Τον κ. Θοδωρή Κοντάρα δεν τον γνωρίζω. Τον είδα και τον άκουσα φέτος, την Κυριακή 2 Ιανουαρίου, στην θαυμάσια εκπομπή της ΕΡΤ 1 “Το Αλάτι της Γης” που επιμελείται ο κ. Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Παν/μιο Αθηνών.
Ο κ. Κοντάρας, με τις γνώσεις του με εντυπωσίασε. Όλα όσα σχετιζόταν με την Μικρασία και τον εκεί Ελληνισμό, έδειχνε να τα γνωρίζει άριστα. Η περιέργεια με οδήγησε στο διαδίκτυο. Έτσι έμαθα ότι, πρόκειται περί ενός φωτισμένου, πολυτάλαντου και πολυγραφότατου συνταξιούχου καθηγητή φιλολογίας ο οποίος είναι υπεύθυνος του Τμήματος παραδοσιακού πολιτισμού του “Κέντρου Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας” (Κ.Ε.Μ.Μ.Ε) που εδρεύει στη Νέα Ερυθραία Αττικής.
Ψάχνοντας, βρήκα κείμενά του, αποσπάσματα ενός των οποίων καταχωρώ, κρίνοντας ότι είναι χρήσιμο να διαβαστούν από εμάς τους Χιώτες.
Το πόνημά του επιγράφεται “Ερυθραία χώρος και ιστορία” και έχει γραφεί το 2003.
“Ερυθραία χώρος και Ιστορία”
“Ερυθραία ονομάζεται η ιωνική χερσόνησος που βρίσκεται ανάμεσα στη Χίο και στη Σμύρνη...”
“...Στην Ερυθραία εγκαταστάθηκαν Κρήτες από τον 14ο αιώνα π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει πως ο 'Ερυθρος ο γιος του μυθικού Ραδάμανθυ, έδωσε το όνομά του στη χερσόνησο, ιδρύοντας και τις Ερυθρές, που έγιναν αργότερα η σπουδαιότερη πόλη της περιοχής...”
“...Από τον 11ο π.Χ. αιώνα άρχισε η μαζική εγκατάσταση των Ελλήνων στη χερσόνησο, όπως και σε όλα τα μικρασιατικά παράλια, με τον Α' αποικισμό. Ίωνες από την Αττική και τη ΒΑ Πελοπόννησο πλημμύρισαν τις ιωνικές ακτές.
Από τότε, λοιπόν, και ως το 1922 η ελληνική παρουσία στην Ερυθραία είναι αδιάκοπη. Τέσσερις από τις δώδεκα αρχαίες ιωνικές πόλεις βρίσκονται εδώ: η Λέβεδος και η Τέως (κοντά στο Σιβρισάρι), οι Κλαζομενές (κοντά στα Βουρλά) και οι Ερυθρές (σημερινό Λυθρί), πόλη που γνώρισε μεγάλη ακμή στην αρχαιότητα. Η Ερυθραία ακολούθησε τη γενική ιστορική πορεία της Ιωνίας. Οι κάτοικοί της διέπρεψαν στο εμπόριο, στη ναυτιλία (οι Ερυθραίοι ήταν οι εφευρέτες της διήρους), στην τέχνη και στα γράμματα (π.χ. Ανακρέων, Αναξαγόρας κ.α.), ίδρυσαν αποικίες στη Θράκη (Άβδηρα), στην Προποντίδα (Πάριον), στη Σκυθία (Φαναγόρεια, Τάναϊς) και στην Αίγυπτο (Ναύκρατις). Υποτάχθηκαν στους Λυδούς και στους Πέρσες, στους Αθηναίους, στους Επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στους Ρωμαίους, διατηρώντας συχνά ευρεία αυτονομία και λαμπρή ακμή.
Κατά τη βυζαντινή εποχή, η περιοχή υφίσταται πολλές ιστορικές μεταπτώσεις. Άλλοτε ακμάζει κι άλλοτε πέφτει στην αφάνεια, ταλαιπωρημένη κυρίως από τις αραβικές επιδρομές και μεγάλους σεισμούς, πάντοτε όμως βρίσκεται στην περιφέρεια των ιστορικών εξελίξεων...”
“... Οι επιδρομές των Τουρκομάνων από τον 11ο αι. και των Οθωμανών αργότερα ρήμαξαν και κατέστρεψαν σταδιακά τη χερσόνησο. Οι Γενοβέζοι, κυρίαρχοι της Χίου και της Φώκαιας, χτίζουν το κάστρο του Τσεσμέ (14ος αι.) και οχυρώνουν πολλά σημεία της περιοχής αλλά πρόσκαιρα.
Η τουρκική κατάκτηση έγινε οριστική γύρω στα 1425. Η κυριότερη πόλη, οι Ερυθρές, καταστράφηκε εκ θεμελίων και ακολούθησαν μετατοπίσεις πληθυσμών, βιαιοπραγίες, εξισλαμισμοί και γενική παρακμή που κράτησε ως το 17ο αι. Οι Οθωμανοί φρόντισαν μόνο τα οχυρωματικά έργα (κάστρα, δρόμους, γέφυρες κ.λ.π.) κι αυτό έως το 1566, που παραδόθηκε η Χίος σ' αυτούς. Από το 1600 περίπου αρχίζει μια περίοδος ανάκαμψης. Η ηπιότητα της τουρκικής κατοχής και η αδιαφορία της Οθωμανικής διοίκησης για την περιοχή, το καλό κλίμα και το εύφορο έδαφος, η ανάγκη εργατικών χειρών για τα τσιφλίκια, τα προνόμια των Ελλήνων και οι διάφορες ξενικές προστασίες συντελούν στην ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου.
Η Ερυθραία προσελκύει πολλούς Έλληνες εποίκους, από τα νησιά και το εσωτερικό της Μικρασίας κυρίως, που έρχονται για να δουλέψουν και να εγκατασταθούν μόνιμα, πυκνώνοντας έτσι τον ντόπιο Ελληνισμό. Οργανώνονται το εμπόριο και η γεωργία και χτίζονται τα πρώτα σχολεία και μεγάλες εκκλησίες...”
“.... Οι κάτοικοι πριν από το 1914 ξεπερνούσαν τις 100.000 και ήταν κατά τα 3/4 Έλληνες. Κατοικούσαν σε τρεις πόλεις (Βουρλά, Τσεσμέ κι Αλάτσατα) και σε 55 μικρά και μεγάλα χωριά, σπουδαιότερα από τα οποία ήταν το Σιβρισάρι, ο Γκιούλμπαξες, η Κάτω Παναγιά, ο Ρεϊσντερές, η Αγιά Παρασκευή (Κιόστε), τα Μουρντουβάνια, το Εγγλεζονήσι, το Αχιρλί, το Μελί, το Λυθρί και το Κιλιζμάνι...”
“.... Δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα ταράζουν σοβαρά την περιοχή και ανακόπτουν πρόσκαιρα την ακμή της, η μεγάλη ρωσοτουρκική ναυμαχία του 1770 και η Ελληνική Επανάσταση. Κατά τα Ορλωφικά, ο ρωσικός στόλος, βοηθούμενος από πολλούς Έλληνες κυρίως Τσεσμελήδες, κατέστρεψε την τουρκική αρμάδα μέσα στο λιμάνι του Τσεσμέ. Τα αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων της Σμύρνης και της Ερυθραίας ήταν άμεσα και σκληρά, όμως δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του Ελληνισμού της περιοχής.
Η εθνεγερσία του 1821 βρίσκει την Ερυθραία ανέτοιμη για εξέγερση, λόγω της γειτονίας με τη Σμύρνη και τη Μαγνησία, που ήταν μεγάλα στρατιωτικά κέντρα του Οθωμανικού κράτους. Η Ερυθραία υπήρξε το εφαλτήριο των Τούρκων για την καταστροφή της Χίου το 1822 και υπέστη φοβερά αντίποινα, λόγω της γειτνιάσεως με το επαναστατημένο νησί. Όμως οι Ερυθραιώτες βοηθούν σημαντικά τον αγώνα με κάθε τρόπο. Αρκετοί ανήκουν στη Φιλική Εταιρία (όπως π.χ. Ο Βουρλιώτης Μπερεκέτης ή Αφθονίδης), άλλοι δίνουν χρήματα και πάμπολλοι έρχονται στην επαναστατημένη Ελλάδα για να πολεμήσουν. Ιδρύθηκε μάλιστα η Ιωνική Φάλαγξ στην Πελοπόννησο, στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο κυρίως από Μικρασιάτες, μεταξύ των οποίων πολλοί Ερυθραιώτες. Επίσης Τσεσμελήδες κι Αγιοπαρασκευούσοι ναυτικοί επανδρώνουν τα πλοία των Ψαρών. Το τίμημα ήταν και πάλι πολύ βαρύ.
Άρχισαν τα “φόβια”, η επτάχρονη περίοδος της τρομοκρατίας, των σφαγών, της καταστροφής και της γενικής καταπίεσης του ελληνικού στοιχείου.
Οι εκκλησίες του Τσεσμέ και των Αλατσάτων καίγονται, οι κορυφαίοι των Ελλήνων εκτελούνται και οι λιγοστές εστίες αντίστασης (κυρίως στα Βουρλά) δεν έφεραν αποτέλεσμα. Η τουρκική κυριαρχία έγινε εφιάλτης.
Μετά το 1830 αρχίζει η τελευταία και σπουδαιότερη περίοδος ακμής του Ελληνισμού της Ερυθραίας. Η περιοχή αποκτά ακραιφνή ελληνικό χαρακτήρα με τη συνεχή πύκνωση του πληθυσμού και την πρόοδό του σε όλους τους τομείς, οικονομικό, πνευματικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Οι Ερυθραιώτες και πάλι δεν λείπουν από κανένα εθνικό αγώνα. Πολλοί πηγαίνουν εθελοντές στον πόλεμο του '97, στο Μακεδονικό Αγώνα και στους βαλκανικούς πολέμους. Οι σεισμοί του 1881-1883, που ρήμαξαν τη Χίο και τη Δυτική Ερυθραία, και το μπαλίκι (φυλλοξέρα) των αμπελιών στις αρχές του 20ου αι. που κατέστρεψαν οικονομικά τους κατοίκους και προκάλεσαν μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς τις ΗΠΑ, δεν ανέκοψαν τη συνολική πρόοδο της περιοχής.
Η περίοδος μετά το 1908 είναι η πιο δύσκολη στην ιστορία της Ερυθραίας, όπως και όλης της Μικρασίας. Μετά την ήττα της Τουρκίας στους βαλκανικούς πολέμους και την απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της (εκτός της Ανατολικής Θράκης), τέθηκε σε εφαρμογή ένα άγριο σχέδιο εξόντωσης του Ελληνισμού, με τις υποδείξεις του Λίμαν φον Σάντερς, Γερμανού στρατηγού στην Τουρκία. Οι Νεότουρκοι θεώρησαν επικίνδυνους τους Έλληνες των παραλίων της Θράκης και του Πόντου και προσπάθησαν να τους εξοντώσουν με κάθε τρόπο.
Στο πλαίσιο αυτής της φανατικής πολιτικής, όλοι οι Έλληνες της Ερυθραίας εκτός των Βουρλών (περίπου 60.000 άτομα) εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή αναγκάστηκαν να προσφύγουν στην Ελλάδα το Μάη του 1914 και στις αρχές του 1915.
Είναι ο Πρώτος Διωγμός που κράτησε τέσσερα χρόνια. Οι Ερυθραιώτες, σκορπισμένοι στην Ελλάδα δοκίμασαν το πικρό ποτήρι της προσφυγιάς και δεν έπαψαν να προσβλέπουν στον επαναπατρισμό τους. Όσοι έμειναν υπέστησαν τα μαρτύρια των “ταγμάτων εργασίας” (αμελέ ταμπουρού), της λιποταξίας, της πείνας και του οικονομικού αποκλεισμού.
Με τη συνθήκη του Μούδρου (30 Οκ.1918), οι διωγμένοι Μικρασιάτες παλιννοστούν, για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στην πατρίδα. Βρίσκουν τα σπίτια τους γκρεμισμένα, λεηλατημένα ή κατοικημένα από “ματζούρηδες” (Τούρκους πρόσφυγες των Βαλκανίων), τα χωράφια ρουμανιασμένα και χέρσα, τους ναούς και τα σχολεία ερειπωμένα. Με τις διπλωματικές νίκες του Βενιζέλου, ο μεγαλοϊδεατισμός φτάνει στο ζενίθ και η ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων παρουσιάζει πλέον σοβαρές δυσχέρειες. Όμως η ζωή στην Ερυθραία ξαναρχίζει από την αρχή. Με πολλές δυσκολίες, με δάνεια της Εθνικής Τράπεζας και με κοπιώδη δουλειά, οι Ερυθραιώτες οργανώνονται γρήγορα και η ζωή φτάνει στα ίδια επίπεδα. Όπως πριν από το 1914.
Το Μάη του 1919 φτάνει η πολυπόθητη ημέρα της απελευθέρωσης. Ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη μέσα σε ένα παραλήρημα χαράς του μικρασιατικού Ελληνισμού. Η Ερυθραία καταλαμβάνεται αμέσως και οι κάτοικοί της ζούν το όραμα της ελευθερίας που αιώνες έτρεφαν στο νού τους.
Τα όνειρα και οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα. Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, συμπαρέσυρε στον όλεθρο ολόκληρο τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Με την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους (27 Αυγ.1922), οι Ερυθραιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τα πάντα και κακήν κακώς αναζητούν σωτηρία στην Ελλάδα. Αξιοσημείωτη είναι η προσπάθεια του Νικολάου Πλαστήρα που αποχώρησε με το στρατό του τελευταίος από τον Τσεσμέ (3 Σεπτ.1922) κι έδωσε την ευκαιρία στους κατοίκους της Δυτικής Ερυθραίας να φύγουν με τα υπάρχοντά τους.
Οι περισσότεροι όμως έμειναν, έχοντας μάταιες ελπίδες. Η μοίρα τους ήταν τραγική. Οι Τούρκοι αγριεμένοι, πρώτα λεηλάτησαν τα πάντα κι έπειτα άρχισαν τις σφαγές και τη συστηματική καταστροφή. Τα Βουρλά κάηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοι των Αλατσάτων του Σιβρισαριού, του Γκιούλμπαξε, της Κάτω Παναγιάς και άλλων χωριών αποδεκατίστηκαν.
Ο ανδρικός πληθυσμός σύρθηκε αιχμάλωτος στα βάθη της Ανατολής, απ'όπου ελάχιστοι σώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα το 1923-24. Όσοι γέροι και γυναικόπαιδα γλίτωσαν στοιβάχτηκαν στα καράβια και ξεφορτώθηκαν σε χίλια δυο ελληνικά λιμάνια. Γυμνοί και τρομαγμένοι, φρικτά πονεμένοι και προδομένοι εθνικά, βρήκαν καταφύγιο “όπου γης” στην Ελλάδα. Κυρίως τα νησιά Χίος, Σάμος και Λέσβος η Κρήτη, η Κόρινθος κι η Πάτρα, η Αττική και η Θεσσαλονίκη γέμισαν κατατρεγμένους Ερυθραιώτες πρόσφυγες που αναζητούσαν μια στάλα γαλήνης και ηρεμίας.
Η Μικρασία, αυτή η πανάρχαιη κοιτίδα των Ελλήνων, αφού έθρεψε για αιώνες τα όνειρα του έθνους, τα έθαψε τώρα στις στάχτες της Σμύρνης. Με τη συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλ.1923), η Μικρασία για τους Έλληνες έχει χαθεί οριστικά πια....”
Υ.Γ.: Τούτον τον μήνα (Φεβρουάριος 2022), συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τον θάνατο του αείμνηστου θεολόγου καθηγητή και συγγραφέα Ανδρέα Αξιωτάκη.
Η Χίος τον τίμησε-κατά που του άξιζε- για την τεράστια προσφορά του στην Εκκλησία, την Παιδεία, τον Προσκοπισμό,τον Πολιτισμό αλλά και για την συνετή, συνεπή και πιστή υπηρέτηση, επί χρόνια, της “Μικρασιατικής μνήμης και ιδέας”.
Εκτιμώ ότι κάτι ανάλογο του οφείλουμε ως Χιακή κοινωνία και φέτος.
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.