείται, ο Λατίνος κληρικός τον κατηγορεί για «padivita» (ανανδρία). Αποφασίζει με τον Ισίδωρο να μείνουν στην Πόλη, επίσημα για να επιτηρούν την τήρηση της συμφωνίας, αλλά κι ελπίζοντας πάντα στην αποστολή βοήθειας από τη Δύση. Ωστόσο από τη διχασμένη Δύση η βοήθεια δεν έφτασε, με εξαίρεση ορισμένες εκατοντάδες. Μεταξύ των ανδρών αυτών, περιλαμβάνονται 200 Κρήτες τοξότες και ο συμπατριώτης του από τη Χίο Ιωάννης Ιουστινιάνης με 700 Γενοβέζους. Οι κληρικοί Λεονάρδος 58 ετών και Ισίδωρος 68 ετών τάσσονται, από τις 5 Απριλίου που αρχίζει η πολιορκία, να πολεμούν στα θαλάσσια τείχη μέχρι και την πτώση της Πόλης ζώντας τις δραματικές στιγμές της. Ο Λεονάρδος τραυματίζεται και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος όμως όπως και ο Ισίδωρος, κατορθώνει να γλιτώσει το θάνατο. Αφού πέταξε από πάνω του τα ράσα κι έγινε αγνώριστος, εξαγόρασε την ελευθερία του χάρη σε Γενοβέζο έμπορο του Γαλατά που τον αναγνώρισε και τελικά μετά κόπων και βασάνων επιστρέφει στη Χίο. Εκεί συγγράφει τον γλαφυρό απολογισμό της πολιορκίας της Πόλης με παραλήπτη τον Πάπα Νικόλαο «Historia captae a Turcis Constantinopolis, Nuremberg, 1544 και P.G., CLIX, 923 sq». Το κείμενο αυτό, παραμένει έως σήμερα μία από τις πλέον χρησιμοποιούμενες πηγές για την μελέτη της πτώσης της Κωνσταντινούπολης και ασκεί δριμεία κριτική στους χειρισμούς των Βυζαντινών.
Όταν επέστρεψε στη Λέσβο σαν επίσκοπος συγγράφει επιστολή κατά του Γεννάδιου Σχολάριου, κατηγορώντας τον ως «εισβολέα» («intruso») που δέχτηκε να γίνει Πατριάρχης υποτελής στο Μωάμεθ Β'. Το 1458, ο νέος άρχοντας του νησιού Νικολό που εκθρόνισε κι έπνιξε τον αδελφό του Ντομένικο, υπό το φόβο οθωμανικής επιδρομής, αποστέλλει τον Λεονάρδο στη Γένοβα και τη Βουργουνδία για να ζητήσει βοήθεια, χωρίς όμως αποτελέσματα. Σύμφωνα πάντως με τον Κωνσταντίνο Σάθα, που συνέλεξε τις πληροφορίες αυτές από το Γερμανό βυζαντινολόγο του19ου αιώνα Καρλ Χοπφ και τον ιστορικό Στίβεν Ράνσιμαν, επέστρεψε άπραγος στη Μυτιλήνη και ήταν ο ίδιος παρών το Σεπτέμβρη του 1462 κατά την άλωση της Λέσβου από τους Οθωμανούς. Τότε συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους τελευταίους αλλά το επόμενο έτος αφέθηκε ελεύθερος. Συγγράφει τότε, ένα νέο κείμενο αναφορικά με την άλωση της Λέσβου με παραλήπτη τον Πάπα Πίο Β (Leonardi Chiensis de Lesbo a Turcis capta epistola Pio Papae II missa, éditions Hopf, Konigsberg, 1866).
Απεβίωσε στη Χίο ή στην Ιταλία, χωρίς να έχει διευκρινιστεί πού ακριβώς, το 1482.
(Πηγές: Κων. Σάθας, Wikipedia)
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.